-
1 отодвигаться
-
2 отъехать
απομακρύνομαι, αναχωρώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отъехать
-
3 удаляться
удалять||ся1. (уходить) ἀπομακρύνομαι, ἀποσύρομαι:\удалятьсяся от дома ἀπομακρύνομαι ἀπό τό σπίτι· \удалятьсяся к себе в комнату ἀποσύρομαι στό δωμάτιό[ν] μου·2. (от темы и т. п.) ἐκτρέπομαι, ἀπομακρύνομαι. -
4 отойти
отойду, отойдшь, παρλθ. χρ. отошл-шла, -шло, μτχ. παρλθ. отошедший,επιρ. μτχ. отойдяρ.σ.1. απομακρύνομαι λίγο, αναμερίζω, παραμερίζω, κάνω λίγο πέρα•отойти от двери αναμερίζω από την πόρτα.
|| διανύω απόσταση•отойти два километра от города απομακρύνομαι δυό χιλιόμετρα από την πόλη.
|| φεύγω, αποχωρίζομαι (για λίγο).2. αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ•поезд -шёл в три часа το τρένο έφυγε στις τρεις η ώρα.
3. υποχωρώ οπισθοχωρώ•батальон -шёл на новые позиции το τάγμα υποχώρησε και κατέλαβε νέες θέσεις.
4. αλλάζω θέση, κατεύθυνση μετακινούμαι, μετατοπίζομαι. || μτφ. παρεκκλίνω, ξεφεύγω•от темы απομακρύνομαι από το θέμα.
5. εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ αποτραβιέμαι, ξεκόβω•отойти от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους•
отойти от места αφήνω τη θέση.
|| παύω να ασχολούμαι, παρατώ.6. αποχωρίζομαι, ξεκολλώ, βγαίνω•штукатура -шла ο σοβάς έπεσε•
обои -шли το τοιχόχαρτο ξεκόλλησε•
отойти пятно на платье -шло ο λεκές στο φόρεμα βγήκε.
8. συνέρχομαι, επανέρχομαι στα ίδια, στην προηγούμενη κατάσταση. || συνεφέρω, έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι. || ξεθυμώνω, ξεχολιάζω, περνά ο θυμός.9. περιέρχομαι, μεταπίπτω περνώ•дом -шёл к племинни-ку το σπίτι περιήλθε στον ανεψιό.
|| χρησιμοποιούμαι για κάτι.10. τελειώνω, πλησιάζω στο τέλος. || περνώ, ανήκω στο παρελθόν•мода -шла -η μόδα πέρασε•
лето -шло το καλοκαίρι πέρασε.
11. πεθαίνω, αποβιώνω.12. φεύγω, εγκαταλείπω, αφήνω•я от вас отойду εγώ θα φύγω από σας.
εκφρ.отойти в вечность – α) μεθίσταμαι εις τας αιωνίους μονάς, πηγαίνω στον άλλο κόσμο, β) περνώ, εξαφανίζομαι χωρίςαφήσω ίχνη, εκλείπω μια για πάντα•отойти от господ (на волю) ή отойти на волю – παλ. απελευθερώνομαι, γίνομαι απελεύθερος•сердце отойдт; от сердца отойдт – (για θυμό)• θα του περάσει, θα ξεθυμώσει. -
5 отойти
отойти αποσύρομαι* \отойти в сторону απομακρύνομαι, παραμερίζω* * *отойти́ в сто́рону — απομακρύνομαι, παραμερίζω
-
6 удалить
удалить, удалять 1) απομακρύνω 2) (пятно и т. п.) βγάζω· \удалить зуб βγάζω το δόντι 3) спорт.: \удалить с поля αποσύρω, βγάζω από το παιχνίδι \удалиться απομακρύνομαι, αποσύρομαι, φεύγω* * *= удалять1) απομακρύνω2) (пятно и т. п.) βγάζωудали́ть зуб — βγάζω το δόντι
3) спорт.удали́ть с по́ля — αποσύρω, βγάζω από το παιχνίδι απομακρύνομαι, αποσύρομαι, φεύγω
-
7 отдалиться
отдалить||сяв разн. знач. ἀπομακρύνομαι:\отдалитьсяся от темы ἀπομακρύνομαι ἀπό τό θέμα. -
8 отходить
отходить Iнесов1. ἀπομακρύνομαι/ παραμερίζω (άμετ.) (в сторону)/ ἀναχωρώ, ξεκινώ (о поезде) / ἀποπλέω (о пароходе)·2. (отклоняться) παρεκκλίνω, ξεκόβω:\отходить от темы παρεκκλίνω (или παρεκβαίνω) ἀπό τό θέμα· \отходить от прежних взглядов ἐγκαταλείπω τίς παληές μου ἀντιλήψεις· \отходить от старых друзей ξεκόβω (или ἀπομακρύνομαι) ἀπό τους παληούς φίλους· \отходить от дел ἀποσύρομαι ἀπό τίς ὑποθέσεις·3. (отставать) ξεκολλώ:обо́и отошли от стены ἡ ταπετσαρία τοῦ τοίχου ξεκόλλησε·4. (исчезать \отходить о пятне) ἐξαλείφομαι, βγαίνω:пятно́ не отходит ὁ λεκές δέν βγένει·5. (приходить в нормальное состояние) συνέρχομαι·6. (умирать) уст. ἐκπνέω, ἀποθνήσκω:\отходить в вечность ἀπέρχομαι είς τάς αἰωνίους μονάς· ◊ \отходить ко сиу́ ἀποκοιμοῦμαι· \отходить в прошлое παρέρχομαι· праздники отошли́ πέρασαν ὁΐ γιορτές.отходить IIсов см. отхй живать. -
9 отъезжать
отъез||жатьнесов1. (отправляться) ἀναχωρώ, φεύγω, μισεύω·2. (на какое· л. расстояние) ἀπομακρύνομαι:\отъезжатьжа́ть от станции ἀπομακρύνομαι ἀπ' τόν σταθμό. -
10 уплывать
уплыватьнесов, уплыть сов1. ἀπομακρύνομαι κολυμπώντας, φεύγω κολυμπώντας (о пловце)/ ἀπομακρύνομαι πλέοντος (о предметах, вещах)·2. перен (израсходоваться) разг διαφεύγω, ξοδεύομαι·3. (миновать, пройти) παρέρχομαι, περνώ, χάνομαι:много времени уплыло πέρασε πολύς καιρός. -
11 отвалить
-алю, -алишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отваленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. αναποδογυρίζω, ανατρέπω•отвалить камень αναποδογυρίζω την πέτρα.
|| ξεκόβω, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω. || ξεχωρίζω, βάζω κατά μέρος.2. δίνω, χορηγώ, παρέχω από φιλότιμο.3. αποπλέω, σαλπάρω, αναχωρώ || αναμερώ, κάνω στην άκρη.1. πέφτω, αποσπώμαι, ξεκόβομαι, γκρεμίζομαι.2. (απλ.) παύω να ακουμπώ, δε στηρίζομαι απομακρύνομαι. || παύω να τρώγω, απομακρύνομαι από το φαγητό (ως χορτασμένος).3. ανακάμπτω (το σώμα, το κεφάλι.). -
12 удалить
-лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удаленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. απομακρύνω, ξεμακραίνω• αποτραβώ• αποσύρω•-мишень на двадцать метров απομακρύνω το στόχο είκοσι μέτρα•
удалить предмет от глаз απομακρύνω το αντικείμενο από τα μάτια.
|| μτφ. παλ. • απομονώνω•его -ли от других τον απομάκρυναν από τους άλλους.
|| μτφ. κρατώ σε απόσταση•он -ил от себя свою жену αυτός κράτησε σε απόσταση τη γυναίκα του.
2. διώχνω, βγάζω έξω, πετώ•удалить ненужные вещи из комнаты βγάζω έξω από το δωμάτιο τα άχρηστα πράγματα.
|| εξάγω• απαλείφω•удалить зуб βγάζω το δόντι•
удалить пятно с материи βγάζω το λεκέ από το ύφασμα•
удалить ржавчину с металла βγάζω τη σκουριά από το μέταλλο.
|| μτφ. διώχνω, αποβάλλω•он -ил от себя такие мысли αυτός απέβαλε τέτοιες σκέψεις.
3. μτφ. διώχνω, στέλλω μακριά. || μτφ. απαλλάσσω•его -ли с работы τον απομάκρυναν από τη δουλειά•
его -ли от занимаемого поста τον απομάκρυναν από πόστο που κατείχε.
1. απομακρύνομαι, αλαργεύω•лодка -лась от берега η βάρκα απομακρύνθηκε από την ακτή.
|| μτφ. ξεφεύγω•удалить от темы ξεφεύγω από το θέμα.
|| μτφ. αποφεύγω, ξεκόβω, αποσπώμαι•удалить от друзей ξεκόβω από τους φίλους.
2. φεύγω•в старости отец -лся в свою деревню στα γεράματα ο πατέρας έφυγε μόνιμα για το χωριό του.
|| απολύομαι• αποχωρώ•удалить от должности απομακρύνομαι (απαλλάσσομαι) από τα καθήκοντα.
-
13 отойти
1. (удалиться в сторону) απομακρύνομαι 2. (трансп.) αναχωρώ, ξεκινώ, φεύγωпоезд отошёл το τρένο έφυγε/αναχώρησε3. (отступить) υποχωρώ, φεύγω 4. (отделиться, перестать плотно прилегать к чему-л., выделиться) υποχωρ/ώобои отошли η ταπετσαρία ξεκόλλησε/υποχώρησεпятно отошло η κηλίδα/ο λεκές/το σημάδι εξαφανίστηκεРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отойти
-
14 отвлекать
отвлекать, отвлечь αποσπώ, απομακρύνω· \отвлекать внимание αποσπώ την προσοχή \отвлекаться αφαιρούμαι* αποσπώμαι, απομακρύνομαι* \отвлекаться от темы αποσπώμαι από το θέμα* * *= отвлечьαποσπώ, απομακρύνωотвлека́ть внима́ние — αποσπώ την προσοχή
-
15 отвлекаться
αφαιρούμαι; αποσπώμαι, απομακρύνομαιотвлека́тьсяся от те́мы — αποσπώμαι από το θέμα
-
16 отклонить
отклонить, отклонять αποκλίνω, απορρίπτω" αποκρούω (отвергать) \отклониться παρεκκλίνω* απομακρύνομαι, παρεκτρέπομαι (от темы)* * *= отклонятьαποκλίνω, απορρίπτω; αποκρούω ( отвергать) -
17 отклониться
παρεκκλίνω; απομακρύνομαι, παρεκτρέπομαι ( от темы) -
18 отодвигать
отодвигать, отодвинуть απομακρύνω, παραμερίζω \отодвигаться απομακρύνομαι* * *= отодвинутьαπομακρύνω, παραμερίζω -
19 отбегать
отбегатьнесов, отбежать сов ἀπομακρύνομαι (или φεύγω) τρέχοντας, τρέχω.* -
20 отклониться
отклонить||сяἐκτρέπομαι, ἀποκλίνω (о стрелке)/ παρεκκλίνω, λοξοδρομώ (от курса и т. п):\отклонитьсяся от правильного направления παρεκκλίνω ἀπό τήν σωστή κατεύθυνση· \отклонитьсяся от темы ἀπομακρύνομαι ἀπό τό θέμα.
См. также в других словарях:
απομακρύνομαι — απομακρύνομαι, απομακρύνθηκα, απομακρυσμένος βλ. πίν. 49 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φεύγω — έφυγα 1. αμτβ., απομακρύνομαι γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια, παίρνω δρόμο: Φεύγετε να φεύγουμε, τ έρχεται ο τουρλόπαπας… (δημ. τραγ., δηλ. όπου φύγει, φύγει). 2. αναχωρώ, αποχωρώ, απομακρύνομαι, αποσύρομαι: Αύριο φεύγω για το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… … Dictionary of Greek
αναχωρώ — (AM ἀναχωρῶ, έω) απομακρύνομαι, φεύγω από κάπου για να πάω σε άλλον τόπο, αποχωρώ από κάπου για να μεταβώ αλλού, ξεκινώ μσν. παραμερίζω, αφήνω σε κάποιον το προβάδισμα αρχ. μσν. 1. αποχωρώ, αποσύρομαι 2. απομακρύνομαι από την κοινωνική ζωή για να … Dictionary of Greek
αποσκιρτώ — (ΑΜ ἀποσκιρτῶ, άω) νεοελλ. μτφ. εγκαταλείπω την παράταξη στην οποία ανήκω και προσχωρώ σε άλλη μσν. απομακρύνομαι εγκαταλείποντας κάποιον ή κάτι αρχ. 1. (για ζώα) απομακρύνομαι πηδώντας 2. μτφ. είμαι άτακτος, δύστροπος, απειθής … Dictionary of Greek
εκφεύγω — και ξεφεύγω (AM ἐκφεύγω) φεύγω έξω ή μακριά, ξεφεύγω, διαφεύγω μσν. 1. (μτβ.) αποφεύγω κάποιον ή κάτι 2. απομακρύνομαι από κάποιον 2. (αμτβ.) τρέπομαι σε φυγή 3. πηγαίνω με το μέρος κάποιου καταφεύγοντας κοντά του 4. (για ρούχο) φτάνω μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
ξεβαίνω — (Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω) βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο μσν. 1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι 2. απελευθερώνομαι 3. αποβιβάζομαι 4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι 5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα 6.… … Dictionary of Greek
σέβομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. σέβω Α 1. αισθάνομαι και εκδηλώνω σεβασμό προς κάποιον ή προς κάτι (α. «σέβομαι τους προγόνους μας» β. «σεβόμαστε την εθνική μας ιστορία» γ. «τὸν φίλον σέβεσθαι», Σοφ.) 2. τιμώ με ευλάβεια («σεβόμενη τὸν Θεόν», ΚΔ) νεοελλ. τηρώ … Dictionary of Greek
έργω — ἔργω και ἐέργω (Α) 1. εμποδίζω, εγκλείω, περικλείω («Ἀθηναῑοι... εἶργον τοῑς ὁπλίταις», Θουκ.) 2. κλείνω στη φυλακή («τοὺς Πέρσας ἔρξε ὡς κατασκόπους δῆθεν ἐόντας», Ηρόδ.) 3. κλείνω σε περιφραγμένο χώρο, περικλείω («χρύσειαι δὲ θύραι πυκινόν… … Dictionary of Greek
αλαργάρω — (κυρίως ναυτ. όρος) 1. απομακρύνομαι, ανοίγομαι στο πέλαγος 2. απομακρύνω, αλαργεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ρ. allargare «ευρύνω, ομαι, εκτείνω, ομαι, απλώνω, ομαι». ΠΑΡ. νεοελλ. αλαργάρισμα] … Dictionary of Greek
αλαργεύω — 1. απομακρύνομαι, ξεμακραίνω, ξαλαργεύω 2. αραιώνω τις σχέσεις μου με κάποιον, αποτραβιέμαι 3. τοποθετώ κάτι μακριά, απομακρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργα. ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργεμα, αλαργεμός, αλάργεψη] … Dictionary of Greek