-
41 отплывать
[ατπλυβάτ'] ρ απομακρύνομαι κολυμπώντας, αναχωρώ, σαλπάρω -
42 отстраняться
[ατστρανγιάτ"σα] ρ απομακρύνομαι -
43 удаляться
[ουνταλγιάτσα] ρ απομακρύνομαι, αποσύρομαι -
44 уплывать
[ουπλυβάτ’] ρ απομακρύνομαι κολυμπώντας -
45 уползать
[ουπαλζάτ'] ρ απομακρύνομαι έρποντας -
46 устраняться
[ουστρανγτάτσα] ρ απομακρύνομαι -
47 забежать
-бегу, -бежишь, -бегутρ.σ.1. μπαίνω μέσα τρέχοντας•волк в деревню -ал ο λύκος μπήκε στο χωριό.
|| μπαίνω για λίγο, επισκέπτομαι στα γρήγορα, στα πεταχτά•он никогда к нам не -ал δεν πέρασε ούτε και για λίγο ποτέ από το σπίτι μας•
забежать в магазин πετιέμαι στο μαγαζί.
2. απομακρύνομαι, ξεμακραίνω, αλαργεύω.3. προηγούμαι, προπορεύομαι, προτρέχω, προβοδίζω.εκφρ.забежать вперед – προτρέχω, προπορεύομαι• ξεπερνώ, υπερβάλλω. -
48 забрести
-бреду, -бредешь, παρλθ. χρ. забрел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. забредшийρ.σ.μπαίνω, πέφτω•скотина -ла в сад τα ζώα έπεσαν’στον δεντρόκηπο.
|| μπαίνω, περνώ δι,ο Βατικός. || περιπλανώμενος απομακρύνομαι•, мы -ли далеко в лес εμείς μπήκαμε βαθιά στο δάσος. -
49 заехать
-еду, -едешь, προστκ. δεν έχει• ρ. σ.1. επισκέπτομαι περαστικός, περνώ διαβατικός. || έρχομαι να πάρω•я -еду за вами θα έρθω να σας πάρω•
за мной -ли ήρθαν να με πάρουν.
|| μπαίνω εισέρχομαι•заехать во двор μπαίνω στην αυλή.
2. απομακρύνομαι, προχωρώ μακριά•он -ал в трясину αυτός προχώρησε μακριά στο βαλτότοπο.
3. στρίβω, στρέφω, γυρίζω• κρύβομαι•заехать за угол στρίβω στη γωνία,
4. πατσίζω, χτυπώ. -
50 занестись
-есусь, -есешься, παρλθ. χρ. занесся-еслась, -елосьρ.σ.1. παλ. προπορεύομαι, απομακρύνομαι πολύ.2. μτφ. παρασύρομαι από φαντασιοπληξίες, φαντασιοκοπώ.3. περηφανεύομαι, αλαζονεύομαι.4. αρχίζω να προπορεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
51 заплывать
ρ.δ.1. βλ. заплыть.2. πλέοντας βγαίνω κάπου ή απομακρύνομαι πολύ. -
52 неотлучно
επίρ.αχώριστα, πάντοτε μαζί•-находиться при больном δεν απομακρύνομαι ούτε στιγμή από τον άρρωστο.
-
53 несколько
αριθμ. ποσοτ. κάμποσοι, μερικοί•несколько раз κάμποσες φορές•
в -их местах σε μερικά μέρη•
по -ку από κάμποσο•
в -их словах με λίγα λόγια, κοντολογής.
επίρ.μερικώς, εν μέρει, λίγο, κατά τι ως ένα βαθμό•несколько отвлечься от основой темы απομακρύνομαι λίγο από το κύριο θέμα•
сделать несколько больше κάνω κάτι παραπάνω.
-
54 отвлечь
-еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. отвлк-влекла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвлеченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. έλκω, τραβώ αποσπώ•отвлечь огонь противника на себя τραβώ τα πυρά του εχθρού ενάντιο μου•
отвлечь внимание τραβώ την προσοχή•
отвлечь кого от союза αποσπώ κάποιον από τη συμμαχία.
2. ξεχωρίζω απομονώνω αφαιρώ.απομακρύνομαι, ξεφεύγω•отвлечь от темы ξεφεύγω από το θέμα.
(φιλοσ.) αφαιρούμαι, ξεχωρίζομαι, εξαιρούμαι. -
55 отдалить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отдаленный, βρ: -лен, -лена, -лено.1. απομακρύνω, (ξε)μακραίνω•отдалить лупу от предмета απομακρύνω το φακό από το αντικείμενο.
2. αναβάλλω για αργότερα μετατοπίζω, μεταφέρω, μεταθέτω..3. κρατώ σε απόσταση, μακριά. || αποξενώνω απομονώνω.απομακρύνομαι, αλαργεύω, (ξε)μακραίνω•лодка -лась от берега η βάρκα απομακρύνθηκε από την ακτή•
-от темы разговора ξεφεύγω από το θέμα της συνομιλίας.
|| αποξενώνομαι απομονώνομαι•-от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους.
-
56 отделить
елю-лшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отделенный, βρ: -лен, -лена, -лешρ.σ.μ.1. χωρίζω, ξεχωρίζω διαχωρίζω ξεδιαλέγω•отделить желток от белка ξεχωρίζω τον κρόκο από τα ασπράδι.
|| αποχωρίζω, αφαιρώ, βγάζω•отделить кору от ствола ξεφλουδίζω τον κορμό.
|| κάνω διάκριση, διακρίνω, διαγιγνώσκω• αναγνωρίζω•отделить правду от лжи ξεχωρίζω την αλήθεια από το ψέμμα.
2. απομονώνω ξεκόβω.3. παραχωρώ•отделить часть имения παραχωρώ μέρος της κτηματικής περιουσίας.
1. αποχωρίζομαι, (ξε)χωρίζομαι• αφαιρούμαι βγαίνω•кора -лась от ствола η φλούδα βγήκε από τον κορμό.
2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω.3. απομακρύνομαι.4. παλ. χωρίζω, ζω χώρια•он –лся от отца αυτός χώρισε από τον πατέρα.
5. εκκρίνομαι. -
57 отклонить
-лоню, -лонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отклонённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.1. κλίνω, γέρνω•отклонить корпус назад γέρνω το σώμα πίσω.
|| λυγίζω•-ветку λυγίζω το κλαδάκι.
|| αποκλίνω παρεκκλίνω•изменение погоды -ло стрелку барометра η αλλαγή του καιρού έκανε να αποκλίνει ο δείκτης του βαρόμετρου.
|| κινώ, κουνώ•отклонить маятник κινώ το εκκρεμές.
|| απομακρύνω•отклонить от себя απομακρύνω από κοντά μου.
2. αποτρέπω, εμποδίζω•он-ил его от необдуманного поступка αυτός τον απέτρεψε από την απερίσκεπτη πράξη,
3. μτφ. απορρίπτω δε δέχομαι•отклонить просьбу απορρίπτω την αίτηση•
отклонить приглашение δε δέχομαι, την πρόσκληση.
1. αποκλίνω•стрелка -лась ο δείκτης απόκλινε.
|| εκκλίνω, αποφεύγω•от удара αποφεύγω το χτύπημα.
2. παρεκκλίνω, λοξοδρομώ. || μτφ. απομακρύνομαι, ξεφεύγω•-от темы ξεφεύγω από το θέμα.
-
58 отлететь
-лечу, -летишь ρ.σ.1. φεύγω, αναχωρώ πετώντας, πετώ, αφίπταμαι•ласточки -ли τα χελιδόνια έφυγαν (αποδήμησαν), са-молт -л το αεροπλάνο πέταξε.
|| εξαφανίζομαι, χάνομαι, σβήνω•-ла молодость πάνε (έφυγαν) τα νιάτα•
-ла от не улыбка έσβησε το χαμόγελο της.
2. αναπηδώ, ανατινάζομαι, τίτ-νάζομαι, πετιέμαι πίσω•мяч -л от стены το τόπι χτυπώντας στον τοίχο, τινάχτηκε προς τα πίσω.
3. αποσπώμαι, πετιέμαι πέρα ξεκολλώ•подошва -ла η σόλα βγήκε•
пуговицы -ли τα κουμπιά (από το τέντωμα) πετάχτηκαν πέρα.
|| απομακρύνομαι• αφίπταμαι. -
59 отложить
-ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отложенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. βάζω κατά μέρος• αποθέτω. || αφήνω, διατηρώκάτι για κάποιον•отложить на чрный день βάζω στην άκρη για ώρα ανάγκης.
|| τέμνω, χωρίζω.2. αναβάλλω•отложить на завтра αναβάλλω για αύριο•
отложить свадьбу αναβάλλω το γάμο.
3. παλ. αναδιπλώνω•отложить воротника κατεβάζω το γιακά.
4. ξεζεύω.5. (διαλκ.) ανοίγω, σύρω, τραβώ (τοσύρτη, μάνταλο κ.τ.τ.).6. γεννώ, αποθέτω•отложить яйца αποθέτω αυγά για κλώσσισμα•
отложить икру αποθέτω το γόνο, γονοβολώ, ωοτοκώ.
7. (γεωλ.) σχηματίζω στρώματα.εκφρ.отложить попечение – δε φροντίζω πια, παύω να φροντίζω.1. (γεωλ.) κατακάθομαι, σχηματίζω στρώμα.2. μτφ. εντυπώνομαι, μου κολλά, μου μπαίνει•отложить в памяти εντυπώνομαι στη μνήμη.
3. παλ. αποσπώμαι, ξεχωρίζω, γίνομαι ανεξάρτητος. || απομακρύνομαι, αποφεύγω απομονώνομαι. -
60 отлучить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отлученный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ. παλ. ξεχωρίζω αποσπώ αποκόπτω, ξεκόβω απομακρύνω, διώχνω, εκτοπίζω, εξορίζω•отлучить здоровый скот от больного ξεχωρίζω τα γερά ζώα από τα αρρωστιάρικα•
отлучить ребнка от груди αποθηλάζω•
отлучить от церкви αφορίζω αναθεματίζω.
απομακρύνομαι, φεύγω,αποχωρώ για λίγο.•
См. также в других словарях:
απομακρύνομαι — απομακρύνομαι, απομακρύνθηκα, απομακρυσμένος βλ. πίν. 49 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φεύγω — έφυγα 1. αμτβ., απομακρύνομαι γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια, παίρνω δρόμο: Φεύγετε να φεύγουμε, τ έρχεται ο τουρλόπαπας… (δημ. τραγ., δηλ. όπου φύγει, φύγει). 2. αναχωρώ, αποχωρώ, απομακρύνομαι, αποσύρομαι: Αύριο φεύγω για το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… … Dictionary of Greek
αναχωρώ — (AM ἀναχωρῶ, έω) απομακρύνομαι, φεύγω από κάπου για να πάω σε άλλον τόπο, αποχωρώ από κάπου για να μεταβώ αλλού, ξεκινώ μσν. παραμερίζω, αφήνω σε κάποιον το προβάδισμα αρχ. μσν. 1. αποχωρώ, αποσύρομαι 2. απομακρύνομαι από την κοινωνική ζωή για να … Dictionary of Greek
αποσκιρτώ — (ΑΜ ἀποσκιρτῶ, άω) νεοελλ. μτφ. εγκαταλείπω την παράταξη στην οποία ανήκω και προσχωρώ σε άλλη μσν. απομακρύνομαι εγκαταλείποντας κάποιον ή κάτι αρχ. 1. (για ζώα) απομακρύνομαι πηδώντας 2. μτφ. είμαι άτακτος, δύστροπος, απειθής … Dictionary of Greek
εκφεύγω — και ξεφεύγω (AM ἐκφεύγω) φεύγω έξω ή μακριά, ξεφεύγω, διαφεύγω μσν. 1. (μτβ.) αποφεύγω κάποιον ή κάτι 2. απομακρύνομαι από κάποιον 2. (αμτβ.) τρέπομαι σε φυγή 3. πηγαίνω με το μέρος κάποιου καταφεύγοντας κοντά του 4. (για ρούχο) φτάνω μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
ξεβαίνω — (Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω) βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο μσν. 1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι 2. απελευθερώνομαι 3. αποβιβάζομαι 4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι 5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα 6.… … Dictionary of Greek
σέβομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. σέβω Α 1. αισθάνομαι και εκδηλώνω σεβασμό προς κάποιον ή προς κάτι (α. «σέβομαι τους προγόνους μας» β. «σεβόμαστε την εθνική μας ιστορία» γ. «τὸν φίλον σέβεσθαι», Σοφ.) 2. τιμώ με ευλάβεια («σεβόμενη τὸν Θεόν», ΚΔ) νεοελλ. τηρώ … Dictionary of Greek
έργω — ἔργω και ἐέργω (Α) 1. εμποδίζω, εγκλείω, περικλείω («Ἀθηναῑοι... εἶργον τοῑς ὁπλίταις», Θουκ.) 2. κλείνω στη φυλακή («τοὺς Πέρσας ἔρξε ὡς κατασκόπους δῆθεν ἐόντας», Ηρόδ.) 3. κλείνω σε περιφραγμένο χώρο, περικλείω («χρύσειαι δὲ θύραι πυκινόν… … Dictionary of Greek
αλαργάρω — (κυρίως ναυτ. όρος) 1. απομακρύνομαι, ανοίγομαι στο πέλαγος 2. απομακρύνω, αλαργεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ρ. allargare «ευρύνω, ομαι, εκτείνω, ομαι, απλώνω, ομαι». ΠΑΡ. νεοελλ. αλαργάρισμα] … Dictionary of Greek
αλαργεύω — 1. απομακρύνομαι, ξεμακραίνω, ξαλαργεύω 2. αραιώνω τις σχέσεις μου με κάποιον, αποτραβιέμαι 3. τοποθετώ κάτι μακριά, απομακρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργα. ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργεμα, αλαργεμός, αλάργεψη] … Dictionary of Greek