-
1 γεωμετρίας
γεωμετρίᾱς, γεωμετρίαgeometry: fem acc plγεωμετρίᾱς, γεωμετρίαgeometry: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ἄττα [2]
ἄττα, att. für τινά, ἄττα, für ἅτινα, ion. ἄσσα u. ἅσσα. Bei Hom. ἅσσα Iliad. 1, 554. 9, 367. 10, 208. 409. 20, 127 Od. 5, 188. 7, 197; ὁπποῖ' ἄσσα περὶ χροῒ εἵματα ἕστο Od. 19, 218. Häufig in Prosa, gew. ἄττα mit einem nomen, doch auch allein, λέγειν ἄττα Plat. Soph. 236 e; γεωμετρίας ἄττα Theaet. 145 c; bei Zahlwörtern, ungefähr, τέτταρ' ἄττα ῥεύματα Phaed. 112 e.
-
3 ἔμ-πειρος
ἔμ-πειρος, der Etwas durch Versuche, durch Erfahrung kennt, erfahren, kundig, τινός, worin; κακῶν Aesch. Pers. 590; γάμων Soph. O. C. 756; absol., der Erfahrene, O. R. 44 O. C. 1137, wie Plat. Legg. VI, 772 b; Xen. An. 4, 5, 8; διανοίης Her. 8, 97; τῶν χώρων 8, 132; πολέμου Thuc. 1, 80; γεωμετρίας Plat. Rep. VII, 529 e u. sonst; ὁ περὶ νόμων ἐμπ. Legg. I, 632 d; περὶ ταῠτα Tim. 22 a, wie Xen. Hell. 1, 6, 5. Auch von Thieren, κύνες ἔμπ. τῶν κυνηγεσιῶν Xen. Cyn. 6, 4; von Schiffen, erprobte, Thuc. 2, 89; – τὸ ἔμπειρον = ἐμπειρία, D. Hal. 3, 42; τὸ ἐμπειρότερον αὐτῶν, ihre größere Erfahrung, Thuc. 2, 87. – Adv. ἐμπείρως, kundig, ἔχειν τινός, kundig sein, Dem. 59, 15; Antiphan. Ath. X, 445 f; Einen durch den Umgang kennen, Xen. An. 2, 6, 1; ἐμπειροτέρως ἔχει τῆς βουλῆς περί τινος, er kennt es besser als der Rath, Aesch. 1, 82.
-
4 αγωνιστης
- οῦ ὅ1) участник соревнования, соперник Her., Isocr.ἵπποι ἀγωνισταί Plut. — лошади для состязаний
2) спорящая сторона, участник спора Thuc., Plat.3) борец, защитник, ревнитель(τῆς ἀρετῆς Aeschin.; τῆς ἀληθείας Plut.)
4) мастер, знаток(τῆς γεωμετρίας Dem.)
5) актер Arst. -
5 απεχω
эп. тж. ἀπίσχω (fut. ἀφήξω и ἀποσχήσω, aor. 2 ἀπέσχον) тж. med.1) держать вдали, удерживать, не допускатьἀπέχεσθαι ἀπὸ τῶν ἱρῶν Her. — не допускаться к принесению в жертву;ἄπεχε φάσγανον Eur. — убери меч;οὐδὲν ἀπέχει Plat., Plut. — ничто не мешает;ἀπέσχεσθαι χεῖράς τινος Aesch. — не прикасаться к кому-л.2) med. воздерживаться, удерживаться, тж. отказываться(πολέμου Hom.; εὐνῆς HH.; βαναύσων ἔργων Arst.; οἴνου Arph.; τροφῆς, ἡδονῶν Plut.; τοῦ ποιεῖν τι Xen., (τοῦ) μέ ποιεῖν τι Thuc., Dem. и τὸ μέ ποιεῖν τι Xen., Plat.)
3) med. оставлять нетронутым, щадить(τινος Her., Xen., Plut.)
4) отделять, отграничивать(αὐχένα ἀπ΄ ὤμων Hom.)
5) быть удаленным, отстоять(ἒξ σταδίους τινός Thuc.; πολλῶν ἡμερῶν ὁδον Xen.)
ἴσον τῶν ἐσχάτων ἀ. Plat. — находиться на равном расстоянии от оконечностей6) перен. быть далеким, не быть причастным(τοῦ ποιῆσαί τι Isocr.; med. γεωμετρίας Plat.)
7) разниться, отличаться(πάντων ἀνθρώπων Xen.)
8) получать сполна(ἀπόκρισιν Aeschin.; καρπὸν τῶν πονηθέντων Plut.)
ἀπέχει NT. — довольно, кончено -
6 воздухозаборник
ο αεροεισαγωγέαςав. η αεροεισαγωγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > воздухозаборник
-
7 самолёт
το αεροπλάνο, το αεροσκάφοςпассажирский - επιβατικό/επιβατηγό -сверхзвуковой - υπερηχητικό/υπερακουστικό -турбореактивный - αεριοστροβιλοκίνητο -, αεριοστροβιλοφόρο --учебно-тренировочный - εκπαιδευτικό -, εκπαιδευτικό - προκεχωρημένης εκπαίδευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > самолёт
-
8 γεωμετρία
-ας ἡ N 1 0-0-1-0-0=1 Is 34,11geometry; σπαρτίον γεωμετρίας measur-ing line -
9 аксиома
-ы θ.αξίωμα•-ы геометрии τα αξιώματα της γεωμετρίας.
|| μτφ. αδιαφιλονίκητη αλήθεια. -
10 аксиоматика
-и θ.το σύνολο των αξιωμάτων•аксиоматика геометрии τα αξιώματα της γεωμετρίας.
-
11 начальный
επ.1. αρχικός•начальный период αρχική περίοδος•
-ая скорость αρχική ταχύτητα•
-ые буквы τα αρχικά γράμματα.
|| πρώτος•-ая глава романа το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος.
2. στόχε ιώδης, πρωταρχικός, ουσιώδης•-ое образование στοιχειώδης μόρφωση•
-ая школа δημοτικό σχολείο•
-ые классы οι τάζεις του δημοτικού σχολείου•
-ые основания геометрии στοιχειώδης γεωμετρία ή τα στοιχεία της γεωμετρίας.
3. παλ. βλ. начальник. -
12 постулат
-а α.αξίωμα•-ы эвклидовой геометрии τα αξιώματα της ευκλείδιου γεωμετρίας.
-
13 руководство
-а ουδ.1. καθοδήγηση• διεύθυνση• διοίκηση•оперативное руководство συγκεκριμένη (πρακτική) καθοδήγηση•
под -ом με (υπο) την καθοδήγηση•
руководство борьбы καθοδήγηση του αγώνα, της πάλης•
руководство к действию καθοδήγηση για δράση.
2. εγχειρίδιο, βοήθημα, οδηγία•руководство к геометрии εγχειρίδιο γεωμετρίας: это сообщается вам для -а αυτό σας ανακοινώνεται σαν οδηγία.
3. αθρσ. οι καθοδηγητές. -
14 μικρός
μικρός and [full] σμῑκρός, ά, όν, [dialect] Dor., [dialect] Ion. [full] μικκός (q.v.): [full] σμικρός is corroborated by metre in Il.17.757, Hes.Op. 361, and might be restored in Il.5.801, Od.3.296 ( μικρός codd.); it is prob. the only form in Hdt. (Aμικρός Hdt. 2.74
codd.): freq. in Lyr. and prob. always in Trag. (exc. where metre requires μικρός, as S.Aj. 161 (anap., [comp] Comp.)); most freq. in Pl.; but in Th., also Ar. and other Com., μικρός prevails, σμικρός being found Th.4.13,7.75,8.81, Ar.Ach. 523, V.5; [dialect] Att. Inscrr. haveσμικρός IG12.313.111
, al., μικρός ib.369.10, al.:—small, little,1 in Size,μ. ἔην δέμας Il.5.801
;μ. λίθος Od.3.296
;κίρκον, ὅ τε σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσιν Il.17.757
;σμ. ἄστεα Hdt.1.5
;μεγάθεϊ σμικροί Id.2.74
: with Dims., μ. πολίχνιον, γῄδιον, παιδάρια, Isoc.5.145, X. Cyr.8.3.38, Ages.1.21: as a Com. exaggeration,δικαστηρίδιον μ. πάνυ Ar.V. 803
;σκαλαθυρμάτι' ἄττα μ. Id.Nu. 630
, etc.: c. inf.,μικροὶ δ' ὁρᾶν Id. Pax 821
: as a term of reproach,Κλειγενὴς ὁ μικρός Id.Ra. 709
, cf. Pl.Prt. 323d, Arist.EN 1123b7, Alex.98.7;Ἀμύντας ὁ μ. Arist. Pol. 1311b3
; οἱ ἐν μικρῷ μεγάλοι short but stoutly built, Philostr. Gym. 36;ὁ μ. δάκτυλος SIG1172.4
([place name] Lebena).2 in Quantity,σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖναι Hes.Op. 361
;μέλιτος μικρόν Ar.V. 878
; μ. ὄψον, ἀργυρίδιον, X.Mem.3.14.1, Ar.Pl. 240, cf. Antiph.44.3 in Amount or Importance, petty, trivial, slight,σμ. πρόφασις Thgn.323
; ἔπος, ἔγκλημα, ῥοπή, etc., S.OC 443, Tr. 361, OT 961, etc.; ἐκ σμικροῦ λόγου on some slight pretext, Id.OC 620; ἐν σμικρῷ λόγῳ παρῆκεν as of small account, ib. 569;αἰτίας μικρᾶς πέρι E.Andr. 387
, etc.; οὐδὲ μικρόν, = οὐδὲ γρῦ, D.19.37; of persons, of small account, opp.μέγας, σμ. ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις Pi.P.3.107
; (anap.), etc.;σμ. τίθησί με Id.OC 958
; βίος ὁ μ., = μέτριος, E.Fr. 504; τίνος σμικροτάτου μεταβαλόντος, σμικρότατος τὴν δύναμιν, Pl.R. 473b; of the mind,οὐ σμικρὸν φρονεῖ S.Aj. 1120
; of style, mean, [Φίλιστος] μικρὸς ταῖς ἐκφράσεσιν D.H.Vett.Cens.3.2
; of festivals, of lesser importance,Ἁλίεια τὰ μεγάλα καὶ τὰ μ. SIG1067.14
([place name] Cedreae).II of Time, short, Pi.O.12.12, Ar.Pl. 126, etc.;εἰς μ. χρόνον Pl.R. 498d
; ἐν μικρῷ (sc. χρόνῳ) shortly, X.Cyn.5.32, Eq. 8.7;πρὸ μικροῦ Poll.1.72
; .2 of Age, young, Ostr.Bodl.i237 (ii B.C.), etc.III Adverbial usages,1 regul. Adv. σμικρῶς, but little, Pl.Criti. 107d; μικρῶς by a little, prob. in Archim.Stom.1: [comp] Sup.σμικρότατα X.Mem. 3.11.12
.2 σμικροῦ or μικροῦ within a little, almost, Id.Cyr.1.4.8, D.18.151, etc.; in full, μικροῦ δεῖν, v. δεῖ 11, δέω (B) 1; μικροῦ τινος ἀπελείφθη τοῦ μή .. Ach.Tat.7.13; but μικροῦ πρίασθαι for a little, cheap, X.Mem.2.10.4.3 σμικρῷ by a little, with [comp] Comp., Pl.Plt. 262c, etc.; also σμικρῷ πρόσθεν a little before, Id.Lg. 719b, etc.;μικρῷ ἄνωθεν D.44.6
.4 μικρόν a little, σμικρὸν ὑπολείπεσθαι, σμ. τι παρακλίνειν, X.An.5.4.22, Pl.Cra. 410a; of Time, X.An.3.1.11, etc.; repeated,μικρὸν μικρόν Antiph.10
: pl., of Degree, , etc.;σμίκρ' ἄττα διατρίψαντες Id.Prt. 316a
;μικρὰ διακινήσω σε περὶ τοῦ πράγματος Sosip.1.22
;περιπάτησον μικρὰ μετ' ἐμοῦ Men.Sam. 243
, cf. Plu.Luc.31.5 with Preps.,a ἐπὶ σμικρόν but a little, S.El. 414, Antipho 6.18, Hdt.4.129.b κατὰ μικρόν into small pieces, X.An.7.3.22; so κατὰ μικρὰ γενομένης τῆς δυνάμεως ib. 5.6.32; also, little by little,κατὰ μικρὸν ἀεί Ar.V. 702
, cf. Nu. 741; opp. συλλήβδην, Pl.R. 344a; καὶ κατὰ σμ. or μ. ever so little, Id.Sph. 241c, Isoc.3.10, D.2.22.c παρὰ μικρόν within a little, παρὰ μ. ἐλθεῖν c. inf., to be within an ace of doing, E.Heracl. 295 (anap.), cf. Isoc.7.6, etc.;παρὰ μ. ἦλθον ἀποθανεῖν Id.17.42
;τὸ παρὰ μ. ὥσπερ οὐδὲν ἀπέχειν δοκεῖ Arist.Ph. 197a30
; but τὸ παρὰ μ. σῴζεσθαι to be only just saved, Id.Rh. 1371b11, cf. Simp. in Ph.344.10; gradual, imperceptible change, Arist.Pol. 1303a20; οὐδὲ παρὰ μ. ἦν κρεῖττον c. inf., Plb.12.20.7; [ἡ τύχη] παρὰ μ. εἰς ἑκάτερα ποιεῖ μεγάλας ῥοπάς Id.15.6.8
, cf. Isoc.4.59; but also παρὰ μ. ποιεῖσθαι, ἡγεῖσθαι, to think little of.., D.61.51, Isoc.5.79.d μετὰ μικρόν a little after, Ev.Matt.26.73.IV besides regul. [comp] Comp. and [comp] Sup. μικρότερος, -ότατος (Ar. Eq. 789, D.Prooem.48, etc.), there are the irreg. ἐλάσσων, ἐλάχιστος, from ἐλαχύς, and μείων, μεῖστος, also μειότερος; v. μείων. [ῑ by nature; [pron. full] ῐ only in late Poetry, Epigr. ap. Phleg.Fr.36.17 J.] (Perh. cf. Lat. mīca, mīcidus, OHG. smāhi, ONorse smár 'little'.) -
15 χρηματίζω
A- ίσω Ep.Rom.7.3
, [dialect] Att. [suff] χρημᾰτ-ιῶ Lycurg.37: [tense] pf.κεχρημάτικα Din.1.103
, OGI106.7 (Egypt, ii B. C.): ([etym.] χρῆμα):—Prose Verb, negotiate, have dealings, esp. in money matters (in this sense mostly [voice] Med. (v. infr.11)), Th.1.87, 5.61, Plb.5.81.5;χ. τι Th.6.62
, Isoc.4.157, Plu. Them.18.2 of public assemblies, deliberate, , cf. Arist.Pol. 1298b29, Rh. 1359b3, Lexap.D.21.8;τὰ λοιπὰ τῶν δημοσίων Plu.Tim.38
;περὶ ὧν ἂν ἅπαξ γνῷ τὸ δικαστήριον, πάλινχρηματίσαι D.24.55
; of presiding officers, conduct business, Decr. ap. D.18.75, cf. Aeschin.1.23; of the βουλή, D.18.169;ὅσα δεῖ χρηματίσαι τὴν βουλήν Arist.Ath.43.3
.b c. dat., transact business with, τῇ βουλῇ, τῷ δήμῳ, X.Ath.3.1; negotiate with,πόλεσι περὶ φιλίας Th.5.5
: abs., ib.61; ἰδίᾳ χ., of intriguing persons, D.19.278;χ. ὑπὲρ δημοσίων καὶ κοινῶν πραγμάτων Ael.VH3.4
:—[voice] Med.,X.Ath. 3.3.4 of an oracle, give a response to those who consult it, LXX Je.33(26).2, al., D.S.15.10, JAJ11.8.4, Plu.2.435c, Porph. Abst.2.48;δι' ὕδατος Iamb.Myst.3.11
; of gods, give ear to,χ. τοῖς εὐχομένοις Luc.Pseudol.8
:—[voice] Pass., receive an answer, warning, in NT of divine warnings or revelations, Ev.Matt.2.12, etc.;ὑπ' ἀγγέλου Act.Ap.10.22
; ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον a warning had been given him, Ev.Luc.2.26;χ. ὑπὸ δαιμονίων καὶ φαντασίας εἰδώλων Vett.Val.67.5
.5 issue ordinances, etc.,χ. ἀπορρήσεις Ph.2.438
; administer justice, ἐν τῷ Προσωπίτῃ OGI l.c.;ταῖς πόλεσι App.Hisp.98
.b issue orders for payment, pay,ἀπὸ τῆς.. τραπέζης PGrenf.2.23.4
(ii B. C.); τινι Ostr.Bodl. i248 (ii B. C.); λόγον χ. ἐς τὰ δαμόσια γράμματα furnish an account.., Arch. f. Religionswiss. 10.211 (Cos, ii B. C.):—[voice] Pass., ἐχρηματίσθη πολλὰ διάφορα he was furnished with large sums, Aristeas 9.6 take cognizance of, decide upon petitions, [ἐντευξιν] χ. PEnteux.75.9
(iii B. C.), PFay. 12.28 (ii B. C.);ἔντευξις κεχρηματισμένη PPetr.2p.3
(iii B. C.).7 generally, have dealings with, stand in any relation to a person, οὐδὲν αὐτῷ (sic legendum videtur)πρὸς γένος ἐχρημάτιζεν Ctes.Fr. 29.2
: hence even μόλις ταῖς ἀναγκαίαις [ὀρέξεσι] χ. to be influenced, affected by them, Plu.2.125b.8 Astrol., operate, of influences, Vett.Val.5.7.II [voice] Med., χρηματίζομαι: [tense] fut. [dialect] Att.- ιοῦμαι Lys.29.14
, etc.: [tense] pf.κεχρημάτισμαι Din.1.15
:— negotiate or transact business for oneself or to one's own profit, make money, ; l.c.;οἱ χρηματισάμενοι Pl.R. 330c
;ἄλλῳ χ. καὶ οὐχ αὑτῷ Id.Grg. 452e
; esp. by base arts,ἐξ αὐτῆς τῆς πόλεως Din.
l. c., cf. Is.9.25; χ. ἀπό τινος to make money of or from a thing, Pl. Sph. 225e;ἀπὸ τῶν κοινῶν Arist.Pol. 1286b14
;ἀπὸ γεωμετρίας Iamb. Comm.Math.25
;ἔκ τινος Lys.25.3
;ἐ, φιλοσοφίας Isoc.11.1
; also c. acc. cogn.,χ. τὸν ἐκ γῆς χρηματισμόν Id.Lg.949e
, cf. Grg.467d;χρήματα X.Cyr.3.3.5
.2 generally, transact business, have dealings with.., τινι Hdt.3.118, 7.163.3 c. acc. rei, χ. τὸ νόμισμα traffic in money, like a money-lender or banker, Arist.Pol. 1257b34; but c. acc. pers., χ. τινας make money out of any one, i. e. get it from them by extortion, Plb.32.5.13; soχ. παρὰ τῶν νεωτέρων Isoc.10.6
.1 to take and bear a title or name, to be called or styled so and so,χρηματίζειν βασιλεύς Plb.5.57.2
, 30.2.4, cf. Aristeas 298;Πτολεμαῖος.. νέος Διόνυσος χ. D.S.1.44
; ἐχρημάτιζε Χαλκηδόνιος, Κρητικός, Str.13.1.55, App.Sic.6;νέα Ἶσις ἐχρημάτιζε Plu.Ant.54
; μὴ πατρόθεν, ἀλλ' ἀπὸ μητέρων χ. to call themselves not after their fathers, but after their mothers, Id.2.248d;χ. ἀπὸ τοῦ δήμου Harp.
s.v. δημοτευόμενος; χ. τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς Act.Ap. 11.26; τιμῆς καὶ πίστεως χ. ἄξιοι to be deemed.., App.BC2.111.2 generally, to be called,μοιχαλίς Ep.Rom.7.3
:μήτηρ Ph.1.440
; καὶ ὡς χ. 'and so forth' (omitting some of the writer's names), POxy.100.1 (ii A. D.), etc.; also c. dat., ἀεὶ -ίζων τῷ προκειμένῳ ὀνοματίῳ ib.2131.8 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρηματίζω
-
16 ἀγωνιστής
A combatant, :—esp. competitor in the games, Hdt.2.160, 5.22; generally, opp. κριτής, Isoc.2.13, Th.3.37, etc.:—as Adj., ἀ. ἵπποι race- horses, Plu.Them.25.III c. gen., one who struggles for a thing, champion, ἀ. τῆς ἀρετῆς, ἀληθείας, Aeschin.3.180 (pl.), Plu.2.16c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγωνιστής
-
17 ἅπτω
Aἅμμαι Hdt.1.86
: [tense] fut.ἅψομαι Od.9.379
, ἁφθήσομαι ([etym.] συν-) Gal.3.311:—[voice] Med., v.infr. (cf. ἑάφθη):— fasten or bind to, used by Hom., once in [voice] Act., ἅψας ἀμφοτέρωθεν.. ἔντερον οἰός (of a lyre-string) Od.21.408; once in [voice] Med., ἁψαμένη βρόχον.. ἀφ' ὑψηλοῖο μελάθρου having fastened the noose to the beam (to hang herself), 11.278; so laterἅψεται ἀμφὶ βρόχον.. δείρᾳ E.Hipp. 770
;ἁψαμένη βρόχον αὐχένι A.R.1.1065
:—[voice] Act.,βρόχους ἅ. κρεμαστούς E.Or. 1036
; butβρόχῳ ἅ. δέρην Id.Hel. 136
, cf. AP7.493 (Antip. Thess.).2 join,ἅ. χορόν A.Eu. 307
; πάλην τινὶ ἅ. fasten a contest in wrestling on one, engage with one, Id.Ch. 868: —[voice] Pass.,ἅπτεσθαι τὴν Μεγαρέων πόλιν καὶ Κορινθίων τοῖς τείχεσιν Arist.Pol. 1280b14
.II more freq. in [voice] Med., ἅπτομαι, [tense] fut. ἅψομαι, [tense] aor. , with [tense] pf. [voice] Pass. (lyr.), Pl. Phdr. 260e:—fasten oneself to, grasp, c.gen.,ἅψασθαι γούνων Il.1.512
;χειρῶν 10.377
;ἁψαμένη δὲ γενείου Ὀδυσσῆα προσέειπεν Od.19.473
;ἅπτεσθαι νηῶν Il.2.152
;βρώμης δ' οὐχ ἅπτεαι οὐδὲ ποτῆτος; Od.10.379
, cf. 4.60;ὡς δ' ὅτε τίς τε κύων συὸς.. ἅπτηται κατόπισθε.. ἰσχία τε γλουτούς τε Il.8.339
; ;τῶν τύμβων ἁπτόμενοι Id.4.172
; ἅπτεσθαί τινος, Lat. manus inicere alicui, Id.3.137; ; τῶν σφυγμῶν feel the pulse, Arr.Epict.3.22.73: metaph., take hold of, cleave to, Pl.Lg. 967c.b abs., τῶν μὲν γὰρ πάντων βέλε' ἅπτεται for the spears of all the Trojans reach their mark, Il.17.631; .cἅ. τῆς γῆς
land,D.S.
4.48.III metaph., engage in, undertake,βουλευμάτων S.Ant. 179
; ; πολέμου prosecute it vigorously, Th.5.61;ἧπται τοῦ πράγματος D.21.155
;ψυχὴ ἡμμένη φόνων Pl.Phd. 108b
, cf. E.IT 381;τῶν μεγίστων ἀσεβημάτων Plb.7.13.6
; soἅ. τῆς μουσικῆς καὶ φιλοσοφίας Pl.R. 411c
; ἐπιτηδεύματος ib. 497e;γεωμετρίας Id.Plt. 266a
;τῆς θαλάττης Plb.1.24.7
;ἅπτεσθαι λόγου E.Andr. 662
, Pl.Euthd. 283a (but ἅπτεσθαι τοῦ λόγου attack, impugn the argument of another, Id.Phd. 86d); τούτων ἥψατο touched on these points, handled them, Th.1.97;ἅ. τῆς ζητήσεως Arist.GC 320b34
; but also, touch on, treat superficially, Pl.Lg. 694c, Arist.EE 1227a1.b abs., begin, set to work,ταῖς διανοίαις Ar.Ec. 581
.2 fasten upon, attack, Pi.N.8.22, A.Ag. 1608, etc.;μόνον τῷ δακτύλῳ Ar.Lys. 365
;τῆς οὐραγίας Plb.2.34.12
; esp. with words, Hdt.5.92.γ; of diseases, , cf. Gal.15.702;ἥψατο τῶν ἀνθρώπων Th.2.48
; ὅσα ἅπτεται ἀνθρώπων all that feed on human flesh, ib.50.3 touch, affect, , cf. S.OC 955; ;τῆς ἐμῆς ἥψω φρενός E.Rh. 916
;ὥς μου χρησμὸς ἅ. φρενῶν Ar.Eq. 1237
; make an impression upon, (Pessinus, ii B. C.).6 come up to, reach, overtake, X.HG5.4.43; attain,τῆς ἀληθείας Pl.Phd. 65b
;τοῦ τέλους Id.Smp. 211b
: in Pi., c. dat.,ἀγλαΐαις P.10.28
;στάλαισιν Ἡρακλείαις Id.I.4(3).12
; but also c. gen.,Ἡρακλέος σταλᾶν Id.O.3.44
.8 Geom., of bodies and surfaces, to be in contact, Arist.Ph. 231a22, cf. Metaph. 1002a34, al., S.E.M.3.35; of lines or curves, meet, Euc.3Def.2; touch, Id.4Def.5, Archim. Sph.Cyl.1.28; pass through a point, Euc.4Defs.2,6; of points, lie on a line or curve, ib.Defs.1,3; ἅπτεται τὸ σημεῖον θέσει δεδομένης εὐθείας the locus of the point is a given straight line, Id. ap. Papp.656.6,al.B [voice] Act., kindle, set on fire (i.e. by contact of fire), Hdt.8.52, etc. (so in [voice] Med., Call.Dian. 116); : metaph.,πυρσὸν ὕμνων Pi.I.4(3).43
:—[voice] Pass., to be set on fire, ; ὡς ἅφθη τάχιστα τὸ λήιον.. ἅψατο νηοῦ as soon as the corn caught fire, it set fire to the temple, Hdt.1.19; πυρῆς ἤδη ἁμμένης ib.86;ἧπται πυρί E.Hel. 107
.II ἅ. πῦρ kindle a fire, ib. 503:—[voice] Pass., ἄνθρακες ἡμμένοι red-hot embers, Th.4.100;δᾷδ' ἐνεγκάτω τις ἡμμένην Ar.Nu. 1490
, cf. Pl. 301. -
18 ὑποτίθημι
A place under,ὑπὸ κύκλα ἑκάστῳ πυθμένι θῆκεν Il.18.375
; τὰ φρύγαν' ὑ. puts the firewood under, Telecl.40; θεοῦ βάσεις ὑποτιθέντος putting legs or feet under them, Pl.Ti. 92a, cf. Arist.PA 686a34;σιδηρᾶς κανονίδας ὑ. Ph.Bel.57.11
, cf. 60.31, al.;ὑπὸ ποταμοὺς πολλοὺς.. πόλιν ὑ. Pl.Lg. 682c
;κύλικα ὑπὸ τὴν κλίνην IG12(5).593.21
(Iulis, v B. C.); ὀχετὸν ἐκποιήσαντι καὶ ὑποθέντι ib. 12.373.66;[φοίνικας] ὑ. X.Cyr.7.5.12
;ἀλεκτορίδι ὑ. τὰ ᾠά Arist.HA 564b3
; ἑαυτὴν [ τῷ ἄρρενι] ib. 540a11;ὑ. <τι> ὑπὸ τὸν ὀφθαλμόν Id.Pr. 874a9
; of a prancing horse,ὑ. τὰ ὀπίσθια σκέλη ὑπὸ τὰ ἐμπρόσθια X.Eq. 11.2
; τὰ ὄπισθεν σκέλη διὰ πολλοῦ ὑ. bring up his hind legs far apart from one another, ib.1.14;κατακλίνεται [ὁ λαγὼς] ὑποθεὶς τὰ ὑποκώλια ὑπὸ τὰς λαγόνας Id.Cyn.5.10
: metaph.,ὑποχειρίους τοῖς ἐχθροῖς ὑ. τὰς αὑτῶν πατρίδας Pl.Plt. 308a
; ἔστε ὑπέθηκε Ἀΐδᾳ until he handed him over to Hades, of a hound attacking a boar, PCair.Zen.532.11 (iii B. C.):—[voice] Med., place under one's feet, τι X.Cyr.8.1.41;τοὺς μηροὺς ὑφ' αὑτά Arist.IA 713a23
.b subjoin, enclose, append a document, (iii B. C.), cf. Sammelb.5675.2 (ii B. C.), etc.: so in [voice] Med., PLond.3.921.10 (ii/iii A. D.).II set before one, offer, suggest,τὴν ἐν φίλοις δικαιοτάτην ὑπόθεσιν ἔχω ὑποτιθέναι X.Cyr.5.5.13
; hold out hope,ὑποτιθεῖς τίν' ἐλπίδα; E.Or. 1186
, cf. X.HG4.8.28, D.23.58, Plu.2.256a, Lys. 23, Aristid.1.379 J.; ;ἡ εὐπραγία ὑ. ἰσχὺν τῆς ἐλπίδος Id.4.65
; ὑπέθηκας ὀρθῶς τοὺς λόγους, i. e. you have given good advice, E.IA 507; τὸν ὑποθέντα τὰς τέχνας γυναιξὶ τόνδε he who proposed these tricks to the women, Id.Ba. 675:—earlier in [voice] Med., suggest, ; , cf. Il.11.788;δόλον ὑπεθήκατο Hes.Th. 175
;ἄλλα μὲν αὐτὸς ἐνὶ φρεσὶ σῇσι νοήσεις, ἄλλα δὲ καὶ δαίμων ὑποθήσεται Od.3.27
;Κροῖσος ταῦτά οἱ ὑπετίθετο Hdt. 1.156
, cf. 3.36;ἔπεμψέ με σωτηρίην ὑποθησόμενον ὑμῖν, ἤν περ βούλησθε πείθεσθαι Id.5.98
, cf. 7.237; : c. dat. pers. only, advise, counsel, admonish one, Od.2.194, 5.143, Ar.Av. 1362, Lys. 522 (anap.), Pl.Chrm. 155d: with an Adv.,ἀλλά μοι εὖ ὑπόθευ Od. 15.310
, cf. Hdt.1.90;αὐτάρ τοι πυκινῶς ὑποθησόμεθ', αἴ κε πίθηαι Il. 21.293
.2 [voice] Med., in stronger sense, enjoin, ; of a doctor, Pl.Plt. 295c; of Nestor, Id.Hp.Ma.286b; [Μέττιος Ῥοῦφος] τῷ στρατηγῷ περὶ τούτου ὑπέθετο POxy. 237 vi 40
(ii A. D.); gloss on ἐπιστέλλει, Sch.S.OT 106; of Pythagoras,τὴν εἰς τὸ σπονδειακὸν μεταβολὴν ὑπέθετο τῷ αὐλητῇ Iamb.VP25.112
; (ii A. D.); δύο σκοποὺς ὑποθέσθαι τῆς φλεβοτομίας prescribe two conditions of (successful) venesection, Gal.15.765.3 [voice] Med., instruct, demonstrate, ; δεῖ ὑποθέσθαι τί λέγομεν τὸ βαρύ as a preliminary we must explain, Id.Cael. 269b20;ὑ. ὡς χρὴ μάχεσθαι Philostr.Her.10.5
;Φινεὺς.. τοῖς Ἀργοναύταις.. περὶ τῶν συμπληγάδων ὑπέθετο πετρῶν Apollod.1.9.22
;ὁ ὑποθέμενος αὐτῷ τὴν ἀνάγνωσιν Arr.Epict.1.26.13
, cf. 2.2.21;παλαισμάτων εἴδη ὁπόσα ἐστί, δηλώσει ὁ παιδοτρίβης, καιρούς τε ὑποθέμενος κτλ. Philostr.Gym.14
: c. acc. et inf.,ὑ. τῷ ἐπιεικεῖ παιδὶ ῥᾴδιον πεφυκέναι κτλ. Iamb.VP10.51
.III [voice] Med., propose to oneself as a task,πολεμιστήριον [ἵππον] ὑπεθέμεθα ὠνεῖσθαι X.Eq.3.7
;δεῖ ὑποτίθεσθαι κατ' εὐχήν, μηδὲν μέντοι ἀδύνατον Arist. Pol. 1265a17
; make up one's mind, adopt as a policy, ;τοῦθ' ὑπέθετο, δεινότατον πρᾶγμα, οἶμαι, ὅπως ἐν ἐκείνῳ εἴη.. φάναι And.1.39
;ἕνα τοῦτον ὑποθέμενος τὸν σκοπόν, ἅπαντας ἡμᾶς ἀγορεύειν κακῶς Luc.Pisc.7
;πρὶν τὴν ἀρχὴν ὀρθῶς ὑποθέσθαι, μάταιον ἡγοῦμαι περὶ τῆς τελευτῆς ὁντινοῦν ποιεῖσθαι λόγον D.3.2
:—[voice] Pass.,ὁ ὑποτεθεὶς σκοπός Arist.EN 1144a24
.2 propose to oneself as a subject of discussion or argument,ἀπ' ἐμαυτοῦ ἄρξωμαι καὶ τῆς ἐμαυτοῦ ὑποθέσεως, περὶ τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ ὑποθέμενος, εἴτε ἕν ἐστιν εἴτε μή [ἕν], τί χρὴ συμβαίνειν; Pl.Prm. 137b
, cf. Ti. 26a;ἵνα μὴ δοκῶ περὶ τὰ μέρη διατρίβειν, ὑπὲρ ὅλων τῶν πραγμάτων ὑποθέμενος Isoc. 4.51
, cf. 12.119;ὥσπερ ὑπεθέμην Thphr.Char.Prooem.5
;περὶ ἀέρος εἰπόντες, ὥσπερ ὑπεθέμεθα Arist.Mete. 340a23
, cf. Rh. 1432b5, Aeschin. 1.37, 2.102;ὑποθησόμεθα ταύτης ἀρχὴν τῆς βύβλου τὴν πρώτην διάβασιν ἐξ Ἰταλίας Ῥωμαίων Plb.1.5.1
:—[voice] Pass.,οἱ ὑποτεθέντες λόγοι Pl. Lg. 812a
.IV [voice] Med., assume as a preliminary,ταύτην μὲν δὴ πυρὸς ἀρχὴν καὶ τῶν ἄλλων σωμάτων ὑποτιθέμεθα Id.Ti. 53d
;ὑποθέμενος ἑκάστοτε λόγον.., ἃ μὲν ἄν μοι δοκῇ τούτῳ συμφωνεῖν, τίθημι ὡς ἀληθῆ ὄντα Id.Phd. 100a
;οἱ περὶ τὰς γεωμετρίας.. ὑποθέμενοι.. τὰ σχήματα,.. ποιησάμενοι ὑποθέσεις αὐτά Id.R. 510c
; ;ὃ ἐξ ἀρχῆς ὑπετιθέμεθα Id.Chrm. 171d
;ἐὰν ὡς ὂν ὑποθῇ ὃ ὑπετίθεσο Id.Prm. 136c
; ὑ. περί τινος ὡς ὄντος ib. 136b, cf. 137b, Plt. 284c;ὑ. ὡς τούτου οὕτως ἔχοντος Id.R. 437a
: c. acc. et inf., assume or suppose that.., Id.Phd. 100b, Prt. 339d: without inf., [ τὴν ἀρετὴν] διδακτὸν ὑ. assume it to be teachable, ib. 361b;τἀναντία οἷς ὑπεθέμην Id.Tht. 165d
; ὥσπερ ὑπέθου as you began by requiring, Id.R. 346b (referring to 336d):—[voice] Pass., esp. in [tense] aor. ὑπετέθην (cf.ὑπόκειμαι 11.2
), Id.Ti. 48e, 61d;τὰ ὑποτεθέντα Id.Prm. 136b
; τῶν καλῶν τι ἡ σωφροσύνη ὑπετέθη was assumed to be.., Id.Chrm. 160d (referring to 159c);τοῦτο δ' ἀδύνατον, ὥστε ψεῦδος τὸ ὑποτεθέν Arist.APr. 61a31
; εἰ τοῦτό τις ὑποτεθείη γινώσκειν if it were assumed that one knew this, Phld.Rh.2.17S.2 later, assume, suppose, estimate,παρέσομαι πρὸς ὑμᾶς, ὡς ὑποτίθεμαι, τῇ ιζ PCair.Zen.247.4
(iii B. C.); ὑποτιθεμένου τοῦ ποδὸς δραχμῆς the foot being reckoned at one drachma, Supp.Epigr.4.446.14 (Didyma, iii/ii B. C.), cf. PCair.Zen. 15r.34 (iii B. C.); τὸν χιλιάρουρον (sc. ἀμπελῶνα) ὑποτιθέμεθα ἐπὶ τὸ ἔλαττον we assess at the reduced sum, ib.361.9 (iii B. C.); νεώτερον αὐτὸν ὑ. put him down as younger, D.H.4.6; ταῦτα τὸν Ὅμηρον ὡς συστρατιώτην ἔφη εἰρηκέναι καὶ οὐχ ὡς ὑποτιθέμενον not as a composer of fiction, Philostr.Her.4.4.V [voice] Act., establish as a preliminary, premise, ταῦθ' ὑποθεὶς ἐπεῖπεν ὡς .. Aeschin.2.157; τοῦθ' ὑποθέντες ἀκούετε τῇ γνώμῃ, τί ἄν, εἴ τις ἔπασχε ταῦθ' ὑμῶν, ἐποίει after deciding in your own minds, D.21.108;ῥυθμοὺς καὶ σχῆμα ἐλευθέριον ὑποθεῖσαι μέλος ἢ λόγον ἐναντίον ἀποδοῦναι Pl.Lg. 669c
.2 represent as ὑποκείμενον (v.ὑπόκειμαι 11.8
),εἰ μή τις ἑτέραν ὑποθήσει τοῖς ἐναντίοις φύσιν Arist.Ph. 189a28
; [ἀρχὴν] ἄν τε μίαν ἄν τε πλείους Id.Metaph. 988a24
.VII put down as a deposit or stake, pawn, pledge, mortgage,τοῦτο τὸ ἐνέχυρον Hdt.2.136
; τὴν οἰκίαν, τὴν οὐσίαν, Isoc.21.2, D.28.17, 49.12; ὑπέθεσαν αὐτῷ τοῦ ταλάντου τὰς προσόδους mortgaged their revenues for the talent, Aeschin.3.104;τῷ πατρὶ τἀνδράποδα D.27.25
;δραχμὴν ὑπόθες Diph.73.2
;ὑποθέμενοι χρυσίον IG12.313.177
; τὴν οἰκίαν πωλοῦντα καὶ ὑποτιθέντα selling and mortgaging, i.e. having full ownership of, the house, PCair.Zen.588.1, cf. 9 (iii B. C.), PRyl.162.28 (ii A. D.); cf.ὑποθήκη 11
:—[voice] Med., of the mortgagee, lend money on pledge, D.28.18;ὑποθέσθαι τὰ σκεύη τῆς νεώς Id.50.55
:— but the [voice] Med. is used for the [voice] Act. in later writers, Plu.Cat.Mi.6:— for the [voice] Pass., ὑπόκειμαι is used, except in [tense] aor. 1, πόρους (revenues) ὑποκεῖσθαι αὐτοῖς τούς τε ὑποτεθέντας εἰς τὸ βουλευτήριον .. OGI46.10 (Halic., iii B. C.), cf. AJP56.375 (Colophon, iv B. C., [voice] Med. and [voice] Pass.); cf. τίθημι.2 stake, hazard, venture, ; τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς at his own risk, D.19.252; alsoἑαυτὸν ἔγγυον ὑποθείς Plu.Crass.7
;τὴν ψυχὴν ταῖς τύχαις Luc.Dem.Enc.41
;τὰ σὰ τοῖς ἐκτός Arr.Epict.2.2.12
; τὸν τράχηλον ib.4.1.77; ἑαυτὸν τῷ νόμῳ, i. e. risked the penalties of the law, Philostr.Gym.24;οὐδὲ αὑτοὺς ταύταις ὑποθήσομεν ταῖς αἰτίαις Jul.Or.3.112a
; νομίμοις ποιναῖς ὑποθεῖναι [ αὐτούς] PMasp.24.50 (vi A. D.); ἑαυτὸν [ ὀργῇ] Plu.Them.24;τοῖς κινδύνοις σφᾶς αὐτούς Aristid.1.467
J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτίθημι
См. также в других словарях:
γεωμετρίας — γεωμετρίᾱς , γεωμετρία geometry fem acc pl γεωμετρίᾱς , γεωμετρία geometry fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
κατασκευή — (Μαθημ.). Όρος που αναφέρεται κυρίως στον κλάδο της γεωμετρίας (κ. ενός σχήματος από ορισμένα γνωστά στοιχεία του) αλλά και σε άλλους κλάδους (κ. μιας λύσης μιας διαφορικής εξίσωσης). Προκειμένου για την επίλυση ενός μαθηματικού προβλήματος… … Dictionary of Greek
μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… … Dictionary of Greek
Σαλ, Μισέλ — (Chasles). Γάλλος μαθηματικός (Επερνόν 1793 – Παρίσι 1880). Απόχτησε μεγάλη φήμη το 1837, μετά τη δημοσίευση του έργου του Ιστορική επισκόπηση πάνω στην αρχή και την εξέλιξη των μεθόδων στη γεωμετρία. Χρημάτισε καθηγητής της γεωδαισίας και της… … Dictionary of Greek
αξίωμα — (Μαθημ.)Κάθε μαθηματική θεωρία κατασκευάζεται κατά τον ακόλουθο τρόπο: αναχωρεί κανείς από ένα σύνολο αφηρημένων στοιχείων, τα οποία είναι υποχρεωμένα να ικανοποιούν ορισμένες ιδιότητες που ονομάζονται α. της θεωρίας και οι οποίες χαρακτηρίζουν… … Dictionary of Greek
Ευκλείδης — I (330; – 275; π.Χ.). Μαθηματικός. Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για τη ζωή του. Αραβικές πηγές αναφέρουν ότι γεννήθηκε στην Τύρο της Συρίας και σπούδασε στην Αθήνα. Την εποχή της βασιλείας του Πτολεμαίου A’ τον κάλεσαν στην Αλεξάνδρεια για να… … Dictionary of Greek
θεμέλια των μαθηματικών — Κλάδος των μαθηματικών που αναλύει τις βασικές έννοιες των διαφόρων μαθηματικών θεωριών. Αυτό το είδος έρευνας, σήμερα αρκετά προχωρημένο, άρχισε από τα μέσα του 19ου αι. Η κριτική των θεμελίων της αριθμητικής έχει ιδιαίτερη σημασία για τον λόγο… … Dictionary of Greek
Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… … Dictionary of Greek
Χίλμπερτ, Ντάβιντ — (Hilbert, Κένιξμπεργκ, σήμερα Καλίνιγκραντ 1862 – Γκέτινγκεν 1943). Γερμανός μαθηματικός. Είναι ένας από τους θεμελιωτές της τάσης να αποδοθεί ο μαθηματικός συλλογισμός σε αξιώματα και γενικούς τύπους, η οποία εμφανίστηκε στα μαθηματικά του 20ού… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek