-
1 απομακρυνω
-
2 απομακρύνω
(αόρ. απεμάκρυνα) μετ. отстранять, удалять; убирать прочь;απομακρύνω τα εμπόδια — устранять препятствия;
1) — удаляться;απομακρύνομαι
уходить;уезжать, отъезжать; ретироваться (уст.); 2) отстраняться; увольняться, уходить; 3) отходить (о войсках) -
3 απομακρύνω
I.abbringen [räumlich]II.wegführen -
4 άπομακρύνω
-
5 απομακρύνω
[апомакрино] р. отдалять, держать вдали,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απομακρύνω
-
6 απομακρύνω
[апомакрино] ρ отдалять, держать вдали. -
7 удалить
-лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удаленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. απομακρύνω, ξεμακραίνω• αποτραβώ• αποσύρω•-мишень на двадцать метров απομακρύνω το στόχο είκοσι μέτρα•
удалить предмет от глаз απομακρύνω το αντικείμενο από τα μάτια.
|| μτφ. παλ. • απομονώνω•его -ли от других τον απομάκρυναν από τους άλλους.
|| μτφ. κρατώ σε απόσταση•он -ил от себя свою жену αυτός κράτησε σε απόσταση τη γυναίκα του.
2. διώχνω, βγάζω έξω, πετώ•удалить ненужные вещи из комнаты βγάζω έξω από το δωμάτιο τα άχρηστα πράγματα.
|| εξάγω• απαλείφω•удалить зуб βγάζω το δόντι•
удалить пятно с материи βγάζω το λεκέ από το ύφασμα•
удалить ржавчину с металла βγάζω τη σκουριά από το μέταλλο.
|| μτφ. διώχνω, αποβάλλω•он -ил от себя такие мысли αυτός απέβαλε τέτοιες σκέψεις.
3. μτφ. διώχνω, στέλλω μακριά. || μτφ. απαλλάσσω•его -ли с работы τον απομάκρυναν από τη δουλειά•
его -ли от занимаемого поста τον απομάκρυναν από πόστο που κατείχε.
1. απομακρύνομαι, αλαργεύω•лодка -лась от берега η βάρκα απομακρύνθηκε από την ακτή.
|| μτφ. ξεφεύγω•удалить от темы ξεφεύγω από το θέμα.
|| μτφ. αποφεύγω, ξεκόβω, αποσπώμαι•удалить от друзей ξεκόβω από τους φίλους.
2. φεύγω•в старости отец -лся в свою деревню στα γεράματα ο πατέρας έφυγε μόνιμα για το χωριό του.
|| απολύομαι• αποχωρώ•удалить от должности απομακρύνομαι (απαλλάσσομαι) από τα καθήκοντα.
-
8 устранять
1. (удалять откуда-л., изымать) εξαλείφω, απομακρύνω, αφαιρώ 2. (отстранять от исполнения обязанностей, от дела, увольнять) απομακρύνω, απολύωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > устранять
-
9 отвести
-
10 отвлекать
отвлекать, отвлечь αποσπώ, απομακρύνω· \отвлекать внимание αποσπώ την προσοχή \отвлекаться αφαιρούμαι* αποσπώμαι, απομακρύνομαι* \отвлекаться от темы αποσπώμαι από το θέμα* * *= отвлечьαποσπώ, απομακρύνωотвлека́ть внима́ние — αποσπώ την προσοχή
-
11 отодвигать
отодвигать, отодвинуть απομακρύνω, παραμερίζω \отодвигаться απομακρύνομαι* * *= отодвинутьαπομακρύνω, παραμερίζω -
12 убрать
убрать 1) (прочь) απομακρύνω, μαζεύω; σηκώνω; \убрать со стола σηκώνω το τραπέζι 2) (привести в порядок) συγυρίζω, καθαρίζω; ταχτοποιώ; \убрать комнату συγυρίζω το δω μάτιο· \убрать постель σηκώνω το κρεβάτι 3) (урожай) συγκομίζω, μαζεύω* * *1) ( прочь) απομακρύνω, μαζεύω; σηκώνωубра́ть со стола́ — σηκώνω το τραπέζι
2) ( привести в порядок) συγυρίζω, καθαρίζω; ταχτοποιώубра́ть ко́мнату — συγυρίζω το δωμάτιο
убра́ть посте́ль — σηκώνω το κρεβάτι
3) ( урожай) συγκομίζω, μαζεύω -
13 удалить
удалить, удалять 1) απομακρύνω 2) (пятно и т. п.) βγάζω· \удалить зуб βγάζω το δόντι 3) спорт.: \удалить с поля αποσύρω, βγάζω από το παιχνίδι \удалиться απομακρύνομαι, αποσύρομαι, φεύγω* * *= удалять1) απομακρύνω2) (пятно и т. п.) βγάζωудали́ть зуб — βγάζω το δόντι
3) спорт.удали́ть с по́ля — αποσύρω, βγάζω από το παιχνίδι απομακρύνομαι, αποσύρομαι, φεύγω
-
14 устранить
-
15 сводить
сводить Iсов (отводить) ὁδηγώ, πηγαίνω (μετ.):\сводить ребенка в школу πηγαίνω τό παιδί στό σχολείο.своди||ть IIнесов (βΗίίή κατεβάζω:\сводить,с лвстницы κατεβάζω ἀπό τή σκάλα· ί· (Уводить) ἀπομακρύνω, βγάζω:\сводить с дороги ἀπομακρύνω ἀπό τό δρόμο·3. (увалять) βγάζω, ἀφαιρώ, ἐξαλείφω, ἐξαφανίζω:^, бородавку ἀφαιρώ τήν κρεα-τοελτια· \сводить пятно βγάζω λεκέ·4. (соединять) еу<5усо. συνδέω:судьба \сводитьла нас не раз ἡ.^χ-, μ-,ς 5φερε κοντά ἐπανει-λημενως·5. (κ чему-л.) φέρνω, περιορίζω:\сводить к нулю „ на нет ἐΚμηδενίζω· \сводить κ шутке τό γυρίζω <„0 ἀστε-0· \сводить κ минимуму περιορίζω στό ἐλάχιστο·6. (о судороге) συσπώ, συστέλλω:ру́ку сводит τό χέρι του ἐχει συσπάσεις, τό χέρι του ἐπαθε συστολή·7. (рисунок) μεταφέρω σχέδιο, ξεσηκώνω·8. (собирать, соединять в одно целое) συγκεντρώνω:\сводить данные в таблицу συγκεντρώνω τά στοιχεία σέ πίνακα· ◊ \сводить с ума τρελαίνω· \сводить концы с концами τά φέρνω βόλτα, τά βγάζω πέρα· \сводить счеты с кем-л. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς· глаз не \сводить с кого-л. δέν ξεκολλάω τό βλέμμα μου, δέν σηκώνω τά μάτια μου ἀπό κάπου. -
16 убирать
убиратьнесов1. (откуда-л.) βγάζω, παραμερίζω, ἀπομακρύνω, μαζεύω:\убирать с дороги βγάζω ἀπ' τή μέση, ἀπομακρύνω ἀπό τό δρόμο· \убирать со стола σηκώνω τό τραπέζι· \убирать паруса μαζεύω τά πανιά·2. (прятать) βάζω, χώνω, κρύβω, (αποκρύπτω:\убирать книги в шкаф βάζω τά βιβλία στό ντουλάπι·3. (урожай и т. ἡ.) μαζεύω, συγκομίζω, συλλεγω:\убирать хлеб μαζεύω τή συγκομιδή·4. (приводить в порядок) τακτοποιώ, συγυρίζω, συμμαζεύω, εὐπρεπίζω·5. (украшать) στολίζω, δια-κοσμώ. -
17 устранить
устранитьсов, устранять недов.1. (ликвидировать) ἐξαλείφω, ἀπομακρύνω:\устранить недочеты ἐξαλείφω τίς ἐλλείψεις· \устранить препятствия ἀπομακρύνω τά ἐμπόδια·2. (уволить) ἀπολύω, παύω. -
18 отвести
-еду, -едешь, παρλθ. χρ. отвёл, -вела, -ло μτχ. παρλθ. χρ. отведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отведенный, βρ: -ден, -дена, -дено επιρ. μτχ. отведяρ.σ.μ.1. φέρω, πηγαίνω•отвести ребёнка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό.
2. απάγω, αποσύρω, απομακρύνω παίρνω•отвести стадо от дороги παίρνω το κοπάδι από το δρόμο.
|| μεταφέρω, μετακομίζω. || μτφ. απομακρύνω, αποξενώνω.3. διοχετεύω, παροχετεύω αποχετεύω παίρνω•-воду от города διοχετεύω τα νερά έξω από την πόλη•
отвести глаза παίρνω τα μάτια (κοιτάζω αλλού).
|| αποκρούω•отвести удар αποκρούωτο χτύπημα.
|| προλαβαίνω, αποτρέπω, αποσοβώ•беду προλαβαίνω το κακό.
4. μτφ. απορρίπτω, δε δέχομαι• — заявление δεν κάνω δεκτή την αίτηση.5. παραχωρώ, παρέχω• χορηγώ•отвести участок под школьный сад παραχωρώ τόπο για σχολικό κήπο.
6. πολλαπλασιάζω με καταβολάδες.εκφρ.отвести глаза кому – αποτραβώ την προσοχή κάποιου, εξαπατώ, ξεγελώ. -
19 отдалить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отдаленный, βρ: -лен, -лена, -лено.1. απομακρύνω, (ξε)μακραίνω•отдалить лупу от предмета απομακρύνω το φακό από το αντικείμενο.
2. αναβάλλω για αργότερα μετατοπίζω, μεταφέρω, μεταθέτω..3. κρατώ σε απόσταση, μακριά. || αποξενώνω απομονώνω.απομακρύνομαι, αλαργεύω, (ξε)μακραίνω•лодка -лась от берега η βάρκα απομακρύνθηκε από την ακτή•
-от темы разговора ξεφεύγω από το θέμα της συνομιλίας.
|| αποξενώνομαι απομονώνομαι•-от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους.
-
20 отклонить
-лоню, -лонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отклонённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.1. κλίνω, γέρνω•отклонить корпус назад γέρνω το σώμα πίσω.
|| λυγίζω•-ветку λυγίζω το κλαδάκι.
|| αποκλίνω παρεκκλίνω•изменение погоды -ло стрелку барометра η αλλαγή του καιρού έκανε να αποκλίνει ο δείκτης του βαρόμετρου.
|| κινώ, κουνώ•отклонить маятник κινώ το εκκρεμές.
|| απομακρύνω•отклонить от себя απομακρύνω από κοντά μου.
2. αποτρέπω, εμποδίζω•он-ил его от необдуманного поступка αυτός τον απέτρεψε από την απερίσκεπτη πράξη,
3. μτφ. απορρίπτω δε δέχομαι•отклонить просьбу απορρίπτω την αίτηση•
отклонить приглашение δε δέχομαι, την πρόσκληση.
1. αποκλίνω•стрелка -лась ο δείκτης απόκλινε.
|| εκκλίνω, αποφεύγω•от удара αποφεύγω το χτύπημα.
2. παρεκκλίνω, λοξοδρομώ. || μτφ. απομακρύνομαι, ξεφεύγω•-от темы ξεφεύγω από το θέμα.
См. также в других словарях:
απομακρύνω — απομακρύνω, απομάκρυνα βλ. πίν. 48 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απομακρύνω — και απομακραίνω υνα, ύ(ν)θηκα, υσμένος, πηγαίνω κάτι μακριά, μετατοπίζω: Να μην απομακρυθείς από δω, ώσπου να γυρίσω. Ουσ. απομάκρυνση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απομακρύνω — κ. κραίνω (AM ἀπομακρύνω, Μ κ. κραίνω) οδηγώ κάποιον ή κάτι μακριά μσν. νεοελλ. πηγαίνω μακριά, ξεμακραίνω νεοελλ. 1. αποσύρω 2. εκτοπίζω, αποπέμπω 3. κρατώ κάποιον μακριά, τον αποφεύγω … Dictionary of Greek
αγγελοκόβω — απομακρύνω τον άγγελο τού θανάτου με κλάματα, φωνές κ.λπ., εμποδίζω τον ετοιμοθάνατο να παραδώσει την ψυχή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + κόβω] … Dictionary of Greek
εκθρονίζω — απομακρύνω από τον θρόνο τού ηγεμόνα ή αρχιερέα αφαιρώντας του την εξουσία … Dictionary of Greek
απωθώ — (AM ἀπωθῶ έω) [ωθώ] 1. ωθώ προς τα πίσω, απομακρύνω 2. δεν δέχομαι, αρνούμαι νεοελλ. προκαλώ απέχθεια, είμαι αποκρουστικός αρχ. Ι. 1. διώχνω, εκβάλλω 2. παρασύρω μακριά 3. παραμερίζω, περιφρονώ II. ( ούμαι) 1. αποκρούω, απομακρύνω από τον εαυτό… … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
εκτοπίζω — (AM ἐκτοπίζω) απομακρύνω κάποιον ή κάτι από τον τόπο του, από τη θέση του, μετατοπίζω νεοελλ. 1. (για υπηρεσία ασφαλείας) απομακρύνω κάποιον από τον τόπο κατοικίας του ως επικίνδυνο, εκπατρίζω, εξορίζω 2. απομακρύνω κάποιον για να πάρω τη θέση… … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
αβαράρω — και αβαρέρνω και αβαραρίζω 1. καθελκύω πλοίο 2. απομακρύνω βάρκα ή άλλο μικρό πλεούμενο από κάπου με τα χέρια, τα κουπιά ή γάντζο 3. απομακρύνω κάτι από κοντά μου, αποφεύγω τον κίνδυνο, αποκρούω, αμύνομαι 4. (η προστ. ως ναυτικός όρος) αβάρα! α)… … Dictionary of Greek
ανασειράζω — ἀνασειράζω (AM) συγκρατώ, θέτω υπό έλεγχο, περιορίζω αρχ. 1. απομακρύνω, απομακρύνω από το ορθό 2. τραβώ προς τα πίσω με τη σειράδα (μικρό σχοινί). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + αρχ. σειρά «σχοινί»] … Dictionary of Greek