Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αφαιρούμαι

  • 1 отвлекаться

    αφαιρούμαι; αποσπώμαι, απομακρύνομαι

    отвлека́тьсяся от те́мы — αποσπώμαι από το θέμα

    Русско-греческий словарь > отвлекаться

  • 2 отвлекать

    отвлекать, отвлечь αποσπώ, απομακρύνω· \отвлекать внимание αποσπώ την προσοχή \отвлекаться αφαιρούμαι* αποσπώμαι, απομακρύνομαι* \отвлекаться от темы αποσπώμαι από το θέμα
    * * *
    = отвлечь
    αποσπώ, απομακρύνω

    отвлека́ть внима́ние — αποσπώ την προσοχή

    Русско-греческий словарь > отвлекать

  • 3 отвлекаться

    отвлекать||ся
    1. ἀποσπῶμαι, ξεχνῶ, ἀφαι-ροϋμαι:
    \отвлекатьсяся от работы ἀποσπῶμαι ἀπό τήν ἐργασία μου· \отвлекатьсяся от мысли ξεχνῶ τήν σκέψη·
    2. филос. ἀφαιρούμαι.

    Русско-новогреческий словарь > отвлекаться

  • 4 отвлекаться

    [ατβλικάτ’σα] ρ. αφαιρούμαι

    Русско-греческий новый словарь > отвлекаться

  • 5 отвлекаться

    [ατβλικάτ’σα] ρ αφαιρούμαι

    Русско-эллинский словарь > отвлекаться

  • 6 выкладывать

    ρ.δ.
    1. βλ. выложить.
    2. (απλ.) αφαιρώ, κάνω αφαίρεση, βγάζω•

    выкладывать по пальцам κάνω αφαίρεση με τα δάχτυλα.

    1. εκτίθεμαι.
    2. αφαιρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > выкладывать

  • 7 забыть

    -буду, -будешь, προστκ. ;забуць, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забытый, βρ: -быт, -а, -о
    ρ.σ,
    1. λησμονώ, ξεχνώ•

    забыть номер телефона ξεχνώ τον αριθμό του τηλεφώνου•

    -дем прошлое λήθη στο παρελθόν•

    вы нас совсем -ли εσείς μας! ξεχάσατε τελείως.

    2. παραμελώ, αφήνω χωρίς επίβλεψη.
    εκφρ.
    забыл дорогу куда – ξέχασα το δρόμο για κάπου (έπαυσα να μεταβαίνω κάπου)•
    забыл думать – έπαψα να σκέφτομαι (δε με ενδιαφέρει)•
    забыть чью ή какую хлеб-соль – ξεχνώ το καλό που μου έκανε (είμαι αγνώμονας)•
    не забыть – α) «кого» δεν ξεχνώ κάποιον (για αμοιβή)• β) «кому-чего» δεν ξεχνώ κάποιον, δεν συγχωρώ•
    себя не забыть – δεν ξεχνώ τον εαυτό μου (προκειμένου για κέρδος, όφελος)•
    что я -был? (тамκ.τ.τ.) τι δουλειά έχω εγώ εκεί; τι να κάνω εκεί;
    1. κοιμούμαι λιγάκι, με παίρνει λίγο ο ύπνος.
    2. ξεχνιέμαι, αφαιρούμαι.
    3. παραφέρομαι, εξοργίζομαι. || εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι, εκτραχηλίζομαι.
    4. λησμονώ, ξεχνώ.

    Большой русско-греческий словарь > забыть

  • 8 изымать

    -аю, -аешь κ. παλ. изъемлю
    --маешь ρ.δ.
    βλ. изъять.
    αποσύρομαι, ανακαλούμαι. || αφαιρούμαι• κατάσχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > изымать

  • 9 отбавлять

    ρ.δ.
    βλ. отбавить.
    εκφρ.
    хоть -яй – δεν τελειώνει, είναι άσωτος, αστείρευτος, βγάλε όσο θέλεις.
    αφαιρούμαι, λιγοστεύω, εκκενώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отбавлять

  • 10 отбирать

    ρ.δ.
    βλ. отобрать.
    1. αφαιρούμαι, παίρνομαι• πιάνομαι.
    2. εκλέγομαι, διαλέγομαι.
    3. συγκεντρώνομαι, περισυλλέγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отбирать

  • 11 отвлечь

    -еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. отвлк
    -влекла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвлеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. έλκω, τραβώ αποσπώ•

    отвлечь огонь противника на себя τραβώ τα πυρά του εχθρού ενάντιο μου•

    отвлечь внимание τραβώ την προσοχή•

    отвлечь кого от союза αποσπώ κάποιον από τη συμμαχία.

    2. ξεχωρίζω απομονώνω αφαιρώ.
    απομακρύνομαι, ξεφεύγω•

    отвлечь от темы ξεφεύγω από το θέμα.

    (φιλοσ.) αφαιρούμαι, ξεχωρίζομαι, εξαιρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > отвлечь

  • 12 отделить

    елю
    -лшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отделенный, βρ: -лен, -лена, -леш
    ρ.σ.μ.
    1. χωρίζω, ξεχωρίζω διαχωρίζω ξεδιαλέγω•

    отделить желток от белка ξεχωρίζω τον κρόκο από τα ασπράδι.

    || αποχωρίζω, αφαιρώ, βγάζω•

    отделить кору от ствола ξεφλουδίζω τον κορμό.

    || κάνω διάκριση, διακρίνω, διαγιγνώσκω• αναγνωρίζω•

    отделить правду от лжи ξεχωρίζω την αλήθεια από το ψέμμα.

    2. απομονώνω ξεκόβω.
    3. παραχωρώ•

    отделить часть имения παραχωρώ μέρος της κτηματικής περιουσίας.

    1. αποχωρίζομαι, (ξε)χωρίζομαι• αφαιρούμαι βγαίνω•

    кора -лась от ствола η φλούδα βγήκε από τον κορμό.

    2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω.
    3. απομακρύνομαι.
    4. παλ. χωρίζω, ζω χώρια•

    он –лся от отца αυτός χώρισε από τον πατέρα.

    5. εκκρίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отделить

  • 13 снять

    сниму, снимешь, παρλθ. χρ. снял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снятый βρ: снят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, φτάνω•

    снять книгу с полки παίρνω το βιβλίο από το ράφι•

    пальто с вещалки παίρνω το πανωφόρι από την κρεμάστρα.

    || βγάζω, αφαιρώ•

    снять паутину со стен παίρνω την αράχνη (ιστό) από τον τοίχο•

    снять чайник с огня βγάζω το τσαγιερό από τη φωτιά•

    снять пальто βγάζω το πανωφόρι•

    снять пену παίρνω τον αφρό, ξαφρίζω•

    снять туфли βγάζω τα παπούτσια•

    снять грим βγάζω το μακιγιάζ•

    шкуру γδέρνω.

    2. αίρω• λύνω• παύω, σταματώ•

    снять блокаду αίρω τον αποκλεισμό•

    снять осаду λύνω την πολιορκία•

    снять арест с имущества αϊ-ι ρω την κατάσχεση της περιουσίας•

    снять запрещение (запрет) αίρω την απαγόρευση.

    || απαλλάσσω• απελευθερώνω, λυτρώνω•

    снять выговор απαλλάσσω από την ποί,νή,

    3. μαζεύω, συγκεντρώνω• συγκομίζω•

    снять урожай μαζεύω τη σοδειά•

    снять яблоки в саду μαζεύω τα μήλα στον κήπο.

    4. (στρατ.) ανακαλώ• απομακρύνω από το πόστο ή την τοποθεσία. || εξουδετερώνω, φο-
    νεύω• παίρνω•

    снять его очередью τον παίρνω με τη ριπή.

    5. διώχνω, κατεβάζω•

    снять безбилетного пассажира κατεβάζω το λαθρεπιβάτη.

    6. απολύω, παύω• απομακρύνω•

    снять с работы απολύω από τη δουλειά.

    7. αποσύρω•

    снять своё предложение αποσύρω την πρόταση μου.

    8. μεταφέρω, βγάζω ακριβώς•

    снять копию βγάζω αντίγραφο•

    фасон с журнала βγάζω σχέδιο από το περιοδικό.

    9. τραβώ, φωτογραφίζω•

    снять кинокартину τραβώ κινηματογραφική ταινία•

    снять детей в фотографии φωτογραφίζω τα παιδιά.• снять во весь рост φωτογραφίζω ολόκληρον.

    10. μισθώνω, (ε)-νοικιάζω•

    снять дачу νοικιάζω έπαυλη.

    11. (χαρτπ.) κόβω τα χαρτιά (για μοίρασμα).
    εκφρ.
    голову – α) θα σου πάρω το κεφάλι (απειλή), β) φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση•
    снять допрос (ή показания) – ανακρίνω, παίρνω ανακρίσεις•снять мр-ку παίρνω τα μέτρα (διαστάσεων, μεγέθους)•
    снять подряд на чтоβλ. подрядиться• снять швы βγάζω τις κλωστές (από τη ραμμένη πληγή)•
    снять с учта – διαγράφω, ξεγράφω• σβήνω από τα χαρτιά•
    как рукой -ло – πέρασε μονομιάς (γιαπόνο, κούραση κ.τ.τ.)• снять с себя ответственность απαλλάσσομαι της ευθύνης.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι, αποσπώμαι•

    топор -лся с топорища το τσεκούρι βγήκε από το στειλώρι.

    2. εξαφανίζομαι, χάνομαι• φεύγω.
    3. αφαιρούμαι, απαλείφομαι•

    грим легко -лся το μακιγιάζ εύκολα βγήκε.

    4. αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι• απαγκιστρώνομαι.
    5. απέρχομαι, αφήνω, εγκαταλείπω.
    6. πηγαίνω, κατευθύνομαι.
    7. φωτογραφίζομαι.
    εκφρ.
    снять с учта – διαγράφομαι, ξεγράφομαι, σβήνομαι από τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > снять

  • 14 совлекать

    ρ.δ.
    βλ. совлечь.
    αφαιρούμαι, βγαίνω. || αποτραβιέμαι, απομακρύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > совлекать

  • 15 стащить

    -щу, -щишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стащенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σέρνω, σύρω, μεταφέρω σέρνοντας•

    стащить мешок σέρνω το τσουβάλι.

    || παίρνω•

    стащить скатерть со стола παίρνω το τραπεζομάντηλο από το τραπέζι.

    || βγάζω•

    стащить чулки βγάζω τις κάλτσες•

    стащить сэлоги βγάζω τις μπότες.

    2. τραβώ•

    стащить лодку в воду τραβώ τη βάρκα στο νερό.

    || παρασύρω? его -ли в церковь τον πήραν στην εκκλησία.
    3. κλέφτω, βουτώ.
    βγαίνω• αφαιρούμαι• μετακινούμαι με δυσκολία.

    Большой русско-греческий словарь > стащить

  • 16 счерпывать

    ρ.δ.
    βλ. счерпать.
    αφαιρούμαι, βγαίνω• αντλούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > счерпывать

  • 17 счистить

    ρ.σ.μ. καθαρίζω, αφαιρώ, βγάζω•

    -снег с пути εκχιονίζω το δρόμο•

    счистить грязь βγάζω τις λάσπες•

    счистить конуру с апельсина ξεφλουδίζω το πορτοκάλι.

    καθαρίζομαι, αφαιρούμαι, βγαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > счистить

См. также в других словарях:

  • αφαιρούμαι — αφαιρούμαι, αφαιρέθηκα, αφηρημένος βλ. πίν. 77 και πρβλ. αφαιριέμαι Σημειώσεις: αφαιρούμαι – αφαιριέμαι : αποσπώμαι από το περιβάλλον, δε συγκεντρώνομαι σ αυτό που γίνεται γύρω μου. Η μτχ. αφηρημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (αφηρημένος μαθητής …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀφαιροῦμαι — ἀφαιρέω take away from pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀφαιρέω take away from pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφαιρώ — (Α ἀφαιρῶ, έω) 1. παίρνω ένα μέρος από κάτι, αποσπώ 2. στερώ, αποστερώ 3. ελαττώνω, μειώνω νεοελλ. 1. κλέβω, υπεξαιρώ 2. αποβάλλω, βγάζω 3. μαθ. κάνω την πράξη της αφαίρεσης 4. μέσ. αφαιρούμαι ελαττώνεται η πνευματική μου συγκέντρωση ή η προσοχή… …   Dictionary of Greek

  • αφαιριέμαι — αφαιριέμαι, αφαιρέθηκα, αφηρημένος βλ. πίν. 63 και πρβλ. αφαιρούμαι Σημειώσεις: αφαιρούμαι – αφαιριέμαι : αποσπώμαι από το περιβάλλον, δε συγκεντρώνομαι σ αυτό που γίνεται γύρω μου. Η μτχ. αφηρημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (αφηρημένος μαθητής …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • λησμονώ — έω και άω και αλησμονώ (Μ λησμονῶ, έω και ἀλησμονώ) [λήσμων] 1. ξεχνώ ένα γεγονός ή ένα πράγμα, παύω να θυμάμαι, μού διαφεύγει κάτι («λησμόνησα τη διεύθυνση τού σπιτιού σου») 2. αμελώ ή παραβαίνω ανειλημμένο καθήκον ή υποχρέωση («λησμόνησε πάλι… …   Dictionary of Greek

  • ξελησμονώ — και ξαλησμονώ, άω 1. λησμονώ, ξεχνώ 2. (το παθ.) ξελησμονιέμαι αφαιρούμαι («ξελησμονήθηκα με την κουβέντα και δεν τού τό είπα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + λησμονώ / αλησμονώ] …   Dictionary of Greek

  • περικόπτω — ΝΜΑ και περικόβω Ν νεοελλ. 1. αφαιρώ μέρη από ένα σύνολο, λ.χ. από κείμενο, κινηματογραφική ταινία κ.λπ. 2. μειώνω, ελαττώνω, περιστέλλω περιορίζω νεοελλ. αρχ. κόβω κάτι ολόγυρα, στις άκρες, ακρωτηριάζω, κολοβώνω, κουτσουρεύω μσν. αρχ. αναχαιτίζω …   Dictionary of Greek

  • πρόσκειμαι — ΝΑ [κεῑμαι] 1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.) 2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • αποξεχνώ — και αποξεχάνω ασα, άστηκα, ασμένος, ξεχνώ, λησμονώ κάτι εντελώς: Εσύ μου το χες πει, αλλά εγώ το αποξέχασα· το μέσ. αποξεχνιέμαι και ιούμαι αφαιρούμαι, ξεχνιέμαι: Αποξεχάστηκα και δεν άκουσα τι μου είπες. Ουσ. αποξεχασμός, ο και αποξέχασμα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»