Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εχθρικά

  • 1 στοιχείον

    τό
    1) в разя. знач элемент;

    απαραίτητο στοιχείον — необходимый элемент; — предпосылка;

    συστατικό στοιχείον — компонент;

    στοιχείον επιτυχίας (προόδου) — элемент, фактор успеха (прогресса);

    προοδευτικά στοιχεία — прогрессивные элементы;

    εχθρικά στοιχεία — враждебные элементы;

    2) (чаще πλ.) элементы, начала, основы;

    στοιχεία μαρξισμού-λενινισμού (μαθηματικών) — основы марксизма-ленинизма (математики);

    3) (чаще πλ.) данные;

    σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία — по последним данным;

    στοιχεία βολής — данные для стрельбы;

    4) прям., перен. филос, стихия;

    τα στοιχεία της φύσης — силы природы;

    είμαι ( — или βρίσκομαι) στο στοιχείον μου — быть в своей стихии;

    5) полигр, буква, литера; шрифт;

    κυρτό στοιχείον — курсивный шрифт;

    τυπογραφικά στοιχεία — типографские литеры;

    6) воен, расчёт (орудийный и т. п.); подразделение, часть;

    στοιχείον πεζικού. — пехотное подразделение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στοιχείον

См. также в других словарях:

  • πειρατεία — Ληστρική πράξη που συνίσταται στην επίθεση εναντίον πλοίων με σκοπό τη λεηλασία τους. Οι αρχές της π. είναι πανάρχαιες. Φοίνικες πειρατές αναφέρονται από τη 2η χιλιετία π.Χ., ενώ ασσυριακές επιγραφές του 8ου και 7ου αι. π.Χ. πληροφορούν για… …   Dictionary of Greek

  • κακόνους — oυν (AM κακόνους, ουν και οος, οον, Α αττ. πληθ. κακόνοι) αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, εχθρικός, δυσμενής («ὡς κακόνοι τινές εἰσιν ἐν ἡμῑν», Αριστοφ.). επίρρ... κακονόως και κακόνως (Α) με δυσμένεια, εχθρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλοΐα — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται στην κατασκευή και τον χειρισμό των αεροπλοίων, κατασκευών που πλέουν στον αέρα εξαιτίας της άνωσης που δέχεται η εγκλεισμένη ποσότητα αερίου (ηλίου, υδρογόνου, κλπ.). Οι πρώτες πτήσεις αεροστάτων έγιναν το …   Dictionary of Greek

  • ακρόπρωρο — Προτομή ανθρώπου, ζώου ή άλλη γλυπτή παράσταση που τοποθετούσαν από την αρχαιότητα στην πλώρη του ξύλινου πλοίου κάτω από τον πρόβολο ιστό. Χρησίμευε για τη στήριξη του προβόλου αλλά κυρίως για τον στολισμό και ως έμβλημα του πλοίου. Στους… …   Dictionary of Greek

  • αλιρρόθιος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Ευρύτης. Τον σκότωσε o Άρης όταν τον συνέλαβε να βιάζει την παρθένα Αλκίππη, κόρη του θεού από την Άγραυλο, κοντά στην πηγή του ναού του Ασκληπιού. Κάτω από την Ακρόπολη ο Άρης δικάστηκε από… …   Dictionary of Greek

  • αλληλεχθρεύομαι — και αλληλο εχθρεύομαι κάποιον που όμοια διάκειται εχθρικά απέναντι μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + εχθρεύομαι] …   Dictionary of Greek

  • αλλοτριάζω — ἀλλοτριάζω (Α) [ἀλλότριος] είμαι εχθρικά διατεθειμένος προς κάποιον …   Dictionary of Greek

  • αλλοτριοφρονώ — ἀλλοτριοφρονῶ ( έω) (Α) έχω διαφορετικό φρόνημα, διάκειμαι εχθρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλλοτριόφρων < ἀλλότριος + φρων < φρήν] …   Dictionary of Greek

  • αλλότριος — ια, ιο (Α ἀλλότριος, ία, ιον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλον, που είναι κτήμα άλλου (αντίθετα αρχ. ἴδιος, νεοελλ. (ι)δικός (μου) 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τὰ ἀλλότρια (αρχ. και με κράση τἀλλότρια) αυτά που ανήκουν σε άλλους, η ξένη …   Dictionary of Greek

  • ανθελληνικός — ή, ό αυτός που διάκειται ή ενεργεί εχθρικά προς τους Έλληνες, αυτός που βλάπτει τα συμφέροντά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντί* + ελληνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον δημοσιογράφο Ικέσιο Γ. Λάτρη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»