Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αντέχω

  • 21 протянуть

    протяну́ть
    сов
    1. см. протягивать·
    2. (о больном) разг ἀντέχω:
    он не протянет больше месяца δέν θά ἀντέξει περισσότερο ἀπό Ενα μήνα· ◊ \протянуть но́ги τινάζω 64 τά πέταλα, τα τινάζω· по одежке протягивай но́жки поел. ἄπλωνε τόν πόδα σου (или τά πόδια σου) κατά τό πάπλωμα σου.

    Русско-новогреческий словарь > протянуть

  • 22 выдержать

    [βύνηρζατ"] ρ. αντέχω

    Русско-греческий новый словарь > выдержать

  • 23 невмоготу

    [νιβμαγκατού] ρ. απρόσ. δεν αντέχω άλλο, δεν μπορώ πιά

    Русско-греческий новый словарь > невмоготу

  • 24 терпеть

    [τιρπιέτ'] ρ. υποφέρω, αντέχω

    Русско-греческий новый словарь > терпеть

  • 25 выдержать

    [βύνηρζατ"] ρ αντέχω

    Русско-эллинский словарь > выдержать

  • 26 невмоготу

    [νιβμαγκατού] ρ απρόσ δεν αντέχω άλλο, δεν μπορώ πιά

    Русско-эллинский словарь > невмоготу

  • 27 терпеть

    [τιρπιέτ'] ρ υποφέρω, αντέχω

    Русско-эллинский словарь > терпеть

  • 28 выдюжить

    -жу, -жишь, ρ.σ. (διαλκ.) αντέχω, υπομένω, βαστώ, κρατώ.

    Большой русско-греческий словарь > выдюжить

  • 29 вызимовать

    -мую, муешь ρ.σ. (απλ.) περνώ το χειμώνα, ξεχειμωνιάζω, αντέχω στο χειμώνα, στο κρύο.

    Большой русско-греческий словарь > вызимовать

  • 30 вынести

    -есу, -есешь, παρλθ. χρ. вынес, -ла, -ло, ρ.σ.μ.
    1. βγάζω έξω, μεταφέρω,μετακομίζω, κουβαλώ•

    вынести мебель из комнаты βγάζω τα έπιπλα έξω από το δωμάτιο.

    || γράφω, σημειώνω•

    вынести замечания в конец γράφω τίς παρατηρήσεις στο τέλος.

    || υποβάλλω, φέρω•

    решение комиссии на общее собрание φέρω την απόφαση της επιτροπής στη γενική συνέλευση.

    2. μεταφέρω γρήγορα.
    3. μτφ. βγάζω, εξάγω• αποκτώ•

    я вынес убеждение из опыта σχημάτισα την πεποίθηση από πείρα.

    4. προβάλλω, βγάζω μπροστά•

    вынести ногу в таще! βγάζω μπροστά το πόδι στο χορό.

    5. αντέχω, υπομένω, υποφέρω, Βαστώ, κρατώ•

    душа моя не -ла η ψυχή μου δε βάσταξε.

    6. εκδίδω, βγάζω, παίρνω•

    вынести приговор βγάζω καταδικαστική απόφαση•

    вынести резолюцию παίρνω απόφαση•

    вынести благодарность εκφράζω τις ευχαριστίες (την ευγνωμοσύνη)•

    решение, резолюцию, постановление παίρνω απόφαση (αποφασίζω).

    εκφρ.
    вынести на своих плечах – σηκώνω το βάρος μόνος μου (τα βγάζω πέρα μόνος μου)•
    вынести впечатление – έχω (σχηματίζω, αποκομίζω) την εντύπωση.
    βγαίνω, εμφανίζομαι, προβάλλω ξαφνικά, ορμητικά, απότομα.

    Большой русско-греческий словарь > вынести

  • 31 выстоять

    -ою, -оишь, προστκ. выстой κ. выстой ρ.σ.
    1. στέκω, -ομαι όρθιος, ίσταμαι•

    я -ял в очереди один час στάθηκα στη σειρά μια ώρα.

    2. μτφ. υποφέρω, υπομένω, αντέχω,τα βγάζω πέρα.
    1. παραμένω πολύ χρόνο και καλυτερεύω, παλιώνω•

    вино -лось и стало крепче и вкуснее το κρασί πάλιωσε κι έγινε πιο δυνατό και πιο εύγεστο.

    2. ξεκουράζομαι, αναπαύομαι (για άλογο).

    Большой русско-греческий словарь > выстоять

  • 32 вытерпеть

    -шлю, -пишь
    ρ.σ.μ.
    υπομένω, υποφέρω, αντέχω, βαστώ, κρατώ•

    вытерпеть боль βαστώ τον πόνο.

    || συγκρατιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > вытерпеть

  • 33 вытянуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вытянутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. τεντώνω•

    вытянуть провод τεντώνω το καλώδιο•

    вытянуть кожу τεντώνω το δέρμα.

    2. ισιάζω, ισιώνω, ευθυάζω τεντώνοντας,
    3. τραβώ, σύρω, βγάζω έξω. || αποσπώ, παίρνω•

    вытянуть благоприятный ответ αποσπώ ευνοϊκή απάντηση.

    4. τραβώ, βγάζω έξω•

    вытянуть дым вентиляцией τραβώ τον καπνό έξω με τον εξανεμιστήρα.

    || καταπίνω, κατεβάζω, τραβώ.
    5. αντέχω, βαστώ, κρατώ, υπομένω•

    он долго не -ет αυτός πολύ δε θ’ αντέξει.

    6. (απλ.) ξεπερνώ, υπερβαίνω (για ζύγι).
    7. χτυπώ, μαστιγώνω.
    εκφρ.
    вытянуть (всю) душу ή все жилы – βγάζω την ψυχή, καταβασανίζω ψυχικά•
    вытянуть ноги – τα τινάζω (τα πέταλλα), πεθαίνω.
    1. τεντώνομαι,
    2. ξαπλώνω, -ομαι.
    3. ισιάζω, ισιώνω, γίνομαι ίσιος, ευθύς• ευθυγραμμίζομαι.
    4. εκτείνομαι, απλώνομαι.
    5. μεγαλώνω, αυξαίνω στο ανάστημα, δίνω ανάστημα.
    εκφρ.
    лицо -лось, физиономия -лась – έγινε εκστατικός, έμεινε έκθαμβος.

    Большой русско-греческий словарь > вытянуть

  • 34 дотерпеть

    -шло, -терпишь
    ρ.σ.
    υπομένω, υποφέρω, βαστώ, αντέχω ως το τέλος ή ως ένα βαθμό.

    Большой русско-греческий словарь > дотерпеть

  • 35 зимовать

    -мую, -муешь, μτχ. ενεστ. зимующий
    ρ.δ.
    1. διαχειμάζω, παραχειμάζω, ξεχειμάζω, ξεχειμωνιάζω.
    2. αντέχω στο χειμώνα (στο κρύο).

    Большой русско-греческий словарь > зимовать

  • 36 мочь

    могу, можешь, могут, παρλθ. χρ. мог, -ла, -ло, μτχ. ενεστ. могущий
    ρ.δ.
    1. μπορώ, δύναμαι•

    не -у спать δε μπορώ να κοιμηθώ•

    не -у понять δε μπορώ να καταλάβω•

    он всё -жет αυτός όλα μπορεί να τα κάμει•

    не -у вам помочь δε μπορώ να σας βοηθήσω•

    терпеть его не -у δε μπορώ να τον υποφέρω.

    2. может επίρ. δυνατόν, ίσως, μπορεί•

    на вид -жет, крепкий, но... στην όψη, μπορεί να φαίνεται γερός, όμως...

    εκφρ.
    -жет быть ή быть -жет – μπορεί, είναι δυνατόν, ίσως, πιθανόν, ενδεχομένως•
    не -жет быть! – είναι αδύνατον! δεν είναι δυνατόν! αποκλείεται!•
    не моги – (απλ.) μη τολμάς•
    как живёте-можете? – πως ζήτε, πως περνάτε;
    θ. (απλ.) δύναμη•

    кричать во всю мочь φωνάζω μ όλη τη δύναμη•

    бежать изо всей -и τρέχω μ όλα τα δυνατά•

    что есть -и μ όση δύναμη έχω•

    - и нет ή не стало δεν έχω πιά άλλη δύναμη, δεν αντέχω πιά.

    Большой русско-греческий словарь > мочь

  • 37 наносить

    -ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наношенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ. μεταφέρω, κουβαλώ•

    наносить груду камней κουβαλώ ένα σωρό πέτρες.

    1. μεταφέρω, κουβαλώ (πολύ, πολλά)• κουράζομαι από το πολύ κουβάλημα•

    наносить дров κουράζομαι να μεταφέρω καυσόξυλα•

    я -лся, таскай ты теперь воду εγώ κουράστηκα, τώρα είναι η σειρά σου να κουβαλάς νερό.

    2. (για ενδυμασία, υπόδηση) φοριέμαι, κρατώ, αντέχω•

    эти сапоги долго не -ятся αυτές οι μπότες δεν κρατάνε πολύ (δεν είναι γερές).

    Большой русско-греческий словарь > наносить

  • 38 перезимовать

    -мую, нмуешь
    ρ.σ.
    1. διαχειμάζω, ξεχειμάζω, ξεχειμονιάζω, παραχειμάζω.
    2. (για ζώα, φυτά) αντέχω στο ψύχος του χειμώνα.

    Большой русско-греческий словарь > перезимовать

  • 39 перенести

    -несу, -несшь, παρλθ. χρ. перенс
    -несла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пере-нсший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перенесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. περνώ•

    ребёнка через ручей περνώ το παιδάκι• από το ρυάκι.

    2. μεταφέρω•

    перенести дрова из сарая в ку-хнго μεταφέρω καυσόξυλα αποτην αποθήκη στην κουζίνα.

    3. μετατοπίζω, μεταθέτω, μετακινώ, βάζω αλλού.
    4. κατευθύνω, καταφέρω•

    перенести глз.в-ный удар в центр расположения противника κατευθύνω το κύριο χτύπημα στο κέντρο της εχθρικής διάταξης.

    5. αναβάλλω•

    перенести заседание на восемь часов вечера αναβάλλω τη συνεδρίαση για τις οχτώ το βράδυ.

    || παρασταίνω γραφικά.
    6. λέγω, ανακοινώνω, εκμυστερεύο-μαι φλυαρώντας.
    7. δοκιμάζω, υποφέρω, περνώ, τραβώ•

    перенести много горя περνώ μεγάλη στε-χώρια.

    || αντέχω•

    растение легко -ело засуху το φυτό άντεξε καλά στην ξηρασία.

    8. (διαλκ.)
    επισωρεύω στοιβάζω•

    дорогу -ело (απρόσ.) ο δρόμος έκλεισε από το χιόνι.

    1. διατρέχω, διασχίζω, διαβαίνω γρήγορα. || στρέφω, γυρίζω, πετώ• κατευθύνομαι (για σκέψεις, ενδιαφέρον κ.τ.τ.).
    2. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, με τη φαντασία αναπολώ.

    Большой русско-греческий словарь > перенести

  • 40 перестрадать

    ρ.σ. υποφέρω, βασανίζομαι πολύ, περνώ πολλά βάσανα. || αντέχω, υπομένω τα βάσανα.

    Большой русско-греческий словарь > перестрадать

См. также в других словарях:

  • αντέχω — αντέχω, άντεξα βλ. πίν. 31 Σημειώσεις: αντέχω : στον απλό προφορικό λόγο και στη λογοτεχνία χρησιμοποιείται και ο παθητικός ενεστώτας, κυρίως στο γ πρόσ. (Πόσο αντέχεται η αληθινή αλήθεια, η μαγεία; Αντίπ. Εραστής, σελ. 53) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀντέχω — hold against pres subj act 1st sg ἀντέχω hold against pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • αντέχω — άντεξα, έχω αντοχή, βαστώ, υπομένω: Δεν αντέχω πια άλλο, με γονάτισαν τα βάσανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντέχεσθε — ἀντέχω hold against pres imperat mp 2nd pl ἀντέχω hold against pres ind mp 2nd pl ἀντέχω hold against imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντέχῃ — ἀντέχω hold against pres subj mp 2nd sg ἀντέχω hold against pres ind mp 2nd sg ἀντέχω hold against pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθεξόμενον — ἀντέχω hold against fut part mid masc acc sg ἀντέχω hold against fut part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθέξοντα — ἀντέχω hold against fut part act neut nom/voc/acc pl ἀντέχω hold against fut part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθέξουσι — ἀντέχω hold against fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀντέχω hold against fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθέξουσιν — ἀντέχω hold against fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀντέχω hold against fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντεχομένων — ἀντέχω hold against pres part mp fem gen pl ἀντέχω hold against pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»