Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

αποσπώμαι

  • 1 αποσπώμαι

    ἀποσπάω
    tear: pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
    ἀποσπάω
    tear: pres ind mp 1st sg
    ἀποσπάω
    tear: pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
    ἀποσπάω
    tear: pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
    ἀποσπάω
    tear: pres ind mp 1st sg

    Morphologia Graeca > αποσπώμαι

  • 2 ἀποσπῶμαι

    ἀποσπάω
    tear: pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
    ἀποσπάω
    tear: pres ind mp 1st sg
    ἀποσπάω
    tear: pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
    ἀποσπάω
    tear: pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
    ἀποσπάω
    tear: pres ind mp 1st sg

    Morphologia Graeca > ἀποσπῶμαι

См. также в других словарях:

  • αποσπώμαι — αποσπώμαι, αποσπάστηκα, αποσπασμένος βλ. πίν. 72 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀποσπῶμαι — ἀποσπάω tear pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἀποσπάω tear pres ind mp 1st sg ἀποσπάω tear pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) ἀποσπάω tear pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἀποσπάω tear pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυποσπώμαι — άομαι, Α αποσπώμαι σταδιακά και μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑποσπῶμαι «αποσπώμαι, αποσύρομαι»] …   Dictionary of Greek

  • αποθραύω — ἀποθραύω (Α) 1. κόβω, τσακίζω (συνήθως κάτι που προεξέχει) 2. ( ομαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι από κάτι 3. φρ. «ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας» χάνω την υπόληψη μου …   Dictionary of Greek

  • αποθρώσκω — ἀποθρῴσκω (Α) 1. πηδώ έξω από πλοίο («...νηός, ἀπὸ νηός»), κάτω από άλογο («...ἀπὸ τῶν ἵππων») 2. εκτινάσσομαι από τη νευρά του τόξου (για βέλος) 3. βγαίνω, ξεπροβάλλω («καὶ καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης») 4. (για βράχο) αποσπώμαι και… …   Dictionary of Greek

  • απολύω — κ. απολάω, αμπολάω, απολνώ, αμολάω (AM ἀπολύω) 1. παύω κάποιον από την εργασία ή την υπηρεσία του 2. αφήνω ελεύθερο από την υπηρεσία στον στρατό 3. διαλύω, διατάζω να διαλυθεί (στράτευμα) νεοελλ. 1. αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω 2. φρ. «απολάω… …   Dictionary of Greek

  • απορρηγνύω — ἀπορρηγνύω κ. νυμι (AM) [ρηγνύω κ. νυμι] ξεσπώ αρχ. 1. κόβω, αποκόπτω, αποσπώ 2. κάνω ή αφήνω κάτι να ξεσπάσει 3. ( μαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι 4. διασπώμαι, διαχωρίζομαι 5. (μτχ. πρκ.) ὁ ἀπερρωγώς παραλυμένος ακόλαστος 6. (μτφ., φρ.) «πνεῡμ… …   Dictionary of Greek

  • απορφανίζω — (AM ἀπορφανίζω) ( ομαι) γίνομαι ορφανός νεοελλ. ενεργ. καθιστώ κάποιον ορφανό αρχ. ( ομαι) αποσπώμαι από κάτι, στερούμαι …   Dictionary of Greek

  • αποσχίζω — κ. σκίζω (AM ἀποσχίζω) 1. σχίζω, αποσπώ βίαια, αποχωρίζω 2. ( ομαι) αποχωρίζομαι, αποσπώμαι (κυρίως από την Εκκλησία), γίνομαι σχισματικός νεοελλ. 1. σκίζω εντελώς, ολοκληρώνω το σκίσιμο 2. ( ομαι) μεταβαίνω από μια πολιτική παράταξη σε άλλη,… …   Dictionary of Greek

  • αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»