Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

απομακρύνομαι

  • 61 отодвинуть

    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, μετατοπίζω λίγο, παραμερίζω, αναμερίζω, κάνω λίγο πιο πέρα•

    отодвинуть стул μετακινώ λίγο το κάθισμα.

    || ανοίγω, τραβώ βγάζω από τη θέση•

    отодвинуть засов βγάζω το μάνταλο, ξεμανταλώνω.

    2. μτφ. αναβάλλω, παρατείνω•

    отодвинуть поездку на месяц αναβάλλω το ταξίδι για ένα μήνα•

    отодвинуть срок παρατείνω την προθεσμία.

    1. μετακινούμαι, μετατοπίζομαι λίγο• αναμερίζω, κάνω λίγο πέρα. || απομακρύνομαι, αποχωρώ, υποχωρώ,
    2. μτφ. αναβάλλομαι παρατείνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отодвинуть

  • 62 отплыть

    -ыву, -ывшь, παρλθ. χρ. отплыл
    -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. απομακρύνομαι κολυμπώντας.
    2. αποπλέω, εξορμίζομαι, σαλπάρω.

    Большой русско-греческий словарь > отплыть

  • 63 отползти

    -лзу, -лзшь, παρλθ. χρ. отполз
    -ла, -лб
    ρ.σ. αφέρπω, απομακρύνομαι έρποντας.

    Большой русско-греческий словарь > отползти

  • 64 отслонить

    -оню, -онишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отслонённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    παλ. απομακρύνω, παραμερίζω, κάνω πιο πέρα.
    απομακρύνομαι, παραμερίζομαι, παύω να ακουμπώ.

    Большой русско-греческий словарь > отслонить

  • 65 отставлять

    ρ.δ.
    βλ. отставить (1, 2 σημ.)
    1. μετακινούμαι, αναμερίζω, μετατοπίζομαι. || προβάλλομαι• εκτείνομαι.
    2. απομακρύνομαι• κόβω σχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > отставлять

  • 66 отстранить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отстранённый, βρ: -нён, -нена, -нено.
    1. απομακρύνω παραμερίζω αναμερίζω•

    отстранить нависавшую ветку αναμερίζω το επικρεμάμενο κλαδι.

    2. μτφ. αποπέμπω, απαλλάσσω καθαιρώ• απολύω, διώχνω•

    его -ли от должности τον απάλλαξαν από τα καθήκοντα.

    1. απομακρύνομαι, αναμεριζω, παραμερίζω.
    2. μτφ. απαλλάσσομαι, αποπέμπομαι, διώχνομαι καθαιρούμαι, απολύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отстранить

  • 67 отступить

    -уйлю, -упишь,
    επιρ. μτχ. отступив κ. отступя ρ.σ.
    1. υποχωρώ, οπισθοχωρώ, πισωδρομώ•

    отступить два шага κάνω πίσω δυό βήματα.

    2. μετακινούμαι, απομακρύνομαι, αποσύρομαι•

    море -ло η θάλασσα αποσύρθηκε μακρύτερα (από την ακτή).

    3. κάμπτομαι• λυγίζω•

    отступить перед превосходными силами противника υποχωρώ μπροστά στις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού•

    отступить перед опасностью υποχωρώ μπροστά στον κίνδυνο•

    отступить перед трудностями λυγίζω μπροστά στις δυσκολίες.

    || παραιτούμαι, απέχω αρνούμαι•

    отступить от своей веры αποστατώ, αλλαξοπιστώ•

    отступить от своих требований υποχωρώ από τις απαιτήσεις ή διεκδικήσεις•

    -от своих взглядов αναθεωρώ τις απόψεις μου.

    4. παραβαίνω, ξεφεύγω• αθετώ, εκτρέπομαι•

    от правила παραβαίνω τον κανόνα•

    отступить от темы ξεφεύγω από το θέμα.

    5. αρχίζω με νέα παράγραφο.
    1. υποχωρώ παραιτούμαι• απαρνούμαι. || αθετώ• αρνούμαι, δεν κρατώ το λύγο μου, την υπόσχεση μου.
    2. δεν ενδιαφέρο-ρομαι• λύνω τους δεσμούς, κόβω σχέσεις αφήνω εγκαταλείπω, παρατώ.

    Большой русско-греческий словарь > отступить

  • 68 оттянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттянутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. τραβώ, σύρω προς τα πίσω ή κατά μέρος•

    курок σηκώνω (ανυψώνω) τον επικρουστήρα.

    || παρασύρω•

    течением баржу -ло от берега το ρεύμα παρέσυρε τη μαουνα από την ακτή.

    || σύρω, τραβώ βίαια. || αποσπώ παραπλανώντας•

    оттянуть силы врага, τραβώ τις δυνάμεις του εχθρού.

    2. τεντώνω προς τα κάτω με το βάρος. || προκαλώ πόνο με το βάρος•

    вдра -ли руки μου πόνεσαν τα χέρια κουβαλώντας κουβάδες.

    3. τρενάρω, αναβάλλω, παρελκύω, καθυστερώ.
    4. (τεχ.)
    επιμηκύνω με σφυρηλάτηση.
    5. βλ. оттопырить.
    εκφρ.
    оттянуть время – κερδίζω χρόνο, παρελκύω σκόπιμα.
    1. αποτραβιέμαι, απομακρύνομαι, αποσύρομαι• αποχωρώ•

    наши войска -лись южнее τα στρατεύματα μας αποσύρθηκαν νοτιότερα.

    2. κρέμομαι από το βάρος.

    Большой русско-греческий словарь > оттянуть

  • 69 отъехать

    -ду, -едешь ρ.σ.
    1. απομακρύνομαι• διανύω• διατρέχω•

    отъехать в сторону αναμερίζω•

    они -ли от деревни километра три αυτοί απομακρύνθηκαν από το χωριό τρία χιλιόμετρα.

    || αναχωρώ, φεύγω, μισεύω.
    2. φεύγω, αφήνω ήσυχο.
    3. (απλ.) βλ. отстать (1 σημ.).
    4. (απλ.) ξεφεύγω από τη θέση, χαλαρώνω.

    Большой русско-греческий словарь > отъехать

  • 70 ретироваться

    -руюсь, -руешься
    ρ.δ. к.σ.υποχωρώ, οπισθοχωρώ. || απομακρύνομαι, φεύγω μακριά• αποχωρώ.

    Большой русско-греческий словарь > ретироваться

  • 71 совлекать

    ρ.δ.
    βλ. совлечь.
    αφαιρούμαι, βγαίνω. || αποτραβιέμαι, απομακρύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > совлекать

  • 72 убегать

    ρ.δ.
    1. βλ. убежать.
    2. απομακρύνομαι, φεύγω μακριά•

    тучи -ют к северу τα σύννεφα απομακρύνονται προς το βοριά, φεύγω, περνώ γρήγορα.

    3. εκτείνομαι, απλώνομαι• περνώ, διέρχομαι.
    4. παλ. αποφεύγω.

    Большой русско-греческий словарь > убегать

  • 73 убежать

    убегу, убежишь, убегут
    ρ.σ.
    1. φεύγω, απέρχομαι, απομακρύνομαι•

    дети -ли к реке τα παιόιά έφυγαν για το ποτάμι.

    || φεύγω ολοταχώς, παίρνω δρόμο, το βάζω στα πόδια.
    2. διαφεύγω, υπεκφεύγω• διολισθαίνω,το σκάζω, δραπετεύω.
    3. (για βράσιμο) χύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > убежать

  • 74 уединить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уединённый βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ. απομονώνω, απομακρύνω, αποτραβώ, αποσύρω,αποχωρίζω, ξεκόβω, ξεμον ιαχιάζω.
    απομονώνομαι, αποτραβιέμαι, αποσύρομαι, αποχωρίζομαι• απομακρύνομαι, ξεκόβω• ξεμοναχιάζομαι•

    он -лся в деревне αυτός απομονώθηκε στο χωριό•

    он -лся для беседы с другом αυτός αποτραβήχτηκε για να κουβεντιάσει με το φίλο.

    Большой русско-греческий словарь > уединить

  • 75 укатить

    укачу, укатишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. μ. κυλώ, απομακρύνω κυλώντας•

    укатить бочку κυλώ το βαρέλι•

    укатить колесо κυλώ τη ρόδα (τροχό)..

    2. (για μέσα μεταφοράς)• φεύγω κυλώντας. || (για άνθρωπο) αναχωρώ, φεύγω (με μεταφ. μέσο)•

    он -ил за границу αυτός έφυγε για το εξωτερικό.

    3. (απλ.) φεύγω ολοταχώς, το σκάζω.
    1. κυλίω, απομακρύνομαι κυλιόμενος•

    мяч -лся το τόπι κύλισε μακριά.

    2. βλ. ενεργ. φ. 2 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > укатить

  • 76 улезть

    улезу, улезешь, παρλθ. χρ. улез
    -ла, -ло, προστκ. улезь
    ρ.σ. (απλ.) φεύγω, απομακρύνομαι έρποντας.

    Большой русско-греческий словарь > улезть

  • 77 уплыть

    ρ.σ.
    1. αποπλέω•

    пароход -ыл το ατμόπλοιο απέπλευσε.

    || απομακρύνομαι, χάνομαι αργά•

    луна -ла за тучи το φεγγάρι χάθηκε πίσω από τα σύννεφα.

    2. (για χρόνο, γεγονότα) περνώ, διαβαίνω απαρατήρητα•

    что было -ло ό,τι ήταν πέρασε•

    не мало времени -ло с тех пор πολύς καιρός πέρασε από τότε.

    3. μτφ. περιέρχομαι (από έναν σε άλλον). || ξοδεύομαι, καταναλώνομαι γρήγορα•

    деньги -ли в один день τα χρήματα έφυγαν για μια μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > уплыть

  • 78 уползти

    -зу, -зшь, παρλθ. χρ. уполз
    -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. φεύγω, απομακρύνομαι έρποντας.
    2. φεύγω, αποσύρομαι αργά.
    3. κατεβαίνω, κυλώ βαθμιαία• κατακαθίζω.

    Большой русско-греческий словарь > уползти

  • 79 упрыгать

    ρ.σ. πηδώ μακριά• απομακρύνομαι πηδώντας.
    1. κουράζομαι από το πολύ πήδημα.
    2. ειρν. μτφ. κουράζομαι από τον μεγάλο ζήλο ή πάθος.

    Большой русско-греческий словарь > упрыгать

  • 80 устранить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устранённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. απομακρύνω• αίρω, αφαιρώ• εξαλείφω• αποβάλλω•

    устранить препятствие (преграду) с пути καθαρίζω τα εμπόδια από το δρόμο•

    -недостатки в работе εξαλείφω τις αδυναμίες στη δουλειά•

    устранить дурную привычку αποβάλλω κακή συνήθεια.

    || διορθώνω, θεραπεύω•

    устранить аварию θεραπεύω τη βλάβη.

    2. απομακρύνω (από κατεχόμενη θέση), απολύω, αποβάλλω, διώχνω•

    его -ли с института τον έδιωξαν από το ινστιτούτο•

    -ли его от руководства партии τον απομάκρυναν από την καθοδήγηση του κόμματος.

    1. απομακρύνομαι θεληματικά, αποχωρώ, φεύγω, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι.
    2. εξαλείφομαι, χάνομαι, σβήνω, εκλείπω•

    -лись недоразумения εξέλειψαν οι παρεξηγήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > устранить

См. также в других словарях:

  • απομακρύνομαι — απομακρύνομαι, απομακρύνθηκα, απομακρυσμένος βλ. πίν. 49 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φεύγω — έφυγα 1. αμτβ., απομακρύνομαι γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια, παίρνω δρόμο: Φεύγετε να φεύγουμε, τ έρχεται ο τουρλόπαπας… (δημ. τραγ., δηλ. όπου φύγει, φύγει). 2. αναχωρώ, αποχωρώ, απομακρύνομαι, αποσύρομαι: Αύριο φεύγω για το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • αναχωρώ — (AM ἀναχωρῶ, έω) απομακρύνομαι, φεύγω από κάπου για να πάω σε άλλον τόπο, αποχωρώ από κάπου για να μεταβώ αλλού, ξεκινώ μσν. παραμερίζω, αφήνω σε κάποιον το προβάδισμα αρχ. μσν. 1. αποχωρώ, αποσύρομαι 2. απομακρύνομαι από την κοινωνική ζωή για να …   Dictionary of Greek

  • αποσκιρτώ — (ΑΜ ἀποσκιρτῶ, άω) νεοελλ. μτφ. εγκαταλείπω την παράταξη στην οποία ανήκω και προσχωρώ σε άλλη μσν. απομακρύνομαι εγκαταλείποντας κάποιον ή κάτι αρχ. 1. (για ζώα) απομακρύνομαι πηδώντας 2. μτφ. είμαι άτακτος, δύστροπος, απειθής …   Dictionary of Greek

  • εκφεύγω — και ξεφεύγω (AM ἐκφεύγω) φεύγω έξω ή μακριά, ξεφεύγω, διαφεύγω μσν. 1. (μτβ.) αποφεύγω κάποιον ή κάτι 2. απομακρύνομαι από κάποιον 2. (αμτβ.) τρέπομαι σε φυγή 3. πηγαίνω με το μέρος κάποιου καταφεύγοντας κοντά του 4. (για ρούχο) φτάνω μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ξεβαίνω — (Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω) βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο μσν. 1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι 2. απελευθερώνομαι 3. αποβιβάζομαι 4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι 5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα 6.… …   Dictionary of Greek

  • σέβομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. σέβω Α 1. αισθάνομαι και εκδηλώνω σεβασμό προς κάποιον ή προς κάτι (α. «σέβομαι τους προγόνους μας» β. «σεβόμαστε την εθνική μας ιστορία» γ. «τὸν φίλον σέβεσθαι», Σοφ.) 2. τιμώ με ευλάβεια («σεβόμενη τὸν Θεόν», ΚΔ) νεοελλ. τηρώ …   Dictionary of Greek

  • έργω — ἔργω και ἐέργω (Α) 1. εμποδίζω, εγκλείω, περικλείω («Ἀθηναῑοι... εἶργον τοῑς ὁπλίταις», Θουκ.) 2. κλείνω στη φυλακή («τοὺς Πέρσας ἔρξε ὡς κατασκόπους δῆθεν ἐόντας», Ηρόδ.) 3. κλείνω σε περιφραγμένο χώρο, περικλείω («χρύσειαι δὲ θύραι πυκινόν… …   Dictionary of Greek

  • αλαργάρω — (κυρίως ναυτ. όρος) 1. απομακρύνομαι, ανοίγομαι στο πέλαγος 2. απομακρύνω, αλαργεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ρ. allargare «ευρύνω, ομαι, εκτείνω, ομαι, απλώνω, ομαι». ΠΑΡ. νεοελλ. αλαργάρισμα] …   Dictionary of Greek

  • αλαργεύω — 1. απομακρύνομαι, ξεμακραίνω, ξαλαργεύω 2. αραιώνω τις σχέσεις μου με κάποιον, αποτραβιέμαι 3. τοποθετώ κάτι μακριά, απομακρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργα. ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργεμα, αλαργεμός, αλάργεψη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»