Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αποσπώμαι

  • 1 αποσπώμαι

    ἀποσπάω
    tear: pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
    ἀποσπάω
    tear: pres ind mp 1st sg
    ἀποσπάω
    tear: pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
    ἀποσπάω
    tear: pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
    ἀποσπάω
    tear: pres ind mp 1st sg

    Morphologia Graeca > αποσπώμαι

  • 2 ἀποσπῶμαι

    ἀποσπάω
    tear: pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
    ἀποσπάω
    tear: pres ind mp 1st sg
    ἀποσπάω
    tear: pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
    ἀποσπάω
    tear: pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
    ἀποσπάω
    tear: pres ind mp 1st sg

    Morphologia Graeca > ἀποσπῶμαι

  • 3 оторваться

    αποσπώμαι, κόβομαι
    ••

    оторва́тьсяся от земли́ (о самолёте)απογειώνομαι

    Русско-греческий словарь > оторваться

  • 4 отвлекать

    отвлекать, отвлечь αποσπώ, απομακρύνω· \отвлекать внимание αποσπώ την προσοχή \отвлекаться αφαιρούμαι* αποσπώμαι, απομακρύνομαι* \отвлекаться от темы αποσπώμαι από το θέμα
    * * *
    = отвлечь
    αποσπώ, απομακρύνω

    отвлека́ть внима́ние — αποσπώ την προσοχή

    Русско-греческий словарь > отвлекать

  • 5 отвлекаться

    αφαιρούμαι; αποσπώμαι, απομακρύνομαι

    отвлека́тьсяся от те́мы — αποσπώμαι από το θέμα

    Русско-греческий словарь > отвлекаться

  • 6 отвлекаться

    отвлекать||ся
    1. ἀποσπῶμαι, ξεχνῶ, ἀφαι-ροϋμαι:
    \отвлекатьсяся от работы ἀποσπῶμαι ἀπό τήν ἐργασία μου· \отвлекатьсяся от мысли ξεχνῶ τήν σκέψη·
    2. филос. ἀφαιρούμαι.

    Русско-новогреческий словарь > отвлекаться

  • 7 отделяться

    отделять||ся
    1. ἀποχωρίζομαι, ἀποσπῶμαι:
    \отделятьсяся от толпы χωρίζομαι ἀπό τό πλήθος·
    2. мед., хим. ἀποχωρίζομαι·
    3. (изолироваться) ἀπομονώνομαι, ἀπομονοῦμαι / ἀποσπῶμαι, (άπο)χωρίζομαι (при разделе имущества).

    Русско-новогреческий словарь > отделяться

  • 8 отрываться

    отрыв||аться
    несов
    1. κόβομαι, ἀπο-σπῶμαι, ξεκολλώ (άμετ.)·
    2. (переставать заниматься) ἀποσπώμαν
    3. (терять связь) ἀποσπώμαι:
    \отрываться от масс ἀποσπώμαι ἀπό τίς μάζες· самолет \отрыватьсяается от земли τό ἀεροπλάνο ἀπογειώνεταί ◊ не \отрыватьсяаясь χωρίς νά ἀποσπασθώ.

    Русско-новогреческий словарь > отрываться

  • 9 αποσπώ

    (α) (αόρ. απέσπασα) μετ.
    1) срывать;

    αποσπώ χειροκροτήματα — срывать аплодисменты;

    2) прям., перен. отрывать;

    αποσπώ από τη δουλειά — отрывать от работы;

    3) вырвать, добиться;

    αποσπ- ομολογία — вырвать признание;

    4) отделять; отламывать; откалывать;
    5) отвлекать (от чего-л); 6) перен. временно переводить (по службе);

    αποσπώμαι

    1) прям., перен. — отрываться;

    αποσπωμαι από τίς μάζες — отрываться от масс;

    2) отделяться; отламываться; откалываться;
    3) отвлекаться (от чего-л.); 4) временно перевестись (по службе)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αποσπώ

  • 10 оторвать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. оторвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оторванный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κόβω, αποκόπτω τραβώντας, τεντώνοντας•

    оторвать нитку κόβω την κλωστή•

    оторвать пуговицу κόβω το κουμπί.

    || κόβω, αποκόπτω•

    снарядом -ло ногу το βλήμα του έκοψε το πόδι•

    машиной -ло руку η μηχανή του έκοψε το χέρι.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) αποσπώ, παίρνω, (απο)τραβώ.
    3. χωρίζω•

    оторвать дети от матери αποσπώ τα παιδιά από τη μάνα.

    || μτφ. απομακρύνω, απομονώνω, ξεκόβω•

    он был оторван от жизни ήταν ξεκομμένος από τη ζωή.

    εκφρ.
    оторвать от себя – κόβω από τον εαυτόμου (στερώ τον εαυτό μου)•
    с руками оторвать – (απλ.) αρπάζω, αποσπώ (με τα χέρια) κάτι αξιοζήλευτο.
    1. αποκόπτομαι, κόβομαι. || κυρλξ. κ. μτφ. αποσπώμαι. || ξεκολλώ.
    2. μτφ. ξεκόβομαι, απομονώνομαι•

    оторвать от масс ξεκόβομαι από τις μάζες•

    оторвать от жизни ξεκόβομαι από τη ζωή.

    3. αφίπταμαι, αποσπώμαι•

    самолёт оторватьлся от земли το αεροπλάνο απογειώθηκε.

    εκφρ.
    сердце -лось; -лось в сердце (в груди)βλ. έκφραση στη λ. оборваться.

    Большой русско-греческий словарь > оторвать

  • 11 выделяться

    1. (о металле при электролизе на аноде или катоде) κατακάθομαι, εμφανίζομαι 2. (обособляться, отделяться) ξεχωρίζω, αποσπώμαι 3. (отличаться) αναδεικνύομαι, διακρίνομαι 4. физиол. εκκρίνομαι 5. хим. εκλύομαι, απελευθερώνομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выделяться

  • 12 оторвать

    оторвать αποσπώ· \оторвать пуговицу κόβω το κουμπί \оторваться αποσπώμαι, κόβομαι ◇ \оторваться от земли (о самолёте) απογειώνομαι
    * * *

    оторва́ть пу́говицу — κόβω το κουμπί

    Русско-греческий словарь > оторвать

  • 13 отваливаться

    отваливать||ся
    ἀποσπώμαι, ξεκολλάω.

    Русско-новогреческий словарь > отваливаться

  • 14 откалываться

    откалывать||ся
    1. ἀποσπώμαι·
    2. перен ξεκόβω.

    Русско-новогреческий словарь > откалываться

  • 15 отклеиваться

    отклеивать||ся
    ξεκολλιέμαι, ἀποσπώμαι.

    Русско-новогреческий словарь > отклеиваться

  • 16 отлетать

    отлетать
    несов, отлететь сов ί. (улетать) ἀφίπταμαι, πετώ:
    самолет отлетает в три часа τό ἀεροπλάνον ἀναχωρεῖ στις τρεις ἡ ὠρα·
    2. (отдаляться) ἀπομακρύνομαι:
    самолет отлетел на 100 километров τό ἀεροπλάνον ἀπομακρύνθηκε ἐκατό χιλιόμετρα·
    3. (отскакивать) разг πετώ (άμετ.), ἀναπηδώ·
    4. (отпадать, отрываться) πέφτω, ἀποσπώμαι /. ξεκολνώ (отклеиться).

    Русско-новогреческий словарь > отлетать

  • 17 отставать

    отстава||ть
    несов
    1. прям.,перен (оставаться позади) μένω πίσω, καθυστερώ, ὑστερώ:
    не \отставатьть от кого-л. прям., перен μένω πίσω, καθυστερώ· \отставатьть от поезда χάνω τό τραίνο· \отставатьть в выполнении пла́на καθυστερώ στήν ἐκπλήρωση τοῦ πλάνου·
    2. перен καθυστερώ, εἶμαι καθυστερημένος:
    \отставатьть в учебе εἶμαι καθυστερημένος στά μαθήματα· \отставатьть в развитии εἶμαι καθυστερημένος στήν ἀνάπτυξη μου· \отставатьть от жизни μένω πίσω ἀπό τήν ζωή·
    3. (отделяться, отваливаться) ἀποκολλῶμαι, ἀποσπῶμαι, ξεκολ-νῶ:
    обои отстают ὁ£ ταπετσαρίες ξεκολ-λοῦν
    4. (о часах) πηγαίνω πίσω·
    5. (отвыкать) уст. ξεσυνηθίζω, ἐγκαταλείπω:
    \отставатьть от привычек ξεσυνηθίζω, κόβω τίς συνήθειες μου·
    6. (переставать надоедать) разг ἀφήνω· ήσυχο, παρατῶ:

    Русско-новогреческий словарь > отставать

  • 18 отцепиться

    отцепить||ся
    1. ἀποσπῶμαι, διαχωρίζομαι, ξεγαντζώνομαι·
    2. перен (оставлять в покое) разг παρατώ κάποιον, ἀφήνω κάποιον ήσυχο.

    Русско-новогреческий словарь > отцепиться

  • 19 расцепиться

    расцепить||ся
    ξεγαντζώνομαι, ἀποσπώμαι.

    Русско-новогреческий словарь > расцепиться

  • 20 слезать

    слезать
    несов
    1. κατεβαίνω, κατέρχο-Ι-αι:
    \слезать с лошади ξεπεζεύω, (ξεκαβαλλι-Κεύω) τό ἄλογο·
    2. (выходить из трамвая и т. п.) разг βγαίνω, κατεβαίνω· * разг ἀποσπώμαι, πέφτω (άμετ.), βγαίνω (о коже) I ξεβάφω, ξεθωριάζω (о краске и т. п.).

    Русско-новогреческий словарь > слезать

См. также в других словарях:

  • αποσπώμαι — αποσπώμαι, αποσπάστηκα, αποσπασμένος βλ. πίν. 72 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀποσπῶμαι — ἀποσπάω tear pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἀποσπάω tear pres ind mp 1st sg ἀποσπάω tear pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) ἀποσπάω tear pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἀποσπάω tear pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυποσπώμαι — άομαι, Α αποσπώμαι σταδιακά και μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑποσπῶμαι «αποσπώμαι, αποσύρομαι»] …   Dictionary of Greek

  • αποθραύω — ἀποθραύω (Α) 1. κόβω, τσακίζω (συνήθως κάτι που προεξέχει) 2. ( ομαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι από κάτι 3. φρ. «ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας» χάνω την υπόληψη μου …   Dictionary of Greek

  • αποθρώσκω — ἀποθρῴσκω (Α) 1. πηδώ έξω από πλοίο («...νηός, ἀπὸ νηός»), κάτω από άλογο («...ἀπὸ τῶν ἵππων») 2. εκτινάσσομαι από τη νευρά του τόξου (για βέλος) 3. βγαίνω, ξεπροβάλλω («καὶ καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης») 4. (για βράχο) αποσπώμαι και… …   Dictionary of Greek

  • απολύω — κ. απολάω, αμπολάω, απολνώ, αμολάω (AM ἀπολύω) 1. παύω κάποιον από την εργασία ή την υπηρεσία του 2. αφήνω ελεύθερο από την υπηρεσία στον στρατό 3. διαλύω, διατάζω να διαλυθεί (στράτευμα) νεοελλ. 1. αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω 2. φρ. «απολάω… …   Dictionary of Greek

  • απορρηγνύω — ἀπορρηγνύω κ. νυμι (AM) [ρηγνύω κ. νυμι] ξεσπώ αρχ. 1. κόβω, αποκόπτω, αποσπώ 2. κάνω ή αφήνω κάτι να ξεσπάσει 3. ( μαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι 4. διασπώμαι, διαχωρίζομαι 5. (μτχ. πρκ.) ὁ ἀπερρωγώς παραλυμένος ακόλαστος 6. (μτφ., φρ.) «πνεῡμ… …   Dictionary of Greek

  • απορφανίζω — (AM ἀπορφανίζω) ( ομαι) γίνομαι ορφανός νεοελλ. ενεργ. καθιστώ κάποιον ορφανό αρχ. ( ομαι) αποσπώμαι από κάτι, στερούμαι …   Dictionary of Greek

  • αποσχίζω — κ. σκίζω (AM ἀποσχίζω) 1. σχίζω, αποσπώ βίαια, αποχωρίζω 2. ( ομαι) αποχωρίζομαι, αποσπώμαι (κυρίως από την Εκκλησία), γίνομαι σχισματικός νεοελλ. 1. σκίζω εντελώς, ολοκληρώνω το σκίσιμο 2. ( ομαι) μεταβαίνω από μια πολιτική παράταξη σε άλλη,… …   Dictionary of Greek

  • αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»