-
1 βράζω
1. μετ.1) кипятить; варить;βράζω νερό (γάλα) — кипятить воду (молоко);
βράζω κρέας — варить мясо;
2) тех варить (металл);2. αμετ. 1) прям., перен. кипеть; бурлить; вскипать;τό νερό βράζει — вода кипит;
θάλασσα βράζει — море бурлит;
η δουλειά βράζει — работа кипит;
βράζω από θυμό — выходить из себя, быть в ярости;
βράζω από το κακό μου — или βράζ από κακία — кипеть злобой;
βράζω ολόκληρος — во мне всё кипит;
έβρασε το σιμά μου у меня кровь закипела в жилах, я был вне себя (от ярости, гнева);βράζει το αίμα του — у него кровь играет (в жилах); — в нём кровь играет; — у него горячая кровь;
βράζει το στήθος του — у него клокочет в груди;
2) вариться, развариваться;αυτά τα φασόλια δεν βράζουν — эта фасоль не разваривается;
3) бродить, закисать;4) перен. перегреваться, раскаляться, накаляться;τό σπίτι βράζει απ' τη ζέστη — в доме невыносимая жара;
τό χώμα βράζει — земля горит от зноя;
5) кишеть; изобиловать;βράζει η μυίγα — мухи кишмя кишат;
βράζουν τα μήλα στην αγορά — на рынке полно яблок;
§ βράζω με το ζουμί μου — лопаться от злости, зависти;
βράζει η κερασιά απ' τα κεράσια — черешня вся усыпана плодами;
αυτόν βράσ' τον он пустое место;βράσ' τα Χαράλαμπε! дело дрянь!; να σε βράσω! да сгори ты совсем!, пропади ты пропадом!; να (τα) βράσω τα λεφτά σου! плевать мне на твой деньги!;καθένας βράζει με το ζουμί του — погов, у каждого свои заботы;
σ' ενα καζάνι βράζουμε — погов, варимся в одном котле; — одну лямку тянем
-
2 βράσσω
βράσσω, att. βράττω, so Plat. Soph. 226 b; Ar. bei Poll. 7, 24; fut. βράσω; 1) sieden, aufbrausen, bes. vom Meere, auswerfen, τί Theodorid. 1 (VI, 222); τινὰ εἰς ἠϊόνα Tull. Laur. 2 (VII, 294); ὀστέα βέβρασται Ant. Th. 61 (VII, 288); vgl. Nic. Al. 25. 359; ὕδωρ βρασσόμενον, aufsiedendes Wasser, Ap. Rh. 2, 323; so ϑάλασσα Opp. H. 2, 637, in heftige Bewegung gesetzt; ὑπὸ γέλωτος βράσσεσϑαι Luc. Eun. 12. – Hierher zog Aristarch die Stelle Iliad. 10, 226 βράσσων νόος, welches βράσσων er = βρασσόμενος, d. i. ταρασσόμενος nahm; s. über die Homerische Enallage der Genera des Verbs Friedlaender Aristonic. p. 2 sqq., und vgl. unter βραδύς, βραχύς und βράσσων. – 2) vom Getreide, worfeln, nach Plat. Tim. ἀνακινεῖν ὥσπερ οἱ τὸν σῖτον καϑαίροντες; s. Soph. 152 e; Geop.; vgl. ἔβρασεν Add. 1 (VI, 258). – 3) nach Poll. 5, 88 brummen, vom Bären.
-
3 ἐκβράζω
A throw out, cast on shore,ἐ. ποταμὸς περὶ τὰ χείλη χρυσίον Arist.Mir. 833b16
; of the sea, D.S.14.68, etc. ; ἑαυτὸν ἐκβράσαι, of a dolphin, Ael.NA6.15 :— [voice] Pass.,τὰ ἐκ τῆς θαλάσσης -βρασσόμενα βρυώδη Gp.2.22.2
; of ships, to be cast ashore,ἐς Κασθαναίην ἐξεβράσσοντο Hdt.7.188
, cf. 190, Ath. 6.259b; of persons, Plu.2.294f.III expel, drive out, LXXNe.13.28, 2 Ma.1.12 : metaph.,ὁ θυμὸς ἐ. τῆς ψυχῆς ἀκόλαστα ῥήματα Plu.2.456c
.IV intr. in [voice] Act., boil over, of water, Apollod.1.6.3 ; pullulate, of shoots,ἐκ μιᾶς ῥίζης Gp.2.6.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκβράζω
-
4 βράσσω
βράσσω, βράζωGrammatical information: v.Meaning: `shake violently, agitate, boil (up), winnow' (Ar.).Other forms: Att. βράττω, also ἐκ-βρήσσω (Gal.), aor. βρᾰ́σαι, ἐβράσθην, fut. βράσω, perf. βέβρασμαι. βράζειν `be boiling' τὸ ἡσυχῃ̃ ὀδύρεσθαι H.Derivatives: βρασμός `boiling', βράσμα `id.', βρασματίας `upheaving' (Posidon. a. o.; cf. μυκητίας σεισμός, σεισματίας Chantr. Form. 94f.), βράσις `boiling' (Orib.). - βράστης m. `earthquake' (Arist.), βραστήρ `winnowing-fan' (Gloss.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Bezzenberger BB 27, 152f. connected Latv. murdēt `boil up', Lith. mùrdau, mùrdyti `etwas im Wasser usw. rüttelnd behandeln'. Uncertain.Page in Frisk: 1,263Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βράσσω
-
5 βράζω
βράσσω, βράζωGrammatical information: v.Meaning: `shake violently, agitate, boil (up), winnow' (Ar.).Other forms: Att. βράττω, also ἐκ-βρήσσω (Gal.), aor. βρᾰ́σαι, ἐβράσθην, fut. βράσω, perf. βέβρασμαι. βράζειν `be boiling' τὸ ἡσυχῃ̃ ὀδύρεσθαι H.Derivatives: βρασμός `boiling', βράσμα `id.', βρασματίας `upheaving' (Posidon. a. o.; cf. μυκητίας σεισμός, σεισματίας Chantr. Form. 94f.), βράσις `boiling' (Orib.). - βράστης m. `earthquake' (Arist.), βραστήρ `winnowing-fan' (Gloss.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Bezzenberger BB 27, 152f. connected Latv. murdēt `boil up', Lith. mùrdau, mùrdyti `etwas im Wasser usw. rüttelnd behandeln'. Uncertain.Page in Frisk: 1,263Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βράζω
См. также в других словарях:
βράζω — έβρασα, βράστηκα, βρασμένος 1. μτβ., υποβάλλω σε βρασμό, ψήνω: Βράζω πάντα το γάλα πριν το πιω. 2. αμτβ., κοχλάζω, ψήνομαι: Το νερό βράζει στους εκατό βαθμούς Κελσίου. 3. βρίσκομαι στη ζύμωση, ζυμώνομαι: Ο μούστος βράζει. 4. μτφ., θυμώνω πολύ:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βράζω — (AM βράζω) υποβάλλω κάτι σε βρασμό, το κάνω να βράσει μσν. νεοελλ. 1. βρίσκομαι μέσα σε υγρό σε κατάσταση βρασμού 2. θερμαίνομαι πολύ 3. (για μέταλλο) πυρακτώνομαι 4. (για οίνο) υφίσταμαι ζύμωση 5. αναδεύομαι, αναταράσσομαι 6. αγανακτώ, οργίζομαι … Dictionary of Greek
ξεσκάζω — και ξεσκάω και ξεσκάνω 1. απαλλάσσομαι από έγνοιες και φροντίδες, ψυχαγωγούμαι, διασκεδάζω («θα πάω έναν περίπατο για να ξεσκάσω») 2. σκάζω, ανοίγω με το βράσιμο («θα βράσω καλά το σιτάρι, ώσπου να ξεσκάσει»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σκάζω / σκάνω … Dictionary of Greek
μουλιάζω — μούλιασα, μουλιασμένος, μουσκεύω: Μούλιασα τα φασόλια πριν τα βράσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)