-
1 σχίζω
[схизо] р. колоть, раскапывть, рвать, разрывать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σχίζω
-
2 колоть
I колоть Ι (раскалывать) κόβω, σχίζω \колоть дрова σχίζω ξύλα \колоть орехи σπάζω τα καρύδια II колоть II 1) (иголкой ) τσιμπώ 2) безл.: у меня колет в боку νοιώθω σουβλιές στο πλευρό* * *I( раскалывать) κόβω, σχίζωколо́ть дрова́ — σχίζω ξύλα
IIколо́ть оре́хи — σπάζω τα καρύδια
1) ( иголкой) τσιμπώ2) безл.у меня́ ко́лет в боку́ — νοιώθω σουβλιές στο πλευρό
-
3 надорвать
-ву, -вшь, παρλθ. χρ. -ал, -ли, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надорванный, βρ: ван, -а, -оρ.σ.μ.1. σχίζω λίγο, μισοσχίζω•лист бумаги σχίζω λίγο το φΰλλο χαρτιού•
конверт σχίζω λίγο το φάκελλο.
2. μτφ. βλάπτω, φθείρω, χαλνώ•надорвать голос χαλνώ τη φωνή•
надорвать здоровье βλάπτω την υγεία.
|| ταλαιπωρώ, βασανίζω, καταπονώ, καταβάλλω εξασθενίζω.εκφρ.надорвать живот (животники) со смеху ή от хохота – ξεκαρδίζομαι (σπαρταρώ, λιγώνομαι) από τα γέλια.1. σχίζομαι λίγο.2. βλάπτομαι, φθείρομαι, χαλνώ•мешок с боку -лся το σακκί σχίστηκε λίγο στο πλευρό.
-
4 разрезать
разре/ зать 1-режу, -режешьρ.σ.μ.1. κόβω, τέμνω• τεμαχίζω•разрезать хлеб на куски κόβω το ψωμί κομματάκια•
разрезать дыню κόβω (τεμαχίζω) το πεπόνι•
разрезать ножницами сукно κόβω με το ψαλίδι την τσόχα.
2. ανοίγω, σχίζω•разрезать опухоль ανοίγω τον όγκο (πρήξιμο) με το νυστέρι.• живот σχίζω την κοιλιά (με το νυστέρι).
|| μτφ. σχίζω τα νερά (για σκάφος). || διαχωρίζω κόβοντας•разрезать страницы книги κόβω τις σε-λιόες του βιβλίου.
3. μτφ. κάνω ρήγμα• αποκόπτω•разрезать неприятельский отряд αποκόπτω εχθρικό τμήμα.
разреза/ ть(ся) 2ρ.δ.βλ. разрезать(ся).разре/ заться 3-режетсяρ.σ. διατέμνομαι. -
5 рвать
рвать 1) (разрывать) (ξε)σχίζω, κόβω 2) (срывать ) κόβω, μαζεύω (цветы и т. л.) 3) (прекращать) σταματώ· κόβω, διακόπτω· \рвать отношения διακόπτω τις σχέσεις* * *1) ( разрывать) (ξε)σχίζω, κόβω2) ( срывать) κόβω, μαζεύω (цветы и т. п.)3) ( прекращать) σταματώ; κόβω, διακόπτωрвать отноше́ния — διακόπτω τις σχέσεις
-
6 колоть
колоть Iнесов1. (иголкой и т. п.) τσιμπώ, κεντώ, κεντρίζω·2. безл:в боку́ колет μέ σουβλίζει τό πλευρό·3. перен (язвить, попрекать) πειράζω, τσιγκλάω.колоть IIнесов (раскалывать) σχίζω, σπάζω, θρυμματίζω:\колоть дрова σχίζω ξύλα \колоть сахар σπάζω τή ζάχαρη· \колоть орехи σπάζω τά καρύδια.колоть IIIсов и несов (раскалываться) σπάζω (άμετ.) (о сахаре)/ σχίζομαι (о дровах). -
7 нарвать
нарвать I1 сов см. нарывать.нарвать IIсов1. (цветов, плодов и т. п.) κόβω, μαζεύω, δρέπω:\нарвать цветов μαζεύω λουλούδια·2. (разорвать на куски) σχίζω, κόβω:\нарвать бумаги σχίζω (или κόβω) χαρτί. -
8 прорывать
прорывать Iнесов1. (разрывать) σχίζω, τρυπώ:\прорывать носо́к σχίζω τήν κάλτσα·2. (какую-л. преграду) σπάνω (μετ.), διασπώ:\прорывать блокаду σπάνω τόν ἀποκλεισμό· \прорывать ли́иию оборо́ны противника διασπώ τήν ἀμυντική γραμμή τοῦ ἐχθροῦ.прорывать IIнесов (рыть) σκάβω, σκάπτω, ἀνοίγω (σκάβοντας). -
9 раздирать
раздира́||тьнесов1. (разрывать на части) (ξε)σχίζω·2. перен (терзать) (ξε)σχίζω, σπαράζω:\раздирать сердце σπαράζω τήν καρδιά. -
10 разрубать
разрубатьнесов, разрубить сов κόβω, κόπτω, (κατα)τέμνω, σχίζω/ διαμελίζω, (κατα)κομματιάζω (на части):\разрубать дерево κόβω (или σχίζω) τό δέντρο· ◊ разрубить гордиев узел κόβω τόν γόρδιο δεσμό. -
11 разрывать
разрывать Iнесов1. (ξε)σχίζω, κομματιάζω, καταξεσχίζω/ ξηλώνω (по шву)/ σπάζω (о веревке и т. п.):\разрывать письмо σχίζω τό γράμμα·2. перен διακόπτω, ξεκόβω, σπάζω:\разрывать отношения διακόπτω τίς σχέσεις· \разрывать цепи рабства σπάζω τίς ἀλυσίδες τής σκλαβιάς.разрывать IIнесов1. (землю и т. п.) σκάβω, σκάπτω, ἀνασκάπτω·2. перен ἀνακατώνω. -
12 рассекать
рассекатьнесов1. (воздух, волны и т. п.) (δια)σχίζω·2. (разрезать) τέμνω, διατέμνω, κόβω/ анат. ἀνατέμνω:\рассекать на куски́ διαμελίζω, κομματιάζω· \рассекать губу́ σχίζω τό χείλι. -
13 вскрыть
вскрою, вскроешь ρ.σ.μ.1. ανοίγω•вскрыть письмо ανοίγω το γράμμα•
вскрыть пакет ανοίγω το πακέτο.
2. μτφ. αποκαλύπτω, φανερώνω, ξεσκεπάζω, φέρω στο φως•вскрыть недостатки в работе ξεσκεπάζω τις αδυναμίες στη δουλειά.
3. ανατέμνω, σχίζω, κόβω•вскрыть труп κάνω νεκροψία•
вскрыть нарыв σχίζω το απόστημα.
1. ανοίγομαι.2. μτφ. αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, ξεσκεπάζομαι, βγαίνω στο φως, στα φόρα•-лись причины поражения βγήκαν στο φως οι αιτίες της ήττας.
3. ξεπαγώνω•река -лась το ποτάμι ξεπάγωσε (έλιωσε ο πάγος που το κάλυπτε).
-
14 вспороть
-орю, -орешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вспоротый, βρ: -рот, -а, -оρ.σ.μ.ξηλώνω. || σχίζω, κόβω, ανοίγω•вспороть живот σχίζω την κοιλιά•
вспороть посылку ανοίγω το δέμα.
-
15 колоть
колоть 1коли, колешь, μτχ. ενστ. колющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот, -а, -оρ.δ. μ.1. κεντρίζω, νύσσω, σουβλίζω, μπήγω τι αιχμηρό, τρυπώ•колоть штыком τρυπώ με τη λόγχη•
- ет (απρόσ.) в боку μου περνά πόνος σουβλερός στο πλευρό.
|| μαχαιρώνω, φονεύω, σκοτώνω• σφάζω•колоть барана σφάζω το πρόβατο.
2. μτφ. θίγω, πειράζω, πληγώνω. || με πικραίνει, με τρώει (σκέψη, ιδέα, αίσθημα κ.τ.τ.).εκφρ.колоть глаза кому – μέμφομαι, κατηγορώ κάποιον ντροπιάζω• προσβάλλω το αίσθημα κάποιου•правда глаза -ет – παρμ. η αλήθεια είναι πικρή ή είναι μαλώτρα• (темно) хоть глаз коли τρισκόταδο, έρεβος.κεντρώ, -ίζω, σουβλίζω•ёж -ется ο σκαντζόχοίρος κεντρίζει (με τ αγκάθια).
колоть 2колю, колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот,• -а, -оρ.δ.μ.σχίζω• κόβω• σπάζω, θραύω• κομματιάζω•колоть дрова σχίζω ξύλα•
колоть орехи σπάζω καρύδια•
колоть лёд σπάζω τον πάγο.
σπάζω, σχίζομαι εύκολα, είμαι εύθραυστος. -
16 нарвать
нарвать 1-рву, -рвёшь, παρλθ. χρ. нарвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нарванный, -а, -оρ.σ.μ. (με ποσοτική σημ.)1. κόβω, μαζεύω, δρέπω•нарвать цветов κόβω λουλούδια.
2. σχίζω, κατακομματιάζω, κατ.ατεμαχίζω•нарвать бумаги σχίζω χαρτιά.
3. βγάζω, εξάγω με ανατίναξη,• ανατινάζω.εκφρ.нарвать уши кому – (απλ.) τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ).нарвать 2-вёт, παρλθ. χρ. нарвал, -ла, -оρ.σ.εμπυάζω, μαζεύω πύο•палец -ал το δάχτυλο έμασε πύο•
десну -ло (απρόσ.) το ούλο έμασε πύο.
-
17 отщепить
-плю, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отщеплённый, βρ: лён, -лена, -леноρ.σ.μ. σχίζω, πελεκώ, βγάζω πελεκούδες•отщепить лучины σχίζω (βγάζω) δαδιά.
σχίζομαι, πελεκιέμαι. -
18 перервать
-рву, -вёшь, παρλθ. χρ. перервал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ., χρ. перерванный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. κόβω•-нитку, шнур κόβω την κλωστή, το σχοινί.
2. (κατα)σχίζω (όλα, πολλά)•перервать все бумаги σχίζω όλα τα χαρτιά.
3. διακόπτω•я вас -рву на минуту θα σας διακόψω για ένα λεπτό•
перервать телефонную связь διακόπτω την τηλεφωνική επικοινωνία (σύνδεση).
1. κόβομαι•лента -лась η ταινία κόπηκε.
2. κόβομαι (για όλα, πολλά).3. διακόπτομαι• -
19 подколоть
ρ.σ.μ.1. καρφώνω καρφιτσώνω•-косу καρφιτσώνω την πλεξούδα.
2. (επι)συνάπτω•подколоть характеристику к делу επισυνάπτω έκθεση για την υπόθεση.
3. κεντρίζω, νύσσω.4. μτφ. θίγω, πειράζω, πληγώνω.ρ.σ.μ. σχίζω ακόμα λίγο ή παραπάνω•подколоть дров σχίζω ακόμα λίγα καυσόξυλα.
-
20 разодрать
-деру, -дершь, παρλθ. χρ. разодрал-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разодранный, βρ: -дран, -а, -оρ.σ.μ.1. κατασχίζω• κατασπαράζω•волк -ал овцу ο λύκος κατασπάραξε το πρόβατο.
2. χαλνώ, φθείρω•-сапоги σχίζω τις μπότες•
разодрать платье σχίζω το φόρεμα.
1. ξεσχίζομαι•платье -лось το φόρεμα ξεσχίστηκε.
2. καβγαδίζω, τσακώνομαι στα γερά•они -лись в кровь τσακώθη-ώσπου ματώθηκαν.
См. также в других словарях:
σχίζω — και σκίζω έσχισα και έσκισα, σχίστηκα και σκίστηκα, σχισμένος και σκισμένος 1. κόβω κάτι κατά μήκος, χωρίζω στα δύο: Έσχισε το ύφασμα με τα χέρια του. – Έσχισε τα ξύλα. – Σχίστηκε το δέρμα του. – Έσχισε την εφημερίδα. 2. μτφ., «Σχίζω το νερό, τον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχίζω — split pres subj act 1st sg σχίζω split pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek
σχίζω — σκίζω και σχίζω, έσκισα και έσχισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σχίζον — σχίζω split pres part act masc voc sg σχίζω split pres part act neut nom/voc/acc sg σχίζω split imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σχίζω split imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίζεσθε — σχίζω split pres imperat mp 2nd pl σχίζω split pres ind mp 2nd pl σχίζω split imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίζετε — σχίζω split pres imperat act 2nd pl σχίζω split pres ind act 2nd pl σχίζω split imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίσαι — σχίζω split aor imperat mid 2nd sg σχίζω split aor inf act σχίσαῑ , σχίζω split aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίσον — σχίζω split aor imperat act 2nd sg σχίζω split fut part act masc voc sg σχίζω split fut part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίσω — σχίζω split aor subj act 1st sg σχίζω split fut ind act 1st sg σχίζω split aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχισμένα — σχίζω split perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσχισμένᾱ , σχίζω split perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσχισμένᾱ , σχίζω split perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)