Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δόγματα

См. также в других словарях:

  • δόγματα — δόγμα that which seems to one neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άγραφα δόγματα —         (agrapha dogmata) (греч.) неписаное учение; тайное знание. Так называли якобы имевшуюся у Платона эзотерич. философию, которую он преподавал узкому кругу учеников. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл.… …   Философская энциклопедия

  • δόγμαθ' — δόγματα , δόγμα that which seems to one neut nom/voc/acc pl δόγματι , δόγμα that which seems to one neut dat sg δόγματε , δόγμα that which seems to one neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόγματ' — δόγματα , δόγμα that which seems to one neut nom/voc/acc pl δόγματι , δόγμα that which seems to one neut dat sg δόγματε , δόγμα that which seems to one neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Plato — For other uses, see Plato (disambiguation) and Platon (disambiguation). Plato (Πλάτων) …   Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης …   Deutsch Wikipedia

  • δογματική — Επιστήμη που εξετάζει συστηματικά τα δόγματα και τις βασικές αρχές της χριστιανικής πίστης. Ανάλογα με τις διάφορες χριστιανικές ομολογίες, διακρίνουμε τη δ. της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τη δ. της Καθολικής και τη δ. της προτεσταντικής. Η καθολική δ …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • ВСЕЛЕНСКИЙ СОБОР — Господь Вседержитель и Семь Вселенских Соборов. Икона. 1989 г. Л. А. Забирова, Е. В. Исаева (ц. Св. отцов Семи Все ленских Соборов Данилова мон ря, Москва) Господь Вседержитель и Семь Вселенских Соборов. Икона. 1989 г. Л. А. Забирова, Е. В.… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»