Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αισθάνομαι

  • 1 αισθάνομαι

    [эстаномэ] ρ. чувствовать, испытывать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αισθάνομαι

  • 2 чувствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.μ.
    1. αισθάνομαι• νιώθω• καταλαβαίνω•

    чувствовать холод αι-αθάνομαι κρύο•

    чувствовать голод αισθάνομαι πείνα•

    г страх αισθάνομαι φόβο•

    чувствовать усталости αισθάνομαι κούραση.

    || συναισθάνομαι, έχω συναίσθηση•

    чувствовать ответственность за что-л. έχω συναίσθηση της ευθύνης για κάτι.

    2. αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω• διαισθάνομαι. || συναισθάνομαι, παραδέχομαι, αναγνωρίζω•

    -свою вину αισθάνομαι το σφάλμα μου (την ενοχή μου).

    || προαισθάνομαι, προμαντεύω, προγιγνώσκω.
    3. καταλαβαίνω, έχω συνείδηση, συναίσθηση, επίγνωση•

    чувствовать свои недостатки γνωρίζω τις αδυναμίες μου.

    4. (για υγεία) αισθάνομαι•

    сегодня я чувствую хорошо σήμερα αισθάνομαι καλά•

    дедушка сейчас -ствует плохо ο παππούς τώρα αισθάνεται άσχημα.

    εκφρ.
    чувствовать себя – αισθάνομαι τον εαυτό μου•
    как себя -вуй-те? – (για υγεία) πως αισθάνεστε τον εαυτό σας;•
    давать чувствовать кому – δίνω (σε κάποιον) να καταλάβει (κάνω υπαινιγμό)•
    давать себя чувствовать – δίνω (κάνω) να με αισθανθεί, να με νιώσει(ενεργώντας, δρώντας πιο έντονα)•
    ног ή земли под собой не чувствоватьβλ. ίδια έκφραση στη λέξη•
    слышать.
    αισθάνομαι, γίνομαι αισθητός• φαίνομαι• διαφαίνομαι•

    в вопросах ре-бнка -ется любознательность στις ερωτήσεις του μικρού παιδιού φαίνεται η φιλομάθεια.

    Большой русско-греческий словарь > чувствовать

  • 3 испытать

    испытать, испытывать 1) δοκιμάζω (испробовать ) εξε τάζω (проверить) \испытать свой си лы δοκιμάζω τις δυνάμεις μου 2) (ощутить) νιώθω* αισθάνομαι (почувствовать) \испытать большое удовольствие αισθάνομαι μεγάλη ευχαρίστηση
    * * *
    = испытывать

    испыта́ть свои́ си́лы — δοκιμάζω τις δυνάμεις μου

    2) ( ощутить) νιώθω; αισθάνομαι ( почувствовать)

    испыта́ть большо́е удово́льствие — αισθάνομαι μεγάλη ευχαρίστηση

    Русско-греческий словарь > испытать

  • 4 чувствовать

    чувствовать αισθάνομαι; \чувствовать голод πεινάω; \чувствовать жажду διψάω; \чувствовать усталость νιώθω κούραση; \чувствовать себя лучше (хуже) αισθάνομαι καλύτερα ( χειρότερα); как вы себя чувствуете? πώς είστε;
    * * *

    чу́вствовать го́лод — πεινάω

    чу́вствовать жа́жду — διψάω

    чу́вствовать уста́лость — νιώθω κούραση

    чу́вствовать себя́ лу́чше (ху́же) — αισθάνομαι καλύτερα (χειρότερα)

    как вы себя́ чу́вствуете? — πώς είστε

    Русско-греческий словарь > чувствовать

  • 5 чувствовать

    чувствовать
    несов αίσθάνομαι/ νοιώθω, συναισθάνομαι (ощущать)/ δοκιμάζω (испытывать):
    \чувствовать голод (волнение) αἰσθάνομαι πείνα (ανησυχία)· \чувствовать на себе чей-л. взгляд αἰσθάνομαι τό βλέμμα κάποιου ἐπάνω μου· \чувствовать себя хорошо (плохо) αἰσθάνομαι καλά (άσχημα)· \чувствовать свою вину́ συναισθάνομαι τό λάθος μου· \чувствовать му́зыку νοιώθω τήν μουσικήν.

    Русско-новогреческий словарь > чувствовать

  • 6 испытывать

    испытывать
    несов
    1. (проверять) δοκιμάζω, κάνω δοκιμή:
    \испытывать самолет δοκιμάζω ἀεροπλάνο· \испытывать свой силы δοκιμάζω τίς δυνάμεις μου·
    2. (ощущать) αἰσθάνομαι, δοκιμάζω, νοιώθω:
    \испытывать радость δοκιμάζω χαρά· \испытывать страх αἰσθάνομαι φόβο· \испытывать отвращение αίσθάνομαι ἀπέχθεια· \испытывать удовольствие νοιώθω Ικανοποίηση.

    Русско-новогреческий словарь > испытывать

  • 7 возыметь

    ρ.σ.μ.
    1. παλ. αποκτώ, κερδίζω, κτώμαι. || αρχίζω να•

    лекарство -ло действие το φάρμακο άρχισε να επιδρά.

    2. αισθάνομαι•

    возыметь уважение αισθάνομαι σεβασμό•

    возыметь отвращение αισθάνομαι απέχθεια.

    Большой русско-греческий словарь > возыметь

  • 8 давить

    давлю, давишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. давленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. βαραίνω, πιέζω με το βάρος•

    снег -ит на крышу το χιόνι βαραίνει τη στέγη•

    житкости -ят на стенки сосудов τα υγρά πιέζουν τα τοιχώματα των δοχείων.

    || μτφ. καταπιέζω, καταδυναστεύω•

    сильный всегда -ит слабого ο δυνατός πάντοτε καταπιέζει τον αδύνατο.

    || μτφ. βασανίζω, κατατρύχω•

    шоска ее -ит την τρώγει η μελαγχολία.

    || μτφ. πνίγω, καταπνίγω, υποτάσσω, δεν εκδηλώνω, συγκρατώ•

    она -ла свой слезы αυτή έπνιγε τα δάκρυα της.

    2. σφίγγω, στενεύω•

    воротник -ит шею ο γιακάς με στενεύει•

    сапог -ит ногу η μπότα με σφίγγει στο πόδι.

    || μτφ. αισθάνομαι βάρος•

    -ит грудь αισθάνομαι βάρος στο στήθος•

    -ит сердце αισθάνομαι βάρος στην καρδιά.

    3. πνίγω, στραγγαλίζω•

    лиса -ит кур η αλεπού πνίγει τις κότες.

    4. ζουπώ, -ίζω, συνθλίβω•

    давить клопов ζουπώ τους κοριούς.

    || πατώ, θανατώνω•

    транспорт -ит не мало людей τα μεταφορικά μέσα πατούν πολλούς ανθρώπους.

    5. °"τίβω•

    давить лимон στίβω το λεμόνι.

    1. πνίγομαι•

    давить костью μου στάθηκε κόκκαλο στο λαιμό.

    || μου πιάνεται η ανάσα (από βήχα, γέλιο, λυγμούς κ.τ.τ.).
    2. απαγχονίζομαι, κρεμιέμαι.
    3. πνίγομαι, θανατώνομαι με πνιγμό.
    4. ζουπιέμαι, συνθλίβομαι.
    5. πατιέμαι στίβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > давить

  • 9 слышать

    -шу, -шишь
    ρ.δ.
    1. ακούω•

    слышать стук ακούω το χτύπο•

    слышать крик ακούω την κραυγή•

    я плохо -шу δεν ακούω καλά.

    2. πληροφορούμαι, μαθαίνω, ακούω.
    3. αισθάνομαι καταλαβαίνω•

    слышать запах αισθάνομαι τη μυρουδιά.

    || οσφραίνομαι, μυρίζω•

    собака -шит дичь το σκυλί • οσφραίνεται το θήραμα.

    εκφρ.
    ног (или земли) под собой не слышать – (απλ.)• α) πηλαλώ, τρέχω με αστραπιαία ταχύτητα, βγάζουν φωτιές τα πόδια μου, δεν πατώ καταγής, β) κουράζομαι υπερβολικά, μου κόβονται τα πόδια•
    не слыша ног (бежать) – τρέχω με μεγάλη ταχύτητα• (и) -шать не хочет ούτε ν' ακούσει δε θέλει (αρνείται κατηγορηματικά).
    1. ακούομαι•

    -ится шум ακούεται θόρυβος.

    2. αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι•

    -ится запах υπάρχει κάποια μυρουδιά, μυρίζει κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > слышать

  • 10 боль

    боль ж о πόνος, το άλγος острая \боль о έντονος πόνος боли в желудке о στομαχόπονος испытывать \боль αισθάνομαι πόνο
    * * *
    ж
    ο πόνος, το άλγος

    о́страя боль — ο έντονος πόνος

    бо́ли в желу́дке — ο στομαχόπονος

    испы́тывать боль — αισθάνομαι πόνο

    Русско-греческий словарь > боль

  • 11 кружиться

    кружиться γυρίζω, στριφογυρίζω ◇ у меня кружится голова ζαλίζομαι, αισθάνομαι ζαλίδες
    * * *
    γυρίζω, στριφογυρίζω
    ••

    у меня́ кру́жится голова́ — ζαλίζομαι, αισθάνομαι ζαλίδες

    Русско-греческий словарь > кружиться

  • 12 неважно

    неважно 1. нареч. (не совсем хорошо) όχι καλά, άσχημα· чувствовать себя \неважно δεν αισθάνομαι και τόσο καλά 2. лредик. (несущественно): это \неважно αυτό δεν πειράζει, δεν έχει σημασία
    * * *
    1. нареч.
    ( не совсем хорошо) όχι καλά, άσχημα

    чу́вствовать себя́ нева́жно — δεν αισθάνομαι και τόσο καλά

    2. предик.

    э́то нева́жно — αυτό δεν πειράζει, δεν έχει σημασία

    Русско-греческий словарь > неважно

  • 13 нехорошо

    нехорошо 1. нареч. κακά, άσχημα 2. предик.: мне \нехорошо δεν αισθάνομαι καλά
    * * *
    1. нареч.
    κακά, άσχημα
    2. предик.

    мне нехорошо́ — δεν αισθάνομαι καλά

    Русско-греческий словарь > нехорошо

  • 14 облегчение

    облегчение с η ελάφρυνση η ανακούφιση· почувствовать, испытать \облегчение αισθάνομαι ανακούφιση
    * * *
    с
    η ελάφρυνση; η ανακούφιση

    почу́вствовать, испыта́ть облегче́ние — αισθάνομαι ανακούφιση

    Русско-греческий словарь > облегчение

  • 15 ощутить

    ощутить, ощущать νιώθω, αισθάνομαι
    * * *
    = ощущать
    νιώθω, αισθάνομαι

    Русско-греческий словарь > ощутить

  • 16 плохо

    плохо 1. нареч. άσχημα* κακά, κακώς (скверно я \плохо себя чувствую αισθάνομαι άσχημα; \плохо играть παίζω άσχημα 2. предик, είναι άσχημα; мне \плохо είμαι άσχημα
    * * *
    1. нареч.
    άσχημα; κακά, κακώς ( скверно)

    я пло́хо себя́ чу́вствую — αισθάνομαι άσχημα

    пло́хо игра́ть — παίζω άσχημα

    2. предик.

    мне пло́хо — είμαι άσχημα

    Русско-греческий словарь > плохо

  • 17 усталость

    усталость ж η κούραση, η κόπωση; чувствовать \усталость αισθάνομαι κούραση
    * * *
    ж
    η κούραση, η κόπωση

    чу́вствовать уста́лость — αισθάνομαι κούραση

    Русско-греческий словарь > усталость

  • 18 хорошо

    хорошо 1. нареч. καλά; я себя чувствую αισθάνομαι καλά" \хорошо играть παίζω καλά 2. предик.: мне \хорошо είμαι καλά· Очень \хорошо! πολύ καλά!
    * * *
    1. нареч.

    я хорошо́ себя́ чу́вствую — αισθάνομαι καλά

    хорошо́ игра́ть — παίζω καλά

    2. предик.

    мне хорошо́ — είμαι καλά

    о́чень хорошо́! — πολύ καλά!

    Русско-греческий словарь > хорошо

  • 19 головокружение

    головокружение
    с ὁ Ιλιγγος, ἡ ζάλη, ἡ σκοτοδίνη, ἡ ἀντράλα:
    чу́вствовать \головокружение αἰσθάνομαι ζάλη, αίσθάνομαι σκοτοδίνη, ζαλίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > головокружение

  • 20 запах

    запах
    м ἡ μυρωδιά, ἡ ὁσμή:
    слышать (чу́вствовать) \запах αἰσθάνομαι (τήν) μυρωδιά, αίσθάνομαι (τήν) ὀσμή, μοῦ μυρίζει.

    Русско-новогреческий словарь > запах

См. также в других словарях:

  • αισθάνομαι — αισθάνομαι, αισθάνθηκα βλ. πίν. 82 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αἰσθάνομαι — perceive pres ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισθάνομαι — (Α αἰσθάνομαι και αἴσθομαι) 1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω 2. γνωρίζω καλά κάτι, έχω συνείδηση, συνειδητοποιώ νεοελλ. 1. διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, υποπτεύομαι 2. διατηρώ τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη συνείδηση τού έξω κόσμου 3.… …   Dictionary of Greek

  • αισθάνομαι — αισθάνθηκα, και αιστάνομαι αιστάνθηκα 1. μτβ., αντιλαμβάνομαι κάτι με τις αισθήσεις μου, νιώθω: Αισθάνομαι πως τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά. 2. αμτβ., διατηρώ τις αισθήσεις μου, συναισθάνομαι: Είναι πολύ βαριά άρρωστος, αλλά αισθάνεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἰσθομένω — αἰσθάνομαι perceive aor part mid masc/neut nom/voc/acc dual αἰσθάνομαι perceive aor part mid masc/neut gen sg (doric aeolic) αἰσθάνομαι perceive pres part mp masc/neut nom/voc/acc dual (attic) αἰσθάνομαι perceive pres part mp masc/neut gen sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθομένων — αἰσθάνομαι perceive aor part mid fem gen pl αἰσθάνομαι perceive aor part mid masc/neut gen pl αἰσθάνομαι perceive pres part mp fem gen pl (attic) αἰσθάνομαι perceive pres part mp masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθόμενον — αἰσθάνομαι perceive aor part mid masc acc sg αἰσθάνομαι perceive aor part mid neut nom/voc/acc sg αἰσθάνομαι perceive pres part mp masc acc sg (attic) αἰσθάνομαι perceive pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴσθεσθε — αἰσθάνομαι perceive aor imperat mid 2nd pl αἰσθάνομαι perceive pres imperat mp 2nd pl (attic) αἰσθάνομαι perceive pres ind mp 2nd pl (attic) αἰσθάνομαι perceive aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθάνεσθε — αἰσθάνομαι perceive pres imperat mid 2nd pl αἰσθάνομαι perceive pres ind mid 2nd pl αἰσθάνομαι perceive imperf ind mid 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴσθῃ — αἰσθάνομαι perceive aor subj mid 2nd sg αἰσθάνομαι perceive pres subj mp 2nd sg (attic) αἰσθάνομαι perceive pres ind mp 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾔσθησθε — αἰσθάνομαι perceive plup ind mid 2nd pl αἰσθάνομαι perceive perf imperat mid 2nd pl αἰσθάνομαι perceive perf ind mid 2nd pl εἰσθέω run into plup ind mp 2nd pl εἰσθέω run into perf imperat mp 2nd pl εἰσθέω run into perf ind mp 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»