Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

καύσιμη

  • 1 βαρύς

    (ε)ιά, ύ [εία, ύ ]
    1) тяжёлый (по весу);

    βαρύ φορτίο — тяжёлый груз;

    2) перен. тяжёлый, тяжело переносимый; гнетущий, тягостный;

    βαρ(ε)ιά λύπη — тяжёлое горе;

    βαρ(ε)ιά στενοχώρια — гнетущая тоска;

    βαρ(ε)ιά εντύπωση — тягостное впечатление;

    βαρ(ε)ιά φροντίδα — тяжёлое бремя;

    3) тяжёлый, трудный, обременительный (о деле);

    βαρ(ε)ιά αποστολή — обременительное поручение;

    βαρ(ε)ιά δουλιά — тяжёлая работа;

    βαρύς κόπος — тяжёлый труд;

    βαρεις όροι συμφωνίας — тяжёлые условия договора;

    4) тяжёлый, тяжеловесный; неуклюжий; громоздкий; грузный;

    βαρύ οικοδόμημα — громоздкое сооружение;

    βαρύς άνθρωπος — грузный человек;

    βαρύ ύφος — тяжёлый стиль;

    5) тяжёлый, серьёзный;

    βαρύ τραδμα — тяжёлая рана;

    βαρύ πταίσμα (λάθος) — тяжёлая вина (ошибка);

    βαρύ έγκλημα — тяжкое преступление;

    6) суровый, строгий;

    βαρ(ε)ιά ποινή — суровое, тяжёлое наказание;

    βαρ(ε)ιά επίπληξη — строгий выговор;

    7) тяжёлый, неприятный;

    βαρ(ε)ιά ημέρα — тяжёлый день;

    βαρύ αίσθημα — тяжёлое чувство;

    βαρύς χαρακτήρας — тяжёлый характер;

    βαρ(ε)ιά αποφορά — тяжёлый запах;

    βαριά αρώματα — резкий запах духов;

    βαρ(ε)ιά ατμόσφαιρα — а) тяжёлый воздух; — б) перен. тяжёлая атмосфера;

    8) тяжёлый (о пище); крепкий (о напитках и т. п.);

    βαρύ φα(γ)ί — тяжёлая пища;

    βαρύς καφές — крепкий кофе;

    βαρύ κρασί — крепкое вино;

    βαρύ τσιγάρο — крепкая сигарета;

    9) густой (о жидкости и т. п.);

    βαρύ λάδι — густое масло;

    βαρύ πετρέλαιο — густая нефть;

    10) низкий, густой, полнозвучный (о звуке и т. п.);

    βαρ(ε)ιά φωνή — низкий голос;

    11) тяжёлый, важный, серьёзный, значительный;

    βαρ(ε)ιά ευθύνη — тяжёлая ответственность;

    12) тяжеловесный, тяжёлый;
    13) ценный, дорогой, драгоценный;

    βαρύ δώρο — ценный подарок;

    βαρ(ε)ιά προικιά — большое приданое;

    14) прям., перен. мрачный, угрюмый;

    είναι βαρύς απόψε — он сегодня мрачный, молчаливый;

    βαρύς ουρανός — мрачное, облачное небо;

    § βαριά όπλα — тяжёлое оружие;

    βαρύ πυροβολικό — тяжёлая артиллерия;

    βαρύ άρμα μάχης — тяжёлый танк;

    βαρ(ε)ιά βιομηχανία — тяжёлая промышленность;

    βαρ(ε)ιά καύσιμη ΰλη — тяжёлое топливо;

    βαρύ κεφάλι — тяжёлая голова;

    βαρύ βήμα — тяжёлый шаг;

    βαρύ χέρι — тяжёлая рука;

    βαρύς χειμώνας — суровая зима;

    τύπος βαρύς — тяжёлый человек;

    βαρ(ε)ιά κουβέντα — обидное слово;

    μη μας κάνεις το βαρύ — не изображай сердитого;

    τούρθε βαρύ — это его задело;

    это его обидело;

    του φάνηκε βαρυ — он очень огорчён; — доб πέφτει βαρύ — это мне не под силу;

    βαρ(ε)ιά η ώρα πού σε γνώρισα — пусть будет проклят час, когда я узнал тебя;

    βαρύς τα ώτα ( — или στ' αυτιά) — тугой на ухо, глуховатый;

    βαρ(ε)ιά η καλογερική — погов, тяжёл монашеский посох (ср. тяжела ты, шапка Мономаха)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βαρύς

  • 2 ξυλεία

    η лес, лесоматериал; древесина;

    ξυλεία οικοδομήσιμη ( — или οικοδομική) — строевой лес;

    ναυπηγήσιμη ( — или ναυπηγική) ξυλεία — корабельный лес;

    καύσιμη ξυλείαдрова

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ξυλεία

  • 3 ύλη

    η
    1) вещество, материал;

    πρώτες ύλες — сырьё;

    πλαστικές ύλες — пластмассы;

    καύσιμη ύλη — горючее (топливо);

    ανταλλαγή ( — или εναλλαγή) ύλης — обмен веществ;

    2) перен. материал; тема, содержание (книги и т. п.); объект (науки);

    ύλ εφημερίδας — газетный материал;

    γλωσσική ύλη — языковой материал;

    3) филос, материя;
    4) материальные блага;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ύλη

См. также в других словарях:

  • λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ …   Dictionary of Greek

  • μεταλδεΰδη — Κυκλικό πολυμερές της ακεταλδεΰδης, με χημικό τύπο C8H16O4 ή (C2H4O)4. Η χημική της ονομασία είναι 2,4,6,8 τετραμέθυλ 1,3,5,7 τετραοξοκυκλο οκτάνιο, ενώ εμπορικά είναι γνωστή και με την ονομασία μέτα. Πρόκειται για λευκή έως άχρωμη στερεή… …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • οξιά — Δέντρο της οικογένειας των φηγιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία της είναι φηγός η δασική. Υπερβαίνει συχνά τα 30 μ. σε ύψος και σχηματίζει θαυμάσια δάση στις πλαγιές των βουνών στο μεγαλύτερο μέρος της εύκρατης ζώνης. Στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • Μέιου, Τζον — (John Mayow, 1640 – 1679). Άγγλος χημικός και φυσιολόγος. Σπούδασε στην Οξφόρδη και υπήρξε μέλος της Βασιλικής Εταιρείας. Ήταν ένας από τους πρώτους ερευνητές που μελέτησαν τα αέρια και απέδειξε πρώτος πειραματικά ότι δεν είναι όλα τα συστατικά… …   Dictionary of Greek

  • έκρηξη — Βίαιη και ταχύτατη απελευθέρωση ενέργειας, η οποία εκδηλώνεται με τη μορφή θερμότητας, φωτός, τεράστιας παραγωγής αερίων και συνεπώς μηχανικού έργου. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται συνήθως στη χημική αντίδραση που παράγεται μέσα στην εκρηκτική ύλη… …   Dictionary of Greek

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • γαιανθρακώδης — ( ους), ες 1. ο γαιανθρακούχος* 2. (για καύσιμη ύλη) αυτός που μοιάζει με γαιάνθρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαιάνθρακας. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Ιω. Πύρλα, στην εφημερίδα Βελτίωσις] …   Dictionary of Greek

  • γαύρος — Δέντρο της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα), που θυμίζει λίγο την οξιά. Επιστημονικά ονομάζεται κάρπινος ο βετουλοειδής. Έχει μέτριο ανάστημα και λείο, σκούρο γκρίζο φλοιό. Τα φύλλα του είναι ωοειδή, μυτερά, μεγάλα, όπως της οξιάς, διπλά …   Dictionary of Greek

  • ελαιόπιτα — η η μάζα από υπολείμματα ελαιούχων καρπών ή σπόρων μετά την αποστράγγιση τού χρήσιμου λαδιού που περιέχουν, πυρήνα, πίτα, πιτάρι (χρησιμοποιείται κυρίως ως καύσιμη ύλη ή τροφή ζώων) …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»