Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

επαθε

  • 1 παθαίνω

    (αόρ. έπαθα и έπαθον) μετ.
    1) терпеть (убытки, потери и т. п.); претерпевать;

    παθαίνω αλλοιώσεις — претерпевать изменения;

    παθαίνω ζημία — терпеть убытки;

    2) испытать, вынести; выстрадать;
    έπαθε πολλά а) он многое испытал, много пережил; б) он сильно пострадал; § τί επαθες; что с тобой?; καλά να (τα) πάθεις! так тебе и надо!, поделом тебе!; θα την πάθουμε попадём мы в беду, будут у нас неприятности; την επαθε ему не повезло, он погорел на этом деле; την έπαθε σάν αγράμματος он попался как дурак;

    παθαίνομαι (тк ενεστ., παρατ) — рассердиться, вспылить; — взорваться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παθαίνω

  • 2 αιφνιδιασμός

    ο
    1) внезапность, неожиданность; 2) внезапное нападение, налёт;

    ο λόχος έπαθε αιφνιδιασμό — рота подверглась внезапному нападению

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αιφνιδιασμός

  • 3 γιατσάδα

    η, γιάτσ||ο τό, γιατσάδαος ο
    1) мороженое; 2) холод, мороз;

    έπαθε από γιατσάδα — он замёрз, продрог;

    3) утренние заморозки

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γιατσάδα

  • 4 ναυτία

    ναυτίαση [-ις (-εως)] η
    1) морская болезнь;

    επαθε ναυτία — его укачало;

    2) перен. отвращение, тошнота;

    προξενώ ναυτία — вызывать отвращение:

    , тошноту

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ναυτία

  • 5 τόσος

    η, ο αντων.
    1) такой (по величине, количеству, степени);

    τόσ κόσμος! — столько народу!;

    έννοιωσα τόση χαρά! — я почувствовал такую радость!;

    είναι τόσοςон вот такой (по величине);

    τόσος δα — очень маленький;

    μου 'δώσε τόσο δα γλυκό — он дал мне вот столечко варенья;

    μιά γυναίκα τόση δα — очень маленькая женщина;

    πέρασε τόσα — он так много пережил;

    τόσа καί τόσα επαθε και μυαλό δεν έβαλε — он столько прожил, а ума не нажил;

    2) (после числ.) с небольшим;

    κέρδισε τρείς χιλιάδες τόσες δραχμές — он выиграл три тысячи драхм с небольшим;

    στα πενήντα τόσα — где-то в пятидесятых годах;

    § τόσος μόνο — такой маленький;

    τόσος καί τόσος — очень много;

    ως τόσον — однако;

    τόσ... ώστε... — такой..., что...; — столько..., что...;

    τόσа ξέρεις τόσα λες — что с тебя (глупого) взять;

    τόσа πού σού φεύγει το καφάσι — до чёрта

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τόσος

  • 6 υπηρεσία

    η
    1) служба, исполнение служебных обязанностей;

    στρατιωτική (κρατική) υπηρεσία — военная (государственная) служба;

    στίς ώρες της υπηρεσίας — в служебное время;

    μπαίνω στην υπηρεσία — поступать на службу;

    αναλαμβάνω υπηρεσία — приступать к исполнению служебных обязанностей;

    καλώ εις στρατιωτικήν υπηρεσίαν — призывать на военную службу;

    δυανύω ενεργόν υπηρεσίαν — находиться на действительной службе;

    απολύομαι τής υπηρεσίας — быть уволенным со службы;

    εκτελώ υπηρεσία — нести службу;

    επαθε εν υπηρεσία — он пострадал при исполнении служебных обязанностей;

    2) дежурство; наряд, вахта;

    έχω υπηρεσίαν — или είμαι της υπηρεσίας — дежурить, быть дежурным;

    παραλαμβάνω (παραδίδω) υπηρεσίαν — принимать (сдавать) дежурство;

    3) стаж (работы);

    έχω τριάντα χρόνια υπηρεσία — иметь тридцатилетний стаж работы;

    συνεπλήρωσα τα έτη της υπηρεσίας — я заработал себе пенсию;

    4) услуга;

    προσφέρω υπηρεσία — оказать услугу;

    προσφέρω τίς υπηρεσίαες μου — предлагать свои услуги;

    5) обслуживающий персонал; прислуга (собир.);
    6) ведомство; служба; учреждение;

    δημόσια υπηρεσία — государственное учреждение;

    στρατιωτική (πολιτική) υπηρεσία — военное (гражданское) ведомство;

    διπλωματική υπηρεσία — дипломатическая служба, дипслужба;

    οικονομική υπηρεσία — финансовое ведомство; — финансовый орган;

    ταχυδρομική υπηρεσία — почтовая служба, почтовое ведомство;

    υγειονομική (τελωνιακή, μυστική) υπηρεσίαυπηρεσία — санитарная (таможенная, секретная) служба;

    πυροσβεστική υπηρεσία — пожарная охрана;

    μετεωρολογική υπηρεσίαслужба (или бюро) погоды

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υπηρεσία

  • 7 φέστα

    η
    1) празднество, торжество; 2) перен. история;

    τί φέστα ήταν αυτή πού επαθε! — ну и влип же он в (неприятную) историю!;

    ωραίες φέστες μού άνοιξες! — в хорошенькую историю ты меня втянул!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φέστα

  • 8 χιώτικος

    η, ο хиосский, с острова Хиос;

    § την επαθε χιώτικα ( — или χιώτικη) — над ним посмеялись, подшутили

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χιώτικος

См. также в других словарях:

  • επάθε — ἐπάθε (Μ) επίρρ. εδώ …   Dictionary of Greek

  • ἔπαθε — πάσχω have aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅπαθε — ἔπαθε , πάσχω have aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔπαθ' — ἔπαθε , πάσχω have aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθός — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη …   Dictionary of Greek

  • αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… …   Dictionary of Greek

  • βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… …   Dictionary of Greek

  • παθαίνω — (ΑΜ παθαίνω) (το μέσ. και παθ.) παθαίνομαι αισθάνομαι έντονη συγκίνηση, κυριεύομαι από ζωηρό πάθος (α. «κάθε φορά που συζητούμε πολιτικά παθαίνεται» β. «παθαίνομαι, όταν ακούω κλασική μουσική») νεοελλ. φρ. α) «καλά να (τά) πάθει» λέγεται για να… …   Dictionary of Greek

  • τράκο — το, και τράκος, ο, Ν 1. σύγκρουση, τρακάρισμα 2. ναυτ. συμπλοκή σώμα με σώμα πάνω στο κατάστρωμα πλοίου 3. μτφ. δριμεία επίπληξη 4. φρ. α) «έπαθε τράκο» έπαθε μεγάλη ζημιά, τόν βρήκε συμφορά β) «βάρδα τράκο» ναυτ. (ιδίως σε ιστιοφόρα) κέλευσμα… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»