-
1 ἀπο-μακρύνω
ἀπο-μακρύνω, = ἀπομηκύνω, Sp.; τόποι ἀπομεμακρυσμένοι τοῦ ἡλίου, entfernt, Arist. plant. 2, 6.
-
2 μακρύνω
V 0-2-4-17-4=27 Jgs 18,22; Is 6,12; 49,19; 54,2A: to prolong, to lengthen [τι] Is 54,2; to remove to a distant time, to delay [τι] Ps 21(22),20; to defer to [+inf.] Jdt 2,13; to keep oneself far away from [ἑαυτὸν ἀπό τινος] Ps 72(73),27; to travel far Ps 54(55),8; to travel far from [τινος] Jgs 18,22; to go far from [ἀπό τινος] Ps 70(71),12P: to be removed from [ἀπό τινος] Ps 55(56),1; to be far off from [ἀπό τινος] Ps 118(119),150*Ps 119(120),5 ἐμακρύνθη is prolonged-⋄ךשׁמ for MT ךשׁמ Meshechneol.?Cf. HARLÉ; 1999 236.57; HELBING 1928, 165; PRIJS 1948 27(Ps 55 (56),1) -
3 απομακρυνω
-
4 вывезти
вывезти 1) μεταφέρω απο μακρύνω (удалить) 2) (экспортировать) εξάγω* * *1) μεταφέρω; απομακρύνω ( удалить)2) ( экспортировать) εξάγω
См. также в других словарях:
μακρύνω — αμτβ., για τους χρόνους βλ. μακραίνω,1. κάνω κάτι μακρύ, επιμηκύνω: Μάκρυνε το παντελόνι του. 2. απομακρύνω, διώχνω κάποιον μακριά: (Απο)μάκρυνε τα παιδιά από τη φωτιά. 3. (γραμμ.), μετατρέπω μια συλλαβή σε μακρόχρονη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακραίνω — και μακρύνω (Α μακρύνω, Μ μακραίνω) [μάκρος] 1. δίνω σε κάτι έκταση ή διάρκεια, παρατείνω (α. «πολύ τή μάκρυνες την περιγραφή» β. «οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐμάκρυναν τὴν ἀνομίαν αὐτῶν», ΠΔ) 2. θέτω μακριά ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα, απομακρύνω, απωθώ, αποσύρω … Dictionary of Greek
-άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… … Dictionary of Greek
ξεμακραίνω — και ξεμακρύνω 1. απομακρύνω κάποιον από κάπου βαθμιαία («τόν ξεμακρύναμε από αυτήν τη γυναίκα») 2. απομακρύνομαι από κάπου σιγά σιγά 3. παύω να έχω σχέσεις, σταματώ να συναναστρέφομαι κάποιον («έχω ξεμακρύνει από τους φίλους μου») 3. (η μτχ. αρσ … Dictionary of Greek
μακρύσιν — μακρύσιν, τὸ (Μ) μακρύ ξύλο, κυρίως το μακρύτερο από τα δύο ξύλα τού σταυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για ουσιαστικοποιημένο απρμφ. μέλλ. *μακρύσειν τού μακρύνω / μακρυνίσκω (πρβλ. κοντώσιν / κοντύσιν)] … Dictionary of Greek