Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

απαραίτητο

  • 1 θεωρώ

    (ε) μετ.
    1) смотреть (на кого-что-л.), созерцать; наблюдать (за кем-чем-л.); 2) считать, полагать, рассматривать;

    θεωρώ καθήκον (υποχρέωση) μου — считать своим долгом (своей обязанностью);

    θεωρώ απαραίτητο — считать необходимым;

    τό θεωρώ περιττό — считать излишним;

    θεωρώ κάποιον (γιά) τίμιο άνθρωπο — считать кого-л. честным человеком;

    να με θεωρείς πατέρα σου — считай меня своим отцом;

    θεωρώ προσβολή — рассматривать как оскорбление;

    θεωρώ πιθανόν — считать вероятным;

    3) свидетельствовать (подпись); визировать (документ), ставить визу;

    πρέπει να θεωρήσω το διαβατήριο μου — надо поставить визу;

    θεωρούμαι — считаться, слыть;

    θεωρείται ότι... — считается, что...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > θεωρώ

  • 2 στοιχείον

    τό
    1) в разя. знач элемент;

    απαραίτητο στοιχείον — необходимый элемент; — предпосылка;

    συστατικό στοιχείον — компонент;

    στοιχείον επιτυχίας (προόδου) — элемент, фактор успеха (прогресса);

    προοδευτικά στοιχεία — прогрессивные элементы;

    εχθρικά στοιχεία — враждебные элементы;

    2) (чаще πλ.) элементы, начала, основы;

    στοιχεία μαρξισμού-λενινισμού (μαθηματικών) — основы марксизма-ленинизма (математики);

    3) (чаще πλ.) данные;

    σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία — по последним данным;

    στοιχεία βολής — данные для стрельбы;

    4) прям., перен. филос, стихия;

    τα στοιχεία της φύσης — силы природы;

    είμαι ( — или βρίσκομαι) στο στοιχείον μου — быть в своей стихии;

    5) полигр, буква, литера; шрифт;

    κυρτό στοιχείον — курсивный шрифт;

    τυπογραφικά στοιχεία — типографские литеры;

    6) воен, расчёт (орудийный и т. п.); подразделение, часть;

    στοιχείον πεζικού. — пехотное подразделение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στοιχείον

См. также в других словарях:

  • αγαθό — To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως… …   Dictionary of Greek

  • εστέρες — Χημικές ενώσεις που μπορούν σχηματικά να θεωρηθούν ότι παράγονται από ένα οργανικό ή ανόργανο οξύ, με αντικατάσταση ενός υδρογόνου μιας υδροξυλικής ομάδας με τη ρίζα μιας αλκοόλης. Οι ε. των ανόργανων οξέων εξετάζονται αποκλειστικά με βάση το οξύ …   Dictionary of Greek

  • οξυγόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ο· ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 8, ατομικό βάρος 16, τρία σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά, όλα με βραχύτατο χρόνο ζωής. Στοιχείο απαραίτητο για τη ζωή,… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Πολυμέσα — (Multimedia). Τεχνολογία που σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε για ηλεκτρονικούς υπολογιστές (Η/Υ), και βασίζεται στην αρχή ότι χρησιμοποιεί περισσότερα από ένα μέσα για να επικοινωνήσει με τον χρήστη του Η/Υ ή απλά να παρουσιάσει κάποιες πληροφορίες… …   Dictionary of Greek

  • άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …   Dictionary of Greek

  • αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • γάντι — Δερμάτινο, πλεκτό ή υφασμάτινο κάλυμμα του χεριού (συνήθως χωρισμένο σε πέντε δάχτυλα) που φοριέται για να το προστατεύει από το κρύο, την επαφή με ακάθαρτα πράγματα ή μόνο για κομψότητα. Το χρησιμοποιούσαν από την αρχαιότατη εποχή στην Αίγυπτο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»