-
1 σαρδόνιος
-
2 σαρδονιος
-
3 Σαρδονιος
-
4 σαρδόνιος
σαρδόνιοςmasc nom sg -
5 σαρδόνιος
A v. σαρδάνιος. [full] σάρδοντα· διαπίπτοντα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαρδόνιος
-
6 σαρδόνιος
α, ο[ν] сардонический;γέλως — сардонический смех -
7 Σαρδόνιος
ΣαρδώMete..masc nom sg -
8 σαρδόνιος
sardonicΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σαρδόνιος
-
9 σαρδονίη
σαρδόνιοςfem nom /voc sg (epic ionic) -
10 σαρδονίους
σαρδόνιοςmasc acc pl -
11 σαρδόνιοι
σαρδόνιοςmasc nom /voc pl -
12 σαρδονία
σαρδονίᾱ, σαρδόνιοςfem nom /voc /acc dualσαρδονίᾱ, σαρδόνιοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————σαρδονίᾱͅ, σαρδόνιοςfem dat sg (attic doric aeolic) -
13 Σαρδονικος
-
14 Σαρδωος
-
15 σαρδονίας
σαρδονίᾱς, σαρδόνιοςfem acc plσαρδονίᾱς, σαρδόνιοςfem gen sg (attic doric aeolic) -
16 σαρδονίων
σαρδόνιονbitter: neut gen plσαρδόνιοςfem gen plσαρδόνιοςmasc /neut gen pl -
17 σαρδόνιον
σαρδόνιονbitter: neut nom /voc /acc sgσαρδόνιοςmasc acc sgσαρδόνιοςneut nom /voc /acc sg -
18 γέλως
γέλως, [dialect] Aeol. [full] γέλος, ὁ, gen. γέλωτος, [dialect] Att. γέλω: dat. γέλωτι, [dialect] Ep. γέλω orAγέλῳ Od.18.100
: acc. γέλωτα, poet. (and late Prose, Polyaen.1.34.2, f.l.in Palaeph.30) γέλων, v. infr. (acc. γέλω is v.l. in Od.18.350, cf. infr.): gen. pl. : dat.γέλωσιν Ph. 2.167
, PGiss.1.3.6 (ii A. D.): ([etym.] γελάω):— laughter,γέλῳ ἔκθανον Od. 18.100
;γέλω.. παρέχουσαι 20.8
; ἄσβεστον γέλω (v.l. γέλον) ὦρσεν ib. 346;ἄσβεστος δ' ᾰρ' ἐνῶρτο γέλως.. θεοῖσι Il.1.599
;γέλων δ' ἑτάροισιν ἔτευχε Od.18.350
; ; γέλωτα ποιεῖν, μηχανᾶσθαι, κινεῖν, X.Cyr.2.2.11 and 14, Smp.1.14;παρασκευάζειν Pl.Lg. 669d
; γέλων ξυντιθέναι, γέλωτα ἄγειν, S.Aj. 303, 382;γ. ἔχει τινά Od.8.344
;γ. ἂν γίγνοιτο Pl.Plt. 295e
;γέλωτος καταρραγέντος Ath.5.211c
(so in [voice] Act., πολλοὺς κατέρρηξεν ἡμῶν γέλωτας Hippoloch.ib. 130c);κατασχεῖν γέλωτα X.Cyr.2.2.5
, etc.;οὐ γέλωτα δεῖ σ' ὀφλεῖν E.Med. 404
, cf.Ar.Fr. 898; ἐπὶ γέλωτι to provoke laughter, Hdt.9.82, Ar.Ra. 405; γέλωτος ἄξια ridiculous, E.Heracl. 507; ἅμα or σὺν γέλωτι, Pl.Lg. 789d, X.An.1.2.18;μετὰ γέλωτος Antiph.144.6
; ἐν γέλωτι προφέρειν in joke, Plu.2.124d; πολὺς γ. loud laughter, X.Cyr. 2.3.18, etc. (πλατὺς γ., which Thom.Mag.p.293 R. recommends, is not classical); μέγιστος, ἰσχυρὸς γ., Pl.Plt.l.c., R. 388c; Σαρδόνιος γ. (v. Σαρδόνιος) ; Αἰάντειος γ. a maniac's laugh, Diogenian.1.17.2 metaph. of waves, = γέλασμα, Opp.H.4.334.II occasion of laughter, food for laughter,γ. γίγνομαί τινι S.OC 902
; ταῦτ' οὐ γ. κλύειν ἐμοῦ; E. Ion 528;γέλωτά τινα τίθεσθαι Hdt.3.29
, 7.209; ; εἰς γ. τρέπειν, ἐμβάλλειν, Th.6.35, D.10.75;ἐν γέλωτι ποιεῖσθαί τι Luc.Hist.Conscr.32
, etc.;γ. ἔσθ' ὡς χρώμεθα τοῖς πράγμασι D.4.25
;ὅσα γὰρ.., πλείων ἐστὶ γ. τοῦ μηδενός Id.14.26
. -
19 γέλως
(-ωτος) ο смех;σαρδόνιος γέλως — саркастический смех;
εκρήγνυμαι εις γέλωτα(ς) — разражаться смехом;
κινώ ( — или προκαλώ) τον γέλωτα — а) вызывать смех (у кого-л.), смешить (кого-л.); — б) становиться смешным (для кого-л.)
-
20 σαρδονίαν
σαρδονίᾱν, σαρδόνιοςfem acc sg (attic doric aeolic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σαρδόνιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρδόνιος — α, ο / σαρδόνιος, ία, ον, ΝΜΑ, και σαρδάνιος, ία, ον, ΜΑ, και μτγν. τ. ουδ. σαρδώνιον Α (κυρίως φρ.) α) «σαρδόνιο γέλιο» ή «σαρδόνιος γέλως» σαρκαστικό, μοχθηρό γέλιο που εκδηλώνεται με χαρακτηριστική σύσπαση τού προσώπου νεοελλ. «σαρδόνιο… … Dictionary of Greek
Σαρδόνιος — και Σαρδώνιος, ία, ον, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Σαρδώ ή ο κάτοικος τής Σαρδούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τής γεν. τού ον. Σαρδώ, η οποία απαντά και με την μορφή Σαρδ όνος (όπως θα σχηματιζόταν από τ. ονομαστικής… … Dictionary of Greek
σαρδόνιος — α, ο σαρκαστικός, γεμάτος κακία: Σαρδόνιο γέλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σαρδόνιος — Σαρδώ Mete.. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαρδόνιος γέλως — (σαρδόνιο γέλιο). Η φράση προέρχεται από το φυτό sardonia herba (χόρτο της Σαρδηνίας). Οι παλιότεροι πίστευαν πως το φυτό αυτό προκαλούσε νευρικό γέλιο. Γι’ αυτό και σ.γ. σημαίνει πικρό ή ειρωνικό γέλιο … Dictionary of Greek
σαρδονίη — σαρδόνιος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρδονίους — σαρδόνιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρδόνιοι — σαρδόνιος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Festina lente — Sigma Inhaltsverzeichnis 1 Σ αγαπώ. 2 Σαρδόνιος γέλως … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Sigma — Sigma Inhaltsverzeichnis 1 Σ αγαπώ … Deutsch Wikipedia