-
1 восстанавливать
восстанавливатьнесов·1. ἀποκαθιστῶ, ὀποκατασταίνω:\восстанавливать отношения ἀποκαθιστώ τίς σχέσεις· \восстанавливать хозяйство ἀνασυγκροτώ (или ἀνοικοδομῶ, ἀνορθώνω) τήν οίκονομία· \восстанавливать здание ἐπισκευάζω, ἐπιδιορθώνω κτίριο·2. (в памяти) ξαναθυμούμαι, ἐνθυμούμαι, ξαναφέρνω στή μνήμη·3. (кого-л. β чем-л.) ἀποκαθιστώ, ἐπαναφέρω, ἀποκατασταίνω:\восстанавливать в правах ἀποκαθιστώ στά δικαιώματα·4. (против кого-л.) ξεσηκώνω κάποιον, διαθέτω ἐχθρικά προς κάποιον, διεγείρω ἐνάντια σέ κάποιον:\восстанавливать кого-л. против себя κάνω κάποιον ἐχθρό μου. -
2 неприятельский
неприятель||скийприл ἐχθρικός:\неприятельскийские войска τά ἐχθρικά στρατεύματα, ὁ ἐχθρικός στρατός. -
3 смять
смятьсов1. τσαλακώνω·2. воен. ἀνατρέπω, καταβάλλω:\смять вражеские войска ἀνατρέπω τά ἐχθρικά στρατεύματα. -
4 штык
штыкм ἡ λόγχη, ἡ μπαγιονέττα:клинковый \штык ἡ ξιφολόγχη· идти в \штыкй ὀρμῶ μ' ἐφ' ὀπλου λόγχη· встретить (принять) кого-л. в \штыкй перен δέχομαι ἐχθρικά. -
5 волк
-а, γεν. πλθ. -ов λύκος.εκφρ.морской волк – θαλασσόλυκος (πεπειραμένος)•волк в овечьей шкуре – λύκος ντυμένος με προβιά (υποκριτής με πολύ κακιές διαθέσεις)•- ом смотрит – σαν το λύκο κοιτάζει (εχθρικά, αρπαχτικά)•хоть -ом вой – όσο θέλεις ούρλιαξε’ (τίποτε δεν μπορείς να κάνεις, να γλυτώσεις). -
6 вооружить
-жу, -ижишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -жённый, βρ: -жён, -жена, -жено ρ.σ.μ.1. οπλίζω, εξοπλίζω, αρματώνω•вооружить армию εξοπλίζω το στρατό•
вооружить винтовкой οπλίζω με ντουφέκι.
2. εφοδιάζω•вооружить промышленность новой техникой εξοπλίζω τη βιομηχανία με νέα τεχνική.
|| παρέχω, δίνω•вооружить учеников знаниями εφοδιάζω τους μαθητές με γνώσεις.
3. παρακινώ, προτρέπω, διαθέτω εχθρικά, στρέφω κατά•вооружить сына против отца στρέφω το γιο κατά του πατέρα.
1. οπλίζομαι, εξοπλίζομαι, αρματώνομαι. || μτφ. εφοδιάζομαι (με γνώσεις, πληροφορίες (κ.τ.τ.).2. ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι.εκφρ.вооружить терпением, твердостью – εξοπλίζομαι με υπομονή, σταθερότητα. -
7 восстановить
-овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восстановленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.1. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ, ανορθώνω, επανορθώνω• αναστηλώνω• ανακαινίζω, επαναδημιουργία ζαναφτιάνω•восстановить разрушенное войной хозяйство επανορθώνω το καταστραμμένο από τον πόλεμο νοικοκυριό•
восстановить здоровье αποκατασταίνω την υγεία•
восстановить прежних отношений αποκατασταίνω τις προηγούμενες σχέσεις.
2. μτφ. αναπαρασταίνω, επαναφέρω•восстановить происшествие в память επαναφέρω στη μνήμη το συμβάν.
3. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ•восстановить в должности, в правах αποκατασταίνω στο αξίωμα, στα δικαιώματα.
4. (προ)διαθέτω εχθρικά, ξεσηκώνω, στρέφω•он -ил против себя всех знакомых ξεσήκωσε έναν τίο του όλους τους γνωστούς (τα χάλασε με όλους).
1. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι, επανορθώνομαι.2. μτφ. αναπαρασταίνομαι, επανέρχομαι, επαναφέρομαι (στη μνήμη, φαντασία).3. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι•восстановить в правах αποκατασταίνομαι στα δικαιώματα.
-
8 враждебно
επίρ.εχθρικά. -
9 вражески
επίρ.εχθρικά. -
10 вражеский
επ.εχθρικός•-ие войска εχθρικά στρατεύματα•
вражеский самолет εχθρικό αεροπλάνο.
-
11 истребить
-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истреблённый, -лён, -лена, -леноρ.σ.μ.καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξοντώνω, ξεκάνω,αφανίζω•истребить клопов ξεκάνω τους κοριούς•
неприятельские войска συντρίβω τα εχθρικά στρατεύματα.
καταστρέφομαι, εξοντώνομαι, εξολοθρεύομαι. -
12 недружелюбно
επίρ.αντιπαθώς, εχθρικά. -
13 неприязненно
επίρ.αντιπαθώς, -θητικά, δυσμενώς• εχθρικά. -
14 опустошить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опустошенный, βρ: -шен, -шена, -шеноρ.σ.μ.1. ερημώνω, ρημάζω, καταστρέφω ολοσχερώς• αποδεκατίζω•саранча -ла поля η ακρίδα ρήμαξε τα χωράφια•
неприятельский огонь -ил ряда нашего полка τα εχθρικά πυρά απο-δεκάτησαν το σύνταγμα μας.
2. εκκενώνω•опустошить кошелк αδειάζω το πορτοφόλι•
опустошить бутылку αδειάζω το μπουκάλι.
3. εξαθλιώνω, εξαχρειώνω•разврат -ил его η διαφθορά τον εξαθλίωσε.
-
15 принять
приму, примешь, παρλθ. χρ. принял-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принятый, βρ: -нят, -а, -оρ.σ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• παίρνω, λαβαίνω•принять письмо, посылок, подарок παίρνω γράμμα, δέμα, δώρο•
принять титул, звание, сана παίρνω τον τίτλο, το βαθμό, το αξίωμα.
|| πιάνω, συλλαμβάνω•бросай мешочек, а я внизу приму ρίξε τη σακκουλίτσα κι εγώ αποκάτω θα την πιάσω.
2. παραλαβαίνω, περι-λαβαίνα)•принять товар παραλαβαίνω εμπόρευμα.
|| αναλαβαίνω• περιλαβαίνω•принять дивизию αναλαβαίνω τη μεραρχία (τη διοίκηση)•
принять крепость περιλαβαίνω το φρούριο.
|| δέχομαι, συμφωνώ να πάρω, αποδέχομαι•принять пост директора αποδέχομαι το πόστο του διευθυντή•
принять назначение αποδέχομαι το διορισμό•
принять предложение δέχομαι την πρόταση.
3. προσλαμβάνω•принять на работу παίρνω στη δουλειά.• принять в партию παίρνω στο κόμμα.
4. υποδέχομαι, δεξιώνομαι•директор принял посетителя ο διευθυντής δέχτηκε τον επισκέπτη•
принять делегацию δέχομαι την αντιπροσωπεία•
принять посла δέχομαι τον πρεσβευτή.
|| περιλαβαίνω•врач -ял семь больных ο γιατρός περίλαβε (για εξέταση) εφτά ασθενείς.
5. ακούω• βλέπω• φτάνει ως ταυτιά μου, τα μάτια μου•принять радио ακούω ράδιο•
выстрел ακούω πυροβολισμό.
6. με μερικά ουσ. σχηματίζονται ρ. με σημ. από το ουσ. принять решение παίρνω απόφαση (αποφασίζω)•принять смерть πεθαίνω•
принять участие παίρνω μέρος(συμμετέχω).
7. (για θρησκεία)• ασπάζομαι•принять христианскую веру ασπάζομαι το χριστιανισμό.
8. αποκτώ•лицо его -ло другой вид το πρόσωπο του πήρε άλλη όψη.
9. καταπίνω•принять таблетки παίρνω χαπάκια•
принять лекарство παίρνω φάρμακο.
10. κάνω•принять ванну παίρνω το λουτρό•
принять душ κάνω ντους•
принять грязевую ванну κάνω λασπόλουτρο.
11. εκλαμβάνω, θεωρώ•принять в шутку его слова παίρνω για αστείο τα λόγια του•
принять за чистую монету παίρνω για γνήσιο νόμισμα•
принять всерьз παίρνω στα σοβαρά.
12. αναμεριζω, κάνω στην άκρη, κόβω λίγο (αριστερά, δεξιά κ.τ.τ.).13. απάγω, αποκομίζω, παίρνω και φεύγω•прими отсюда сунтук πάρε απ εδώ το σεντούκι.
14. αποδέχομαι, συγκατατιθεμαι•принять просьбу об отставке αποδέχομαι την αίτηση παραίτησης•
прими мой совет δέξου τη συμβουλή μου.
εκφρ.принять бой ή сражение – δεν αποφεύγω (δέχομαι) τη μάχη, τη σύγκρουση•принять в штыки – α) υποδέχομαι με τις λόγχες, β) μτφ. υποδέχομαι εχθρικά•принять во внимание – παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•принять к свой счёт – παίρνω επ ονόματι μου, υπεύθυνα•принять присягу – ορκίζομαι•принять чью-л. сторону – παίρνω το μέρος κάποιου (υποστηρίζω)•принять меры – παίρνω μέτρα•принять за правило – παίρνω για κανόνα•так принято – έτσι συνηθίζεται ή είναι καθιερωμένο.1. καταπιάνομαι, επιδίδομαι•принять за работу καταπιάνομαι με τη δουλειά.
|| αρχίζω•принять читать αρχίζω το διάβασμα.
2. ριζώνω, πιάνω, φυτρώνω•вновь посаженные деревья -лись τα ξαναφυτευμένα δέντρα έπιασαν.
|| (για εμβολιασμό) πιάνω•прививка -лась το εμβόλιο (βατσινα) έπιασε.
-
16 сокрушать
ρ.δ.μ.1. γκρεμίζω, συντρίβω,καταστρέφω•сокрушать вражеские укрепления καταστρέφω τα εχθρικά οχυρά.
|| μτφ. εξουθενώνω• εξευτελίζω.2. μτφ. γκρεμίζω• συντρίβω ψυχικά.1. καταστρέφομαι.2. μτφ. συντρίβομαι ψυχικά• θλίβομαι• πικραίνομαι. -
17 столкнуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. столкнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. σπρώχνω, ωθώ•столкнуть лодку в воду σπρώχνω τη βάρκα στο νερό•
столкнуть кого-л. с лестницы σπρώχνω (ρίχνω κάτω) κάποιον από τη σκάλα.
|| σπρώχνω ελαφρά, σκουντώ.2. συγκρούω, χτυπώ•столкнуть бильярдные шары χτυπώ τις σφαίρες του μπιλιάρδου.
|| μτφ. φέρω σε σύγκρουση, σε αντίθεση.3. μτφ. φέρω σε επαφή, γνωρίζω•столкнуть с жизнью γνωρίζω με τη ζωή•
столкнуть с трудностями γνωρίζω με τις δυσκολίες.
1. συγκρούομαι•льдины -лись οι ογκόπαγοι συγκρούστηκαν.
|| μτφ. έρχομαι σε σύγκρουση, σε αντίθεση.2. τρακάρω, συναντιέμαι απρόοπτα, πέφτω επάνω. || συναντιέμαι, γνωρίζομαι (για πρώτη φορά)•столкнуть с трудностями συναντώ για πρώτη φορά δυσκολίες•
вражеские военные корабли -лись τα εχθρικά πολεμικά καράβια συγκρούστηκαν.
3. συρρέω, συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι. -
18 урон
-а α.απώλεια, χάσιμο• ζημιά•нанести урон επιφέρω απώλειες•
войска противника понесли большой урон τα εχθρικά στρατεύματα είχαν (υπέστησαν) μεγάλες απώλειες.
-
19 штык
-а α.1. λόγχη, ξιφολόγχη.2. μτφ. (στρατ.) λογχοφόρος οπλίτης•отряд в составе пятьсот -ов τμήμα από πεντακόσιους λογχοφόρους οπλίτες.
3. (ναυτ.) κόμπος καραβόσχοινου.4. Ή φτυαριά (μια λήψη).εκφρ.в -и – με εφόπλου λόγχη•встречать ή принять в -и – υποδέχομαι εχθρικά.
См. также в других словарях:
πειρατεία — Ληστρική πράξη που συνίσταται στην επίθεση εναντίον πλοίων με σκοπό τη λεηλασία τους. Οι αρχές της π. είναι πανάρχαιες. Φοίνικες πειρατές αναφέρονται από τη 2η χιλιετία π.Χ., ενώ ασσυριακές επιγραφές του 8ου και 7ου αι. π.Χ. πληροφορούν για… … Dictionary of Greek
κακόνους — oυν (AM κακόνους, ουν και οος, οον, Α αττ. πληθ. κακόνοι) αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, εχθρικός, δυσμενής («ὡς κακόνοι τινές εἰσιν ἐν ἡμῑν», Αριστοφ.). επίρρ... κακονόως και κακόνως (Α) με δυσμένεια, εχθρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
αεροπλοΐα — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται στην κατασκευή και τον χειρισμό των αεροπλοίων, κατασκευών που πλέουν στον αέρα εξαιτίας της άνωσης που δέχεται η εγκλεισμένη ποσότητα αερίου (ηλίου, υδρογόνου, κλπ.). Οι πρώτες πτήσεις αεροστάτων έγιναν το … Dictionary of Greek
ακρόπρωρο — Προτομή ανθρώπου, ζώου ή άλλη γλυπτή παράσταση που τοποθετούσαν από την αρχαιότητα στην πλώρη του ξύλινου πλοίου κάτω από τον πρόβολο ιστό. Χρησίμευε για τη στήριξη του προβόλου αλλά κυρίως για τον στολισμό και ως έμβλημα του πλοίου. Στους… … Dictionary of Greek
αλιρρόθιος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Ευρύτης. Τον σκότωσε o Άρης όταν τον συνέλαβε να βιάζει την παρθένα Αλκίππη, κόρη του θεού από την Άγραυλο, κοντά στην πηγή του ναού του Ασκληπιού. Κάτω από την Ακρόπολη ο Άρης δικάστηκε από… … Dictionary of Greek
αλληλεχθρεύομαι — και αλληλο εχθρεύομαι κάποιον που όμοια διάκειται εχθρικά απέναντι μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + εχθρεύομαι] … Dictionary of Greek
αλλοτριάζω — ἀλλοτριάζω (Α) [ἀλλότριος] είμαι εχθρικά διατεθειμένος προς κάποιον … Dictionary of Greek
αλλοτριοφρονώ — ἀλλοτριοφρονῶ ( έω) (Α) έχω διαφορετικό φρόνημα, διάκειμαι εχθρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλλοτριόφρων < ἀλλότριος + φρων < φρήν] … Dictionary of Greek
αλλότριος — ια, ιο (Α ἀλλότριος, ία, ιον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλον, που είναι κτήμα άλλου (αντίθετα αρχ. ἴδιος, νεοελλ. (ι)δικός (μου) 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τὰ ἀλλότρια (αρχ. και με κράση τἀλλότρια) αυτά που ανήκουν σε άλλους, η ξένη … Dictionary of Greek
ανθελληνικός — ή, ό αυτός που διάκειται ή ενεργεί εχθρικά προς τους Έλληνες, αυτός που βλάπτει τα συμφέροντά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντί* + ελληνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον δημοσιογράφο Ικέσιο Γ. Λάτρη] … Dictionary of Greek