-
1 απομακρυνω
-
2 απομακρύνω
(αόρ. απεμάκρυνα) μετ. отстранять, удалять; убирать прочь;απομακρύνω τα εμπόδια — устранять препятствия;
1) — удаляться;απομακρύνομαι
уходить;уезжать, отъезжать; ретироваться (уст.); 2) отстраняться; увольняться, уходить; 3) отходить (о войсках) -
3 απομακρύνω
[апомакрино] р. отдалять, держать вдали,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απομακρύνω
-
4 απομακρύνω
[апомакрино] ρ отдалять, держать вдали. -
5 απομακραίνω
(αόρ. απομάκρυνα) 1. μετ. см. απομακρύνω;2. αμετ. см. απομακρύνομαι;μην απομακραίνεις από τα ρηχά — не заплывай в глубокие места
-
6 εμπόδιο(ν)
τό1) прям., перен. препятствие, помеха, барьер; преграда; затруднение, трудность;δρόμος μετ' εμπόδίων — бег (или скачки) с препятствиями;
πηδώ το εμπόδιο(ν) — взять барьер;
στέκομαι το εμπόδιο(ν) σε... — мешать, препятствовать чему-л.;
παρεμβάλλω εμπόδία — ставить преграды;
δημιουργώ εμπόδία — чинить препятствия;
υπερνικώ κάθε εμπόδιο(ν) — преодолеть любое препятствие;
ευρίσκομαι προ ανυπέρβλητων εμπόδίων — или βρίσκομαι μπρος σε αξεπέραστα εμπόδία — оказаться перед непреодолимыми препятствиями;
απομακρύνω τα εμπόδία — устранять помехи;
2) воен, препятствие;φυσικόν (τεχνητόν) εμπόδιο(ν) — естественное (искусственное) препятствие;
§ κάθε εμπόδιο(ν) γιά καλό — посл. нет худа без добр!
-
7 εμπόδιο(ν)
τό1) прям., перен. препятствие, помеха, барьер; преграда; затруднение, трудность;δρόμος μετ' εμπόδίων — бег (или скачки) с препятствиями;
πηδώ το εμπόδιο(ν) — взять барьер;
στέκομαι το εμπόδιο(ν) σε... — мешать, препятствовать чему-л.;
παρεμβάλλω εμπόδία — ставить преграды;
δημιουργώ εμπόδία — чинить препятствия;
υπερνικώ κάθε εμπόδιο(ν) — преодолеть любое препятствие;
ευρίσκομαι προ ανυπέρβλητων εμπόδίων — или βρίσκομαι μπρος σε αξεπέραστα εμπόδία — оказаться перед непреодолимыми препятствиями;
απομακρύνω τα εμπόδία — устранять помехи;
2) воен, препятствие;φυσικόν (τεχνητόν) εμπόδιο(ν) — естественное (искусственное) препятствие;
§ κάθε εμπόδιο(ν) γιά καλό — посл. нет худа без добр!
См. также в других словарях:
απομακρύνω — απομακρύνω, απομάκρυνα βλ. πίν. 48 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απομακρύνω — και απομακραίνω υνα, ύ(ν)θηκα, υσμένος, πηγαίνω κάτι μακριά, μετατοπίζω: Να μην απομακρυθείς από δω, ώσπου να γυρίσω. Ουσ. απομάκρυνση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απομακρύνω — κ. κραίνω (AM ἀπομακρύνω, Μ κ. κραίνω) οδηγώ κάποιον ή κάτι μακριά μσν. νεοελλ. πηγαίνω μακριά, ξεμακραίνω νεοελλ. 1. αποσύρω 2. εκτοπίζω, αποπέμπω 3. κρατώ κάποιον μακριά, τον αποφεύγω … Dictionary of Greek
αγγελοκόβω — απομακρύνω τον άγγελο τού θανάτου με κλάματα, φωνές κ.λπ., εμποδίζω τον ετοιμοθάνατο να παραδώσει την ψυχή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + κόβω] … Dictionary of Greek
εκθρονίζω — απομακρύνω από τον θρόνο τού ηγεμόνα ή αρχιερέα αφαιρώντας του την εξουσία … Dictionary of Greek
απωθώ — (AM ἀπωθῶ έω) [ωθώ] 1. ωθώ προς τα πίσω, απομακρύνω 2. δεν δέχομαι, αρνούμαι νεοελλ. προκαλώ απέχθεια, είμαι αποκρουστικός αρχ. Ι. 1. διώχνω, εκβάλλω 2. παρασύρω μακριά 3. παραμερίζω, περιφρονώ II. ( ούμαι) 1. αποκρούω, απομακρύνω από τον εαυτό… … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
εκτοπίζω — (AM ἐκτοπίζω) απομακρύνω κάποιον ή κάτι από τον τόπο του, από τη θέση του, μετατοπίζω νεοελλ. 1. (για υπηρεσία ασφαλείας) απομακρύνω κάποιον από τον τόπο κατοικίας του ως επικίνδυνο, εκπατρίζω, εξορίζω 2. απομακρύνω κάποιον για να πάρω τη θέση… … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
αβαράρω — και αβαρέρνω και αβαραρίζω 1. καθελκύω πλοίο 2. απομακρύνω βάρκα ή άλλο μικρό πλεούμενο από κάπου με τα χέρια, τα κουπιά ή γάντζο 3. απομακρύνω κάτι από κοντά μου, αποφεύγω τον κίνδυνο, αποκρούω, αμύνομαι 4. (η προστ. ως ναυτικός όρος) αβάρα! α)… … Dictionary of Greek
ανασειράζω — ἀνασειράζω (AM) συγκρατώ, θέτω υπό έλεγχο, περιορίζω αρχ. 1. απομακρύνω, απομακρύνω από το ορθό 2. τραβώ προς τα πίσω με τη σειράδα (μικρό σχοινί). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + αρχ. σειρά «σχοινί»] … Dictionary of Greek