Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δίσκῳ

См. также в других словарях:

  • δισκώ — δισκῶ ( έω) και δισκεύω (Α) [δίσκος] ρίχνω τον δίσκο 2. εξακοντίζω …   Dictionary of Greek

  • δισκῶ — δισκέω pitch the quoit pres subj act 1st sg (attic epic doric) δισκέω pitch the quoit pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίσκω — δίσκος quoit masc nom/voc/acc dual δίσκος quoit masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίσκῳ — δίσκος quoit masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίσκωι — δίσκῳ , δίσκος quoit masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PENTATHLUM — Latine Quinqvertium, celebre olim apud Graecos exercitationis genus fuit, imo potius in omnibus quinque certaminum generibus victricem peritiam denotavit. Iul. Pollux l. 3. c. 3. πένταθλος ὁ πέντε ἀγωνιζόμενος, Pentarhlus (sive Quinqvertio, ita… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δίσκημα — δίσκημα, το (Α) [δισκώ] 1. οτιδήποτε ρίχνεται ή βάλλεται ως δίσκος 2. η ρίψη τού δίσκου …   Dictionary of Greek

  • δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… …   Dictionary of Greek

  • δισκεύω — βλ. δισκώ …   Dictionary of Greek

  • κατοπτρικός — ή, ό (Α κατοπτρικός, ή, όν) [κάτοπτρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κάτοπτρο (α. «κατοπτρικά όργανα» β. «κατοπτρικό φασματόμετρο» γ. «κατοπτρικήν εἶναι φαντασίαν τοῡ ἡλίου, τὰς αὐγάς πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀνακλῶντος», Πλούτ.) 2. το θηλ. ως… …   Dictionary of Greek

  • υπερδισκώ — έω, Α ὐπερδισκεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + δισκῶ «ρίχνω τον δίσκο»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»