-
1 ανταλλαγή
-
2 ανταλλαγή
[анталлаги] ома. Θ. обмен. -
3 αιχμάλωτος
η, ο [ος, ον ] 1.1) пленный;ανταλλαγή αιχμάλώτων — обмен пленными;
πιάνω αιχμάλωτο — брать в плен;
παραδίδομαι αιχμάλωτος — сдаваться в плен;
2) перен. связанный (обещанием);είμαι αιχμάλωτος τού λόγου πού έδωκα — я связан словом;
2. (ο) пленник;έγινε αιχμάλωτος των θέλγητρων της — она очаровала его
-
4 γνώμη
I η1) мнение; точка зрения; взгляд, убеждение;σφαλερή ( — или λαθεμένη) γνώμ — ошибочное мнение;
ορθή γνώμη — правильное мнение;
ανταλλαγή γνώμών — обмен мнениями;
αλλάζω γνώμη — раздумать, передумать;
λέγω ( — или εκφέρω) την γνώμη μου — сказать своё мнение, суждение; — высказываться;
έχω δική μου γνώμη — иметь своё мнение; — жить своим умом;
δεν έχω δική μου γνώμη — не иметь своего мнения; — жить чужим умом;
έχω καλή (κακή) γνώμη γιά κάποιον — быть хорошего (плохого) мнения о ком-л.;
έχω διαφορετική γνώμη — расходиться во взглядах;
κατά τη γνώμη μου — по-моему, на мой взгляд;
συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου — я разделяю чье-л. мнение;
είμαι της ίδιας γνώμης — быть того же мнения;
είμαι της γνώμης ότι ( — или πώς)... — я думаю, считаю, что...;
συμφωνώ ( — или είμαι) με τη γνώμη σας — я присоединяюсь к вашему мнению, я согласен с вами;
τί γνώμη έχεις...; — какого ты мнения...?;
2) см. γνωμάτευση;γνώμη (τού) γιατρού (της επιτροπής) — заключение врача (комиссии);
γι' αυτό το ζήτημα ( — или πάνω σ' αυτό) δεν μπορώ να έχω γνώμη — в этом вопросе я не компетентен, я не специалист в отом деле;
3) мысли; желания, намерения;4) согласие, одобрение;χωρίς τη γνώμη σου δεν παντρεύομαι — без твоего согласия я не женюсь;
5) характер, нрав; натура;δύσκολη γνώμη — тяжёлый характер;
ο άνθρωπος αυτός είναι καλής (κακής) γνώμης — у этого человека хороший (плохой) характер;
§ κοινή γνώμη — общественное мнение;
υποβαλλω γνώμη — предлагать
γνώμη2II η фольк, жена гнома -
5 πυρ
(πυρός) τό1) огонь;παραδίδω εις το πυρ — жечь, сжигать;
2) воен, огонь, пальба, стрельба; обстрел;φραγμός πυρός — огневая завеса;
θέσις πυρός — огневая позиция;
πυρά φραγμού — заградительный огонь;
καταιγιστικά (διασταυρούμενα) πυρά — шквальный (перекрёстный) огонь;
κατάπαυση τού πυρός — прекращение огня;
ανοίγω πυρά — открывать огонь;
παύω το πυρ — прекращать огонь;
διεξάγω εύστοχα πυρά — вести прицельный огонь;
δεν ακούγονται πυρά — не слышно выстрелов;
ανταλλαγή πυρών — перестрелка;
γραμμή πυρός — огневой рубеж, линия огня;
πυρ! огонь! (команда);
υπό τα πυρά — под огнём;
§ ασβεστον πυρ — вечный огонь;
διά πυρός και σιδήρου — огнём и мечом;
μεταξύ δυό πυρών — между двух огней;
είμαι πυρ και μανία — метать громы и молнии; — рвать и метать
-
6 ύλη
η1) вещество, материал;πρώτες ύλες — сырьё;
πλαστικές ύλες — пластмассы;
καύσιμη ύλη — горючее (топливо);
ανταλλαγή ( — или εναλλαγή) ύλης — обмен веществ;
2) перен. материал; тема, содержание (книги и т. п.); объект (науки);ύλ εφημερίδας — газетный материал;
γλωσσική ύλη — языковой материал;
3) филос, материя;4) материальные блага;§ γραφική ύλη — письменные принадлежности
См. также в других словарях:
ἀνταλλαγή — exchanging fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανταλλαγή — Η αλλαγή ενός πράγματος με έναάλλο. Στις πρωτόγονες οικονομίες, τα οικονομικά αγαθά ανταλλάσσονται πάντοτε μεταξύ τους (ο ψαράς προσφέρει τα ψάρια του στον αγρότη και παίρνει ως αντάλλαγμα σιτάρι), χωρίς προσφυγή στον ενδιάμεσο ρόλο του χρήματος … Dictionary of Greek
ανταλλαγή — η 1. το να δίνει κανείς κάτι και να παίρνει γι αυτό κάτι άλλο, αλλαξιά: Το μεταξύ των δύο αυτών χωρών εμπόριο κυρίως είναι ανταλλαγή προϊόντων. 2. (φυσιολ.), «ανταλλαγή της ύλης», η συνεχής αποσύνθεση και αναγέννηση των κυττάρων στους ζωντανούς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνταλλαγῇ — ἀνταλλάσσω exchange aor subj pass 3rd sg ἀνταλλάσσω exchange aor subj pass 3rd sg ἀνταλλαγή exchanging fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναλλαγή — Ανταλλαγή γενετικού υλικού ανάμεσα σε ζεύγη χρωμοσωμάτων που προέρχονται από τους δύο γονείς ενός ατόμου, στη διάρκεια του σχηματισμού του ωαρίου και του σπερματοζωαρίου. * * * η (AM ἐναλλαγή) 1. αμοιβαία αλλαγή, εκ περιτροπής διαδοχή, διαδοχική… … Dictionary of Greek
ἀνταλλαγαῖς — ἀνταλλαγή exchanging fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταλλαγαί — ἀνταλλαγή exchanging fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταλλαγῆς — ἀνταλλαγή exchanging fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταλλαγήν — ἀνταλλαγή exchanging fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης … Dictionary of Greek