Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

απομακρύνομαι

  • 41 отплывать

    [ατπλυβάτ'] ρ απομακρύνομαι κολυμπώντας, αναχωρώ, σαλπάρω

    Русско-эллинский словарь > отплывать

  • 42 отстраняться

    [ατστρανγιάτ"σα] ρ απομακρύνομαι

    Русско-эллинский словарь > отстраняться

  • 43 удаляться

    [ουνταλγιάτσα] ρ απομακρύνομαι, αποσύρομαι

    Русско-эллинский словарь > удаляться

  • 44 уплывать

    [ουπλυβάτ’] ρ απομακρύνομαι κολυμπώντας

    Русско-эллинский словарь > уплывать

  • 45 уползать

    [ουπαλζάτ'] ρ απομακρύνομαι έρποντας

    Русско-эллинский словарь > уползать

  • 46 устраняться

    [ουστρανγτάτσα] ρ απομακρύνομαι

    Русско-эллинский словарь > устраняться

  • 47 забежать

    -бегу, -бежишь, -бегут
    ρ.σ.
    1. μπαίνω μέσα τρέχοντας•

    волк в деревню -ал ο λύκος μπήκε στο χωριό.

    || μπαίνω για λίγο, επισκέπτομαι στα γρήγορα, στα πεταχτά•

    он никогда к нам не -ал δεν πέρασε ούτε και για λίγο ποτέ από το σπίτι μας•

    забежать в магазин πετιέμαι στο μαγαζί.

    2. απομακρύνομαι, ξεμακραίνω, αλαργεύω.
    3. προηγούμαι, προπορεύομαι, προτρέχω, προβοδίζω.
    εκφρ.
    забежать вперед – προτρέχω, προπορεύομαι• ξεπερνώ, υπερβάλλω.

    Большой русско-греческий словарь > забежать

  • 48 забрести

    -бреду, -бредешь, παρλθ. χρ. забрел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. забредший
    ρ.σ.
    μπαίνω, πέφτω•

    скотина -ла в сад τα ζώα έπεσαν’στον δεντρόκηπο.

    || μπαίνω, περνώ δι,ο Βατικός. || περιπλανώμενος απομακρύνομαι•, мы -ли далеко в лес εμείς μπήκαμε βαθιά στο δάσος.

    Большой русско-греческий словарь > забрести

  • 49 заехать

    -еду, -едешь, προστκ. δεν έχει• ρ. σ.
    1. επισκέπτομαι περαστικός, περνώ διαβατικός. || έρχομαι να πάρω•

    я -еду за вами θα έρθω να σας πάρω•

    за мной -ли ήρθαν να με πάρουν.

    || μπαίνω εισέρχομαι•

    заехать во двор μπαίνω στην αυλή.

    2. απομακρύνομαι, προχωρώ μακριά•

    он -ал в трясину αυτός προχώρησε μακριά στο βαλτότοπο.

    3. στρίβω, στρέφω, γυρίζω• κρύβομαι•

    заехать за угол στρίβω στη γωνία,

    4. πατσίζω, χτυπώ.

    Большой русско-греческий словарь > заехать

  • 50 занестись

    -есусь, -есешься, παρλθ. χρ. занесся
    -еслась, -елось
    ρ.σ.
    1. παλ. προπορεύομαι, απομακρύνομαι πολύ.
    2. μτφ. παρασύρομαι από φαντασιοπληξίες, φαντασιοκοπώ.
    3. περηφανεύομαι, αλαζονεύομαι.
    4. αρχίζω να προπορεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > занестись

  • 51 заплывать

    ρ.δ.
    1. βλ. заплыть.
    2. πλέοντας βγαίνω κάπου ή απομακρύνομαι πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > заплывать

  • 52 неотлучно

    επίρ.
    αχώριστα, πάντοτε μαζί•

    -находиться при больном δεν απομακρύνομαι ούτε στιγμή από τον άρρωστο.

    Большой русско-греческий словарь > неотлучно

  • 53 несколько

    αριθμ. ποσοτ. κάμποσοι, μερικοί•

    несколько раз κάμποσες φορές•

    в -их местах σε μερικά μέρη•

    по -ку από κάμποσο•

    в -их словах με λίγα λόγια, κοντολογής.

    επίρ.
    μερικώς, εν μέρει, λίγο, κατά τι ως ένα βαθμό•

    несколько отвлечься от основой темы απομακρύνομαι λίγο από το κύριο θέμα•

    сделать несколько больше κάνω κάτι παραπάνω.

    Большой русско-греческий словарь > несколько

  • 54 отвлечь

    -еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. отвлк
    -влекла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвлеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. έλκω, τραβώ αποσπώ•

    отвлечь огонь противника на себя τραβώ τα πυρά του εχθρού ενάντιο μου•

    отвлечь внимание τραβώ την προσοχή•

    отвлечь кого от союза αποσπώ κάποιον από τη συμμαχία.

    2. ξεχωρίζω απομονώνω αφαιρώ.
    απομακρύνομαι, ξεφεύγω•

    отвлечь от темы ξεφεύγω από το θέμα.

    (φιλοσ.) αφαιρούμαι, ξεχωρίζομαι, εξαιρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > отвлечь

  • 55 отдалить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отдаленный, βρ: -лен, -лена, -лено.
    1. απομακρύνω, (ξε)μακραίνω•

    отдалить лупу от предмета απομακρύνω το φακό από το αντικείμενο.

    2. αναβάλλω για αργότερα μετατοπίζω, μεταφέρω, μεταθέτω..
    3. κρατώ σε απόσταση, μακριά. || αποξενώνω απομονώνω.
    απομακρύνομαι, αλαργεύω, (ξε)μακραίνω•

    лодка -лась от берега η βάρκα απομακρύνθηκε από την ακτή•

    -от темы разговора ξεφεύγω από το θέμα της συνομιλίας.

    || αποξενώνομαι απομονώνομαι•

    -от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους.

    Большой русско-греческий словарь > отдалить

  • 56 отделить

    елю
    -лшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отделенный, βρ: -лен, -лена, -леш
    ρ.σ.μ.
    1. χωρίζω, ξεχωρίζω διαχωρίζω ξεδιαλέγω•

    отделить желток от белка ξεχωρίζω τον κρόκο από τα ασπράδι.

    || αποχωρίζω, αφαιρώ, βγάζω•

    отделить кору от ствола ξεφλουδίζω τον κορμό.

    || κάνω διάκριση, διακρίνω, διαγιγνώσκω• αναγνωρίζω•

    отделить правду от лжи ξεχωρίζω την αλήθεια από το ψέμμα.

    2. απομονώνω ξεκόβω.
    3. παραχωρώ•

    отделить часть имения παραχωρώ μέρος της κτηματικής περιουσίας.

    1. αποχωρίζομαι, (ξε)χωρίζομαι• αφαιρούμαι βγαίνω•

    кора -лась от ствола η φλούδα βγήκε από τον κορμό.

    2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω.
    3. απομακρύνομαι.
    4. παλ. χωρίζω, ζω χώρια•

    он –лся от отца αυτός χώρισε από τον πατέρα.

    5. εκκρίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отделить

  • 57 отклонить

    -лоню, -лонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отклонённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. κλίνω, γέρνω•

    отклонить корпус назад γέρνω το σώμα πίσω.

    || λυγίζω•

    -ветку λυγίζω το κλαδάκι.

    || αποκλίνω παρεκκλίνω•

    изменение погоды -ло стрелку барометра η αλλαγή του καιρού έκανε να αποκλίνει ο δείκτης του βαρόμετρου.

    || κινώ, κουνώ•

    отклонить маятник κινώ το εκκρεμές.

    || απομακρύνω•

    отклонить от себя απομακρύνω από κοντά μου.

    2. αποτρέπω, εμποδίζω•

    он-ил его от необдуманного поступка αυτός τον απέτρεψε από την απερίσκεπτη πράξη,

    3. μτφ. απορρίπτω δε δέχομαι•

    отклонить просьбу απορρίπτω την αίτηση•

    отклонить приглашение δε δέχομαι, την πρόσκληση.

    1. αποκλίνω•

    стрелка -лась ο δείκτης απόκλινε.

    || εκκλίνω, αποφεύγω•

    от удара αποφεύγω το χτύπημα.

    2. παρεκκλίνω, λοξοδρομώ. || μτφ. απομακρύνομαι, ξεφεύγω•

    -от темы ξεφεύγω από το θέμα.

    Большой русско-греческий словарь > отклонить

  • 58 отлететь

    -лечу, -летишь ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ πετώντας, πετώ, αφίπταμαι•

    ласточки -ли τα χελιδόνια έφυγαν (αποδήμησαν), са-молт -л το αεροπλάνο πέταξε.

    || εξαφανίζομαι, χάνομαι, σβήνω•

    -ла молодость πάνε (έφυγαν) τα νιάτα•

    -ла от не улыбка έσβησε το χαμόγελο της.

    2. αναπηδώ, ανατινάζομαι, τίτ-νάζομαι, πετιέμαι πίσω•

    мяч -л от стены το τόπι χτυπώντας στον τοίχο, τινάχτηκε προς τα πίσω.

    3. αποσπώμαι, πετιέμαι πέρα ξεκολλώ•

    подошва -ла η σόλα βγήκε•

    пуговицы -ли τα κουμπιά (από το τέντωμα) πετάχτηκαν πέρα.

    || απομακρύνομαι• αφίπταμαι.

    Большой русско-греческий словарь > отлететь

  • 59 отложить

    -ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βάζω κατά μέρος• αποθέτω. || αφήνω, διατηρώκάτι για κάποιον•

    отложить на чрный день βάζω στην άκρη για ώρα ανάγκης.

    || τέμνω, χωρίζω.
    2. αναβάλλω•

    отложить на завтра αναβάλλω για αύριο•

    отложить свадьбу αναβάλλω το γάμο.

    3. παλ. αναδιπλώνω•

    отложить воротника κατεβάζω το γιακά.

    4. ξεζεύω.
    5. (διαλκ.) ανοίγω, σύρω, τραβώ (τοσύρτη, μάνταλο κ.τ.τ.).
    6. γεννώ, αποθέτω•

    отложить яйца αποθέτω αυγά για κλώσσισμα•

    отложить икру αποθέτω το γόνο, γονοβολώ, ωοτοκώ.

    7. (γεωλ.) σχηματίζω στρώματα.
    εκφρ.
    отложить попечение – δε φροντίζω πια, παύω να φροντίζω.
    1. (γεωλ.) κατακάθομαι, σχηματίζω στρώμα.
    2. μτφ. εντυπώνομαι, μου κολλά, μου μπαίνει•

    отложить в памяти εντυπώνομαι στη μνήμη.

    3. παλ. αποσπώμαι, ξεχωρίζω, γίνομαι ανεξάρτητος. || απομακρύνομαι, αποφεύγω απομονώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отложить

  • 60 отлучить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отлученный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ. παλ. ξεχωρίζω αποσπώ αποκόπτω, ξεκόβω απομακρύνω, διώχνω, εκτοπίζω, εξορίζω•

    отлучить здоровый скот от больного ξεχωρίζω τα γερά ζώα από τα αρρωστιάρικα•

    отлучить ребнка от груди αποθηλάζω•

    отлучить от церкви αφορίζω αναθεματίζω.

    απομακρύνομαι, φεύγω,αποχωρώ για λίγο.•

    Большой русско-греческий словарь > отлучить

См. также в других словарях:

  • απομακρύνομαι — απομακρύνομαι, απομακρύνθηκα, απομακρυσμένος βλ. πίν. 49 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φεύγω — έφυγα 1. αμτβ., απομακρύνομαι γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια, παίρνω δρόμο: Φεύγετε να φεύγουμε, τ έρχεται ο τουρλόπαπας… (δημ. τραγ., δηλ. όπου φύγει, φύγει). 2. αναχωρώ, αποχωρώ, απομακρύνομαι, αποσύρομαι: Αύριο φεύγω για το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • αναχωρώ — (AM ἀναχωρῶ, έω) απομακρύνομαι, φεύγω από κάπου για να πάω σε άλλον τόπο, αποχωρώ από κάπου για να μεταβώ αλλού, ξεκινώ μσν. παραμερίζω, αφήνω σε κάποιον το προβάδισμα αρχ. μσν. 1. αποχωρώ, αποσύρομαι 2. απομακρύνομαι από την κοινωνική ζωή για να …   Dictionary of Greek

  • αποσκιρτώ — (ΑΜ ἀποσκιρτῶ, άω) νεοελλ. μτφ. εγκαταλείπω την παράταξη στην οποία ανήκω και προσχωρώ σε άλλη μσν. απομακρύνομαι εγκαταλείποντας κάποιον ή κάτι αρχ. 1. (για ζώα) απομακρύνομαι πηδώντας 2. μτφ. είμαι άτακτος, δύστροπος, απειθής …   Dictionary of Greek

  • εκφεύγω — και ξεφεύγω (AM ἐκφεύγω) φεύγω έξω ή μακριά, ξεφεύγω, διαφεύγω μσν. 1. (μτβ.) αποφεύγω κάποιον ή κάτι 2. απομακρύνομαι από κάποιον 2. (αμτβ.) τρέπομαι σε φυγή 3. πηγαίνω με το μέρος κάποιου καταφεύγοντας κοντά του 4. (για ρούχο) φτάνω μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ξεβαίνω — (Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω) βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο μσν. 1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι 2. απελευθερώνομαι 3. αποβιβάζομαι 4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι 5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα 6.… …   Dictionary of Greek

  • σέβομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. σέβω Α 1. αισθάνομαι και εκδηλώνω σεβασμό προς κάποιον ή προς κάτι (α. «σέβομαι τους προγόνους μας» β. «σεβόμαστε την εθνική μας ιστορία» γ. «τὸν φίλον σέβεσθαι», Σοφ.) 2. τιμώ με ευλάβεια («σεβόμενη τὸν Θεόν», ΚΔ) νεοελλ. τηρώ …   Dictionary of Greek

  • έργω — ἔργω και ἐέργω (Α) 1. εμποδίζω, εγκλείω, περικλείω («Ἀθηναῑοι... εἶργον τοῑς ὁπλίταις», Θουκ.) 2. κλείνω στη φυλακή («τοὺς Πέρσας ἔρξε ὡς κατασκόπους δῆθεν ἐόντας», Ηρόδ.) 3. κλείνω σε περιφραγμένο χώρο, περικλείω («χρύσειαι δὲ θύραι πυκινόν… …   Dictionary of Greek

  • αλαργάρω — (κυρίως ναυτ. όρος) 1. απομακρύνομαι, ανοίγομαι στο πέλαγος 2. απομακρύνω, αλαργεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ρ. allargare «ευρύνω, ομαι, εκτείνω, ομαι, απλώνω, ομαι». ΠΑΡ. νεοελλ. αλαργάρισμα] …   Dictionary of Greek

  • αλαργεύω — 1. απομακρύνομαι, ξεμακραίνω, ξαλαργεύω 2. αραιώνω τις σχέσεις μου με κάποιον, αποτραβιέμαι 3. τοποθετώ κάτι μακριά, απομακρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργα. ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργεμα, αλαργεμός, αλάργεψη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»