-
1 выдержать
выдержать, выдерживать (вытерпеть) βαστώ, αντέχω, υπομένω· \выдержать боль αντέχω στον πόνο ◇ \выдержать экзамен πετυχαίνω ( στις εξετάσεις)* * *= выдерживать( вытерпеть) βαστώ, αντέχω, υπομένωвы́держать боль — αντέχω στον πόνο
••вы́держать экза́мен — πετυχαίνω ( στις εξετάσεις)
-
2 выдержать
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выдержанный, βρ: -жан, -а, -о, ρ.σ.μ.1. αντέχω, βαστώ, κρατώ σηκώνω•лед -ит танк ο πάγος θα βαστάξει το τανκ•
мотор не -ит το μοτέρ δε θα σηκώσει.
2. αντέχω, υπομένω, υποφέρω ανέχομαι•руки не -ат τα χέρια δεν θ’ αντέξουν•
такой жизни она не -ла τέτοια ζωή αυτή δεν την υπόφερε•
выдержать пытки αντέχω τα βασανιστήρια•
выдержать осаду αντέχω στην πολιορκία•
она не -ла и засмеялась αυτή δεν κρατήθηκε και ξέσπασε στα γέλια•
выдержать экзамены πετυχαίνω στις εξετάσεις•
новая машина -ла испытание η καινούρια μηχανή άντεξε στη δοκιμή.
3. κρατώ, βαστώ, διατηρώ, αφήνω να παλιώσει•выдержать вино κρατώ κρασί να παλιώσει.
4. διατηρώ (ζώα) για εξάσκηση.εκφρ.выдержать несколько изданий – εκδίδομαι κάμποσες φορές (χάρη στην εξαιρετικότητα)•выдержать паузу – κάνω σκόπιμα παύση στο λόγο•выдержать роль – τηρώ απαρέγκλιτα•выдержать характер – κρατώ σταθερό χαρκτήρα. -
3 устоять
-ою, -оишь ρ.σ.1. στέκομαι•он1 не -ял на ногах αυτός δεν μπόρεσε να σταθεί στα πόδια•
столб не -ял, повалился ο στύλος δε μπόρεσε να σταθεί, έπεσε.
|| αντέχω, κρατώ, βαστώ•земля горячая, не -ишь босиком η γη (το χώμα) είναι καυτερό, ξυπόλητος δεν αντέχεις.
2. διατηρούμαι.3. μτφ. αντιστέκομαι γερά•устоять под натиском вражеских войск αντέχω στις επιθέσεις των εχθρικών στρατευμάτων.
4. μτφ. εγκαρτερώ, είμαι εγκρατής • αποκρούω•устоять перед соблазном αντέχω στον πειρασμό.
εκφρ.не устоять против кого-чего – δεν αντέχω σε κάποιον, σε κάτι, δεν τα βγάζω πέρα με κάποιον, με κάτι.1. ηρεμώ, γαληνεύω, ακινητώ (για υγρά). || λιμνάζω.2. γίνομαι, είμαι κατάλληλος για χρήση•пиво -лось η μπύρα έγινε.
|| κατακάθομαι, κατακαθίζω.3. μτφ. σταθεροποιούμαι. -
4 устоять
устоятьсов1. (не упасть) κρατιέμαι, στέκομαι:\устоять на ногах κρατιέμαι στά πόδια μου·2. перен (выдержать напор, остаться стойким) ἀντέχω, ἀντιστέκομαι, κρατώ, μένω ἀκλονητος:\устоять перед неприятелем ἀντέχω στήν πίεση τοῦ ἐχθ-ροῦ· не могу́ \устоять перед соблазном δέν ἀντέχω στον πειρασμό. -
5 выдерживать
1. (подвергаться действию давления, движения и т.п.) δέχομαι 2. (стойко переносить) αντέχω 3. (подвер-гать испытанию, проверке) αντέχω, πετυχαίνω 4. (древесину) ξηραίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выдерживать
-
6 выдержать
выдержатьсов, выдерживать несов1. ἀντέχω, βαστώ, τά βγάζω πέρα·2. перен (вытерпеть) ἀντέχω, κρατῶ, ὑπομένω:3. (вино и т. ἡ.) ἀφήνω νά παλιώσει· ◊ это не выдерживает критики αὐτό δέν ἀντέχει στήν κριτική· выдержать экзамен πετυχαίνω στίς ἐξετάσεις· \выдержать несколько изданий ἐκδίδομαι πολλές φορές. -
7 выстоять
выстоятьсов1. см. выстаивать·2. (выдержать) ἀντέχω, βαστῶ:\выстоять под огнем противника ἀντέχω στά πυρά τοῦ ἐχθροῦ. -
8 пережить
-живу, -жившь, παρλθ. χρ. пережил-жила, пережило, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пережитый, βρ: -жит, -а, -о κ. пережитый, βρ: -жит, -а, -оρ.σ.1. ζω•больной не -живёт ночь ο άρρωστος δε θα ζήσει ως το πρωί.
2. ζω περισσότερο από ένα άλλον. || τρώγω το ψωμί μου χάνω•писатель -ил свою литературную славу ο συγγραφέας έχασε τη λογοτεχνική του δόξα.
3. επιζώ, επιβιώνω. || υπομένω, υποφέρω, αντέχω, βαστώ•пережить удар судьбы αντέχω στο χτύπημα της τύχης (στα βάσανα).
4. δοκιμάζω, υφίσταμαι•я -ил много υπόφερα (πέρασα) πολλά•
пережить кризис περνώ κρίση•.- сильные огорчения περνώ μεγάλες πίκρες.
εκφρ.пережить (самого) себя – α) αποθανατίζω τον εαυτό μου. β) χάνομαι, σβήνω, παρακμάζω. -
9 терпеть
терплю, терпишь, παθ. μτχ. ενστ. терпимый, βρ: -пим, -а, -оρ.δ.1. υπομένω, υποφέρω, βαστώ, αντέχω, κρατώ•терпеть голод, холод αντέχω στην πείνα, στο κρύο•
терпеть боль βαστώ τον πόνο•
-и казак, атаманом будешь παρμ. η υπομονή κερδίζει τα πάντα.
|| ανέχομαι, σηκώνω•он не любит, а только -ит меня αυτός δεν αγαπά, αλλά μόνο με ανέχεται•
он не -ит шутки αυτός δε σηκώνει αστεία, με το αρνητ. μόριο не δεν επιτρέπω, δεν επιδέχομαι•
дело важное, не -ит отлагательство η υπόθεση είναι σοβαρή, δεν επιδέχεται αναβολή.
2. δοκιμάζω, περνώ, διέρχομαι•терпеть нужду περνώ φτώχεια (ανέχεια, ένδεια)•
-поражение δοκιμάζω ήττα•
терпеть неудачу δοκιμάζω αποτυχία•
терпеть фиаско δοκιμάζω φιάσκο•
терпеть лишения περνώ στερήσεις.
|| περιμένω, καρτερώ•дело не -ит η υπόθεση δεν περιμένει•
время не -ит ο καιρός δεν περιμένει•
время -ит ο καιρός περιμένει, υπάρχει ακόμα καιρός.
εκφρ.бумага всё -ит – το χαρτί όλα τα υπομένει (γράψε ό,τι καλό ή άσχημο θέλεις).ανέχομαι, υπομένω κλπ. ρ. ενεργ. φ. терпи, покуда -ится κράτα όσο μπορείς (να κρατήσεις). -
10 выносить
1. (удалять откуда-л.) βγάζω έξωμεταφέρω2. (выдерживать, переносить) αντέχω, ανέχομαι 3. мат. βγάζω- за скобки - έξω από την παρένθεση ^(извлекать получать на основании чего-л.) βγάζω, αποκτώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выносить
-
11 давление
η πίεσ/η, η θλίψη, η κατάθλιψη, η τάσηповышать - αυξάνω/ανεβάζω την -спускать - χαμηλώνω/κατεβάζω την -, εκτονώνω την -удерживать - κρατώ/συντηρώ την -боковое - πλευρική -, εγκάρσια -- ветра - του ανέμου, ανεμομε-τρική -действительное - πραγματική -, δρώσα -кровяное мед. - του αίματοςнизкое - (по сравнению с требуемым) χαμηλή -, η υποπίεσηперегрузочное - της υπερφόρτισης, η υπερπίεσηповышенное - (кровяное) мед. η υπέρταση, η υπερτονίαпониженное - (кровяное) мед. η υπόταση- подачи (напр. топлива масла кислорода и т.п.) - της παροχής (π.χ. καυσίμου, αέρα, οξυγόνου κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > давление
-
12 удар
1. (одного тела ο другое) η σύγκρουσητο κτύπημαη κρούσηкосой - υπό γω-νία(ν), λοξό -прямой - ίσια -, κατευθείαν - 2 (молотом кулаком и т.п сильный толчок ο что-л.) το κτύπημα- кулаком η γροθιά, η μπουνιά3. (звук от толчка, сотрясения) о κτύπος, ο κρότος 4. мед. (апоплексия) η αποπληξία 5. (солнечный) η ηλίαση, η ηλιοπληξία 6. (молнии) το κτύπημα (του κεραυνού), (грома) το μπουμπουνιτό 7. (теп-ловой) το θερμικό πλήγμα, η θερμοπληξία 8. (гидравлический) το υδραυλικό πλήγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > удар
-
13 качка
-
14 выносить
вы́носить Iсов см. вынашивать.выноси́ть IIнесов1. βγάζω ἐξω, κουβα-λῶ, μεταφέρω/ ἀποκομίζω (уносить)/ ἐκ-βράζω, ρίχνω (выбрасывать течением)-2. (на обсуждение) ὑποβάλλω, θέτω γιά συζήτηση·3. (решение) ἐκδίδω, βγάζω:\выносить приговор ἐκδίδω (или βγάζω) ἀπόφαση· \выносить резолюцию ἐκδίδω ἀπόφαση, παίρνω ἀπόφαση·4. перен (терпеть, выдерживать) ἀνέχομαι, ὑποφέρω, ὑπομένω, ἀντέχω:\выносить жару́ ὑποφέρω τή ζέστη· он не выносит шу́ток δέν σηκώνει ἀστεΐα· ◊ не \выносить кого́-л. δέν ὑποφέρω κάποιον· \выносить убеждение σχηματίζω τήν πεποίθηση· \выносить впечатление ἀποκομίζω ἐντύπωση. -
15 двужильный
двужильн||ыйприл разг ἀνθεκτικός, γερός:быть \двужильныйым εἶμαι γερός, ἀντέχω. -
16 держаться
держ||а́тьсянесов1. κρατιέμαι, κρατούμαι:\держаться на поверхности воды κρατιέμαι στήν ἐπιφάνεια τοῦ νερού· \держаться в седле κάθομαι στή σέλλα· \держаться на ногах κρατιέμαι στά πόδια·2. (за кого-л., за что-л.) πιάνομαι, κρατιέμαι, κρατούμαι:\держаться за руки κρατιέμαι ἀπ' τό χέρι·3. (о предметах) κρατιέμαι:пу́говица держится на одной нитке τό κουμπί κρατιέται ἀπό μιά κλωστή·4. прям., перен (придерживаться) ἀκολουθῶ, ὑποστηρίζω:\держаться берега ἀκολουθῶ τή ἀκτή· \держаться правой стороны πηγαίνω ἀπ' τά δεξιά· \держаться взгляда εἶμαι τής γνώμης, ὑποστηρίζω τή γνώμη·5. (вести себя) φέρομαι, συμπεριφέρομαι:\держаться уверенно φέρομαι μέ πεποίθηση·6. (не сдаваться) κρατάω, ἀντέχω, βαστῶ-◊ \держаться вместе разг νά είμαστε μαζί· \держаться в стороне μένω παράμερα, δέν παίρνω μέρος· только \держатьсяи́сь! разг βάστα!, κρατήσου!· \держаться на волоске κρέμομαι (или κρατιέμαι) ἀπό μιά κλωστή. -
17 мочь
мочь Iнесов (быть в состоянии) μπορώ, δύναμαι:ничем не могу́ вам помочь δέν μπορώ νά σᾶς βοηθήσω σέ τίποτε· не могу́ понять δέν μπορώ νά καταλάβω· можете ли вы это сделать? Μπορείτε νά τό κάνετε αὐτό;· не могли́ бы вы...? δέν θά μπορούσατε νά...;· я ничего не могу́ сделать δέν μπορώ νά κάνω τίποτε· не могу́ поступить иначе δέν. μπορώ νά κάνω διαφορετικά· ◊ может быть, быть может ἰσως, μπορεί, πιθανόν, δνδεχόμενον может быть он уехал πιθανόν νά ἔφυγε· может быть я иеправ ίσως νά μήν ἔχω δίκαιο· не может быть! εἶναι ἀδύνατον!, δέν εἶναι δυνατόν!моч||ь II ж разг ἡ δύναμη [-ις], ἡ ἰσχύς:изо все́й \мочьн μ'όλα τά δυνατά, μ' ὅλη τή δύναμη, παντί σθένει· кричать изо всей \мочьи ξελαρυγγίζομαι νά φωνάζω· что есть \мочьи μ'ὅλες τίς δυνάμεις· \мочьи нет δέν ἀντέχω πιά, δέν βαστώ. -
18 невмоготу
невмоготупредик безл разг:мне \невмоготу δέν ἀντέχω ἄλλο, δέν μπορῶ πιά. -
19 носиться
носить||ся1. (двигаться быстро) τρέχω, διατρέχω / καλπάζω (на коне)/ πετῶ (в воздухе)·2. (об одежде) φοριέμαι, ἀντέχω, βαστῶ·3. перен (с кем-л., с чем-л.) разг ἀσχολούμαι, φροντίζω πολύ· ◊ ио́сятся слухи διαδίδεται δτι..., κυκλοφορούν φήμες' \носитьсяся с мыслью ἔχω στό μυαλό μου τή σκέψη, μέ ἀπασχολεί μιά σκέψη. -
20 осада
осад||аж ἡ πολιορκία:находиться (быть) в \осадае πολιορκούμαι, εἶμαι πολιορκημένος· выдерживать \осадау ἀντέχω στήν πολιορκία·'снимать \осадауλύωτήν πολιορκία. *\осада \осада-ψι ;
См. также в других словарях:
αντέχω — αντέχω, άντεξα βλ. πίν. 31 Σημειώσεις: αντέχω : στον απλό προφορικό λόγο και στη λογοτεχνία χρησιμοποιείται και ο παθητικός ενεστώτας, κυρίως στο γ πρόσ. (Πόσο αντέχεται η αληθινή αλήθεια, η μαγεία; Αντίπ. Εραστής, σελ. 53) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀντέχω — hold against pres subj act 1st sg ἀντέχω hold against pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ … Dictionary of Greek
αντέχω — άντεξα, έχω αντοχή, βαστώ, υπομένω: Δεν αντέχω πια άλλο, με γονάτισαν τα βάσανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντέχεσθε — ἀντέχω hold against pres imperat mp 2nd pl ἀντέχω hold against pres ind mp 2nd pl ἀντέχω hold against imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντέχῃ — ἀντέχω hold against pres subj mp 2nd sg ἀντέχω hold against pres ind mp 2nd sg ἀντέχω hold against pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεξόμενον — ἀντέχω hold against fut part mid masc acc sg ἀντέχω hold against fut part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθέξοντα — ἀντέχω hold against fut part act neut nom/voc/acc pl ἀντέχω hold against fut part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθέξουσι — ἀντέχω hold against fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀντέχω hold against fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθέξουσιν — ἀντέχω hold against fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀντέχω hold against fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεχομένων — ἀντέχω hold against pres part mp fem gen pl ἀντέχω hold against pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)