Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δίσκουρα

См. также в других словарях:

  • δίσκουρα — δίσκουρα, τα (Α) βολή δίσκου ως μέτρο αποστάσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίσκου ούρα, πληθ. τού ούρου «διάστημα, απόσταση»] …   Dictionary of Greek

  • δίσκουρα — quoit s cast neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισκοβολία — Αθλητικό αγώνισμα γνωστό στην αρχαία Ελλάδα, όπου μαζί με το ακόντιο, τον δρόμο, την πάλη και το άλμα αποτελούσαν το πένταθλο. Πρώτος που επινόησε τον δίσκο θεωρείται ο μυθικός Περσέας, που σκότωσε κατά λάθος με αυτόν τον παππού του Ακρίσιο στους …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»