Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εἰωϑότες

См. также в других словарях:

  • εἰωθότες — ἔθω to be accustomed perf part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορειβατώ — (Α ὀρειβατῶ, έω) [ορειβάτης] νεοελλ. εκτελώ αναβάσεις στα όρη, είμαι ορειβάτης αρχ. 1. διαβαίνω τα όρη («καὶ τραχύτητας ἀπίστους ὀρειβατεῑν εἰωθότες», Διόδ.) 2. περιπλανιέμαι στα όρη, βαδίζω στα όρη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»