-
1 порезаться
-
2 обрываться
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обрываться
-
3 dilinmek
κόβομαι σε λωρίδες -
4 отрезать
отрезать 1-жу, -жешьρ.σ.μ.1. αποκόπτω, εκτέμνω, κόβω•отрезать кусок хлеба κόβω ένα κομμάτι ψωμί.
|| κόβω με το πριόνι, πριονίζω•отрезать доску κόβω τη σανίδα με το πριόνι.
2. παραχωρώ κομμάτι γης δίνω ως κλήρο.3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι, χάνω τη σύνδεση, επαφή.4. μτφ. φράζω, εμποδίζω, κόβω•отрезать пути отступления κόβω τους δρόμους υποχώρησης•
все дороги отрезаны όλοι οι δρόμοι κόπηκαν.
5. απαντώ απότομα, διακόπτω, αντικόβω.εκφρ.как ножом отрезать – λέγω κατηγορηματικά και αμετάκλητα, κόβω με το μαχαίρι•как (ножом) -ло – κόπηκε οριστικά, μια και καλή•- занный ломоть – ξεκομμένος από την οικογένεια ή την κολλεχτίβα.αποκόπτομαι, κόβομαι.отрезать 2ρ.δ.βλ. отрезать.1. αποκόπτομαι, αποκόβομαι, αποτέμνομαι. || πριονίζομαι, κόβομαι με το πριόνι.2. (για γη) κόβομαι, χωρίζομαι σε τεμάχια.3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι, χάνω τη σύνδεση,την επαφή.4. φράζομαι, κόβομαι, εμποδίζομαι. -
5 κόβω
(παθ. αόρ. κόπηκα) 1. μετ.1) резать, разрезать; рассекать; срезать, отрезать, обрезать; 2) прям., перен. рвать, разрывать;κόβω τίς σχέσεις — разрывать отношения;
3) рвать, срывать (цветы, фрукты);4) урезать, сокращать, уменьшать; δεν έκοψε οδτε λεπτό он не сделал скидки ни на одну лепту; 5) обрезать, порезать, поранить; 6) стричь (волосы, ногти);κόβ τα μαλλιά μου — стричься;
7) кроить (одежду, обувь);8) рубить (лес); 9) чеканить (монету); 10) молоть, размалывать (кофе и т. п.); 11) бросить, прекращать (курение и т. п.); 12) прекращать подачу (воды, газа и т. п.), перекрывать (воду, газ и т. п.); отрезать (свет); 13) назначать (сумму);κόβ τιμή — назначать, определять цену;
14) отнимать, отбивать (охоту к чему-л.);κόβ την όρεξη — отбивать аппетит;
κόβω την δίψα — утолять жажду;
15) резать, причинять боль; жать (о ботинках и т. п.);τό σχοινί μού κόβει τα δάχτυλα — верёвка режет пальцы;
16) απρόσ.:τί σε κόβει; — какое тебе дело?;
αυτό με κόβει πολύ — это меня очень интересует;
πόσο κόβει αυτό; — сколько это стоит?;
§ κόβω καρφιά — дрожать от холода;
κόβω χρήματα ( — или παράδες) — много зарабатывать;
κόβω δρόμο — а) срезать путь;
б) покрывать большое расстояние; много ходить;κόβω δεξιά (αριστερά) — поворачивать вправо (влево);
κόβω πολλές ψευτιές — много врать;
κόβω καί ράβω — а) самовольничать, делать всё, что заблагорассудится; — б) много болтать;
του κόψανε χίλιες δραχμές μισθό ему назначили жалованье тысячу драхм;αυτή η δουλειά κόβει γόνατα — эта работа валит с ног;
εδώ μας έκοψε το κρύο здесь нас насквозь пронизал холод;μου κοψες το αίμα (или τη χολή) ты меня здорово напугал; με κόψανε στα χαρτιά маня обставили в карты; 2. αμετ. резать, быть годным для рёзанья;δεν κόβει το μαχαίρι — нож не режет;
§ κόβει το μυαλό ( — или τό κεφάλι) του — он хорошо соображает, голова у него хорошо работает;
κόβει η γλώσσα του — у него язык хорошо подвешен;
έκοψε το γάλα молоко свернулось;έκοψε το κρασί вино прокисло; τό χρώμα έκοψε краска вылиняла; έκοψε το κρύο (ο αέρας) холод (ветер) спал; κόφτο! прекрати!; κόφτο από δώ уходи отсюда, убирайся, проваливай;1) — надрываться, стараться изо всех сил;κόβομαι
κόβομαι όλη την ημέρα στα τρεξίματα — быть целый день в бегах;
2) важничать, надуваться;3) успокаиваться, стихать (о ветре, буре); κόπηκε ο άνεμος ветер стих; 4) ухаживать (за женщиной); интересоваться (женщинами); 5) обрезаться, порезаться; κόπηκα στο ξύρισμα я брился и порезался; 6) прекращаться, истощаться, иссякать; κόπηκε η αναπνοή μου у меня перехватило дыхание; κόπηκε η φωνή μου у меня пропал голос; κόπηκε η όδρεξή μου у меня пропал аппетит; κόπηκαν τα πόδια μου или μου κόπηκαν τα πόδια у меня отнялись ноги, я без ног (от усталости); 7) сокращаться, уменьшаться; μου κόπηκε ο πυρετός температура у меня понизилась; 8) рваться, лопаться; § μου κόπηκαν τα ήπατα а) я здорово испугался; б) мой силы иссякли; μου κόπηκαν τα γόνατα ноги у меня подкосились; κόπηκα στα εξοδα я понёс большие расходы -
6 перервать
-рву, -вёшь, παρλθ. χρ. перервал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ., χρ. перерванный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. κόβω•-нитку, шнур κόβω την κλωστή, το σχοινί.
2. (κατα)σχίζω (όλα, πολλά)•перервать все бумаги σχίζω όλα τα χαρτιά.
3. διακόπτω•я вас -рву на минуту θα σας διακόψω για ένα λεπτό•
перервать телефонную связь διακόπτω την τηλεφωνική επικοινωνία (σύνδεση).
1. κόβομαι•лента -лась η ταινία κόπηκε.
2. κόβομαι (για όλα, πολλά).3. διακόπτομαι• -
7 рвать
рвать 1рву, рвёшь, παρλθ. χρ. рвал-ла, рвалоρ.δ.μ.1. τραβώ δυνατά, απότομα•не рви из рук μη τραβάς από τα χέρια.
|| βγάζω, παρασύρω• αποσπώ•буря с корнем рвёт деревья η θύελλα ξεριζώνει τα δέντρα•
рвать гвозди βγάζω τα καρφιά.
|| κόβω• μαζεύω•рвать цветы κόβω λουλούδια•
рвать ветки κόβω κλαδιά.
2. (ξε)σχιζω, κάνω κομμάτια•рвать письмо ξεσχίζω το γράμμα•
собаки его -ли τα σκυλιά τον ξέσχιζαν.
3. μτφ. διακόπτω•рвать отношения κόβω σχέσεις.
4. ανατινάζω• σπάζω•здесь в прошлом году -ли камни εδώ πέρυσι έσπαζαν πέτρες με φουρνέλα.
5. πονώ, μου πονά δυνατά, με σφάζει(οπόνος).6. (απλ.) βλ. рвануть (4 σημ.).εκφρ.рвать горло ή глотку – (απλ.) ξελαρυγγίζομαι (φωνάζοντας, τραγουδώντας κ.τ.τ.)• рвать зубы βγάζω τα δόντια (τραβώντας)•рвать и метать – είμαι φουρκισμένος, εξαγριωμένος, εξοργιμένος.1. με τραβά απότομα.2. ξεσχίζομαι, γίνομαι κομμάτια.3. κόβομαι•телефонная линия ежедневно -лась η τηλεφωνική γραμμή κάθε μέρα κόβονταν.
4. μτφ. διακόπτομαι•отношения -лись οι σχέσεις διακόπτονταν.
5. σκάζω•рядом -лись снаряды δίπλα έσκαζαν οβίδες.
6. επιζητώ να ορμήσω, να ριχτώπροσπαθώ πολύ, κόβομαι•рвать в бой θέλω πολύνα ριχτώ στη μάχη•
ребёнок -лся к матери το παιδάκι κόβονταν για να πάει στη μάνα.
|| μτφ. τείνω, έχω τάση για κάτι.рвать 2рвёт, παρλθ. χρ. рвало ρ.σ.(απρόσ.) κάνω εμετό, (εξ)εμώ. -
8 перерваться
1. (разорваться) κόβομαι, σχίζομαι 2. (прекратиться, приостановиться, прерваться) διακόπτομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перерваться
-
9 оторвать
оторвать αποσπώ· \оторвать пуговицу κόβω το κουμπί \оторваться αποσπώμαι, κόβομαι ◇ \оторваться от земли (о самолёте) απογειώνομαι* * *оторва́ть пу́говицу — κόβω το κουμπί
-
10 оторваться
-
11 порезать
порезать (поранить) κόβω; я порезал руку έκοψα το χέρι μου \порезаться κόβομαι* * *( поранить) κόβωя поре́зал ру́ку — έκοψα το χέρι μου
-
12 лопаться
лопатьсянесов, лопнуть сов1. (давать трещину) ραγίζω, σκάζω·2. (разрываться) σκάω, σκάζω, σκάνω (о мяче и т. ἡ.)Ι κόβομαι, σπάζω (άμετ.) (о веревке и т. п.)·3. перен (о деле, предприятии) χρεωκοπῶ, φαλλίρω, ἀποτυγχάνω:банк лопнул ἡ τράπεζα φαλλί-ρισε, ἡ τράπεζα χρεωκόπησε· ◊ у него́ терпенье ло́пи́уло ἐξαντλήθηκε ἡ ὑπομονή тои^лопнуть со злости разг σκάνω ἀπ' τό κακό μου· лопнуть со́ смеху σκάνω στά γέλια. -
13 надрываться
надрыв||аться1. σχίζομαι, μισοσχί-ζομαι·2. (переутомляться) κοψομεσιάζομαι, τσακίζομαι, κόβομαι· ◊ \надрыватьсяаться от смеха ξεκαρδίζομαι στά γέλια· сердце \надрыватьсяается ματώνει ἡ καρδιά μου, ραγίζει ἡ καρδιά μου. -
14 обрезаться
обрезать||сяκόβομαι, κόπτομαι. -
15 обрываться
обрывать||ся1. (рваться) σχίζομαι, σπάνω, κόβομαι·2. (срываться, падать) γκρεμίζομαι, κρημνίζομαι· 3, (прерываться, прекращаться \обрываться о голосе, спорах и т. п.) σταματώ, διακόπτομαι. -
16 отрываться
отрыв||атьсянесов1. κόβομαι, ἀπο-σπῶμαι, ξεκολλώ (άμετ.)·2. (переставать заниматься) ἀποσπώμαν3. (терять связь) ἀποσπώμαι:\отрываться от масс ἀποσπώμαι ἀπό τίς μάζες· самолет \отрыватьсяается от земли τό ἀεροπλάνο ἀπογειώνεταί ◊ не \отрыватьсяаясь χωρίς νά ἀποσπασθώ. -
17 перетираться
перетирать||ся(о веревке и т. п.) τρίβομαι, λειώνω, φθείρομαι, κόβομαι. -
18 переусердствовать
переусердствоватьсов κόβομαι, τσακίζομαι, δείχνω ὑπερβολικό ζήλο. -
19 порезаться
пореза||тьсяκόβομαι, κόπτομαι. -
20 пресекаться
пресе||каться(о голосе) κόβομαι.
См. также в других словарях:
κόβομαι — κόβομαι, κόπηκα, κομμένος βλ. πίν. 171 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αγουροφτάνω — αν και κόβομαι άγουρος, ωριμάζω κάπως … Dictionary of Greek
διαμερίζω — (AM διαμερίζω) διαχωρίζω, χωρίζω κάτι στα μέρη που τό αποτελούν αρχ. 1. μεσ. διαμερίζομαι διαμοιράζω («διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά του» μοίρασαν τα ρούχα του μεταξύ τους) 2. παθ. διαμερίζομαι α) αποχωρίζομαι από κάποιον λόγω έχθρας β) κόβομαι σε… … Dictionary of Greek
κερματούμαι — κερματοῡμαι, όομαι (Α) [κέρμα] κερματίζομαι, κόβομαι σε κέρματα, σε μικρά τεμάχια … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
λωθροκόβομαι — (για πεταλωμένο υποζύγιο) τραυματίζομαι στο πόδι από λώθρα που δεν έχει κοπεί καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώθρα «οξύ μέρος τών καρφιών» + κόβομαι] … Dictionary of Greek
μακελλεύω — και μακελλεύγω (AM μακελλεύω, Μ και μακελλεύγω) [μάκελλον] νεοελλ. 1. κακοποιώ, δέρνω 2. μέσ. μακελλεύομαι κόβομαι, τραυματίζομαι βαριά* || (νεοελλ. μσν.) σφάζω, σκοτώνω μσν. διαμελίζω, ξεσχίζω, κομματιάζω αρχ. έχω κρεοπωλείο, είμαι κρεοπώλης … Dictionary of Greek
μαχαιροσκοτώνομαι — σκοτώνομαι με μαχαίρι ή κόβομαι με μαχαίρι («πολλούς γιαράδες έγιανα μαχαιροσκοτωμένους», δηλ. τραγούδι) … Dictionary of Greek
περικόπτω — ΝΜΑ και περικόβω Ν νεοελλ. 1. αφαιρώ μέρη από ένα σύνολο, λ.χ. από κείμενο, κινηματογραφική ταινία κ.λπ. 2. μειώνω, ελαττώνω, περιστέλλω περιορίζω νεοελλ. αρχ. κόβω κάτι ολόγυρα, στις άκρες, ακρωτηριάζω, κολοβώνω, κουτσουρεύω μσν. αρχ. αναχαιτίζω … Dictionary of Greek
περισκάπτω — ΝΜΑ νεοελλ. σκάβω τάφρο γύρω από έναν χώρο μσν. αρχ. 1. σκάβω γύρω γύρω 2. παθ. περισκάπτομαι α) ανασκάπτομαι β) (για έλικα κοχλία) περικόπτομαι, κόβομαι γύρω γύρω … Dictionary of Greek