Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

άσχημα

  • 1 άσχημα

    [асхима] εκίρ. плохо

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άσχημα

  • 2 плохо

    плохо 1. нареч. άσχημα* κακά, κακώς (скверно я \плохо себя чувствую αισθάνομαι άσχημα; \плохо играть παίζω άσχημα 2. предик, είναι άσχημα; мне \плохо είμαι άσχημα
    * * *
    1. нареч.
    άσχημα; κακά, κακώς ( скверно)

    я пло́хо себя́ чу́вствую — αισθάνομαι άσχημα

    пло́хо игра́ть — παίζω άσχημα

    2. предик.

    мне пло́хо — είμαι άσχημα

    Русско-греческий словарь > плохо

  • 3 плохо

    плохо
    1. нареч κακά, κακώς, ἀσχημα:
    \плохо готовить κακομαγειρεύω· \плохо считать μετρῶ λαθεμένα· \плохо обращаться с кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον \плохо жить κακοπερνῶ, φυτοζωῶ· он \плохо выглядит ἡ δψη του δείχνει ἀσχημα· я себя \плохо чу́вствую αἰσθάνομαι ἄσχημα· дело \плохо кончится ἡ δουλειά θά ἔχει ἀσχημο τέλος· очень \плохо πολύ κακά, πολύ ἄσχημα· из рук вой \плохо разг κακά καί ψυχρά·
    2. предик безл εἶναι ἄσχημα, δέν εἶναι καλά:
    ему́ о́чень \плохо εἶναι πολύ ἀσχημά это \плохо1 αὐτό εἶναι ἀσχημο!· у него с деньгами \плохо ἀπό λεφτά δέν πάει καλἄ здесь \плохо ἐδῶ εἶναι ἀσχημα·
    3. с (отметка) κακῶς· ◊ он \плохо кончит θά ἔχει κακό τέλος.

    Русско-новогреческий словарь > плохо

  • 4 плохо

    1. επίρ. κακά, κακώς, άσχημα•

    он плохо поёт αυτός άσχημα τραγουδάει•

    она плохо ведёт себя αυτή άσχημα συμπεριφέρεται•

    он плохо себя чувствует αυτός αισθάνεται τον εαυτό του άσχημα•

    он плохо одевается αυτός κακοντύνεται•

    семья плохо живт η οικογένεια κακοζεί•

    плохо обращаться с людьми κακοσυμπεριφέρομαι με τους ανθρώπους.

    2. ως κατηγ. είναι άσχημα•

    ему очень плохо αυτός είναι πολύ άσχημα.

    3. ουσ. ο σχολικός βαθμός «κακώς» получать плохо παίρνω βαθμό «κακώς».
    εκφρ.
    плохо–плохо – (απλ.)το λιγότερο, το κατώτερο•
    он плохо–плохо двести рублей в месяц зарабатывает – αυτός το λιγότερο διακόσια ρούβλια το μήνα βγάζει με τη δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > плохо

  • 5 дурно

    1. επίρ. άσχημα, κακά, -ώς•

    он поступил очень дурно αυτός συμπεριφέρθηκε πολύ άσχημα•

    дурно воспитанный κακοαναθρεμμένος•

    дурно обращаться с кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον.

    2. (ως κατηγ.) είμαι, αισθάνομαι άσχημα•

    ей дурно αυτή αισθάνεται άσχημα•

    мне дурно αισθάνοααι άσχημα•

    ей стало дурно αυτή έγινε χειρότερα•

    ему сделалось дурно αυτός κόντεψε να λιποθυμήσει.

    Большой русско-греческий словарь > дурно

  • 6 худо

    ουδ.
    παλ. το κακό•

    нет -а без добра δεν υπάρχει κακό χωρίς καλό.

    επίρ.
    κακά, άσχημα. || ως κατηγ. είναι κακά, άσχημα•

    больному худо ο άρρωστος ειναι άσχημα•

    ему худо του είναι άσχημα.

    εκφρ.
    худо бедноπαλ. ελάχιστα, λιγάκι.

    Большой русско-греческий словарь > худо

  • 7 непутём

    επίρ.
    1. όχι σωστά, όχι όπως πρέπει άσχημα•

    работать непутём δε δουλεύω όπως πρέπει•

    непутём начато и непутём кончится παρμ. άσχημα άρχισες, άσχημα θα τελειώσεις.

    2. παλ. ασυνήθιστα.

    Большой русско-греческий словарь > непутём

  • 8 нехорошо

    επίρ•. όχι καλά, κακώς, άσχημα•

    здесь пахнет нехорошо εδώ μυρίζει άσχημα•, чувствовать себя нехорошо αισθάνομαι άσχημα.

    || ως κατηγ. δεν είναι καλό• είναι κακό, άσχημο•

    нехорошо так поступать δεν είναι καλό να πράττεις έτσι.

    Большой русско-греческий словарь > нехорошо

  • 9 видеть

    видеть βλέπω, παρατηρώ я хорошо (плохо) вижу βλέπω καλά (άσχημα) я не вижу δε βλέπω
    * * *
    βλέπω, παρατηρώ

    я хорошо́ (пло́хо) ви́жу — βλέπω καλά (άσχημα)

    я не ви́жу — δε βλέπω

    Русско-греческий словарь > видеть

  • 10 неважно

    неважно 1. нареч. (не совсем хорошо) όχι καλά, άσχημα· чувствовать себя \неважно δεν αισθάνομαι και τόσο καλά 2. лредик. (несущественно): это \неважно αυτό δεν πειράζει, δεν έχει σημασία
    * * *
    1. нареч.
    ( не совсем хорошо) όχι καλά, άσχημα

    чу́вствовать себя́ нева́жно — δεν αισθάνομαι και τόσο καλά

    2. предик.

    э́то нева́жно — αυτό δεν πειράζει, δεν έχει σημασία

    Русско-греческий словарь > неважно

  • 11 нехорошо

    нехорошо 1. нареч. κακά, άσχημα 2. предик.: мне \нехорошо δεν αισθάνομαι καλά
    * * *
    1. нареч.
    κακά, άσχημα
    2. предик.

    мне нехорошо́ — δεν αισθάνομαι καλά

    Русско-греческий словарь > нехорошо

  • 12 пахнуть

    пахнуть μυρίζω· μοσχοβολώ (благоухать)' плохо \пахнуть μυρίζω άσχημα
    * * *
    μυρίζω; μοσχοβολώ ( благоухать)

    пло́хо па́хнуть — μυρίζω άσχημα

    Русско-греческий словарь > пахнуть

  • 13 слышать

    слышать ακούω; хорошо (плохо) \слышать ακούω καλά ( άσχημα); первый раз \слышатьу перен. πρώτη φορά τ' ακούω; \слышатьаться ακού(γ) ομαι
    * * *

    хорошо́ (пло́хо) слы́шать — ακούω καλά (άσχημα)

    пе́рвый раз слы́шу — перен. πρώτη φορά τ'ακούω

    Русско-греческий словарь > слышать

  • 14 дурно

    дурн||о
    1. нареч κακά [-ῶς], ἄσχημα [-ῶς]:
    \дурно воспитанный κακοαναθρεμμένος, «ῶς ἀνατεθραμμένος· \дурно обращаться <ем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον
    2. едик. безл:
    ей \дурно αίσθάνεται ἄσχημα ιν ἐαυτό της).

    Русско-новогреческий словарь > дурно

  • 15 неважно

    неважн||о
    1. нареч (не вполне хорошо) ἄσχημα, ὄχι καλά:
    он себя \неважно чувствует αἰσθάνεται τόν ἐαυτό του ἄσχημα, δέν αίσθάνεται πολύ καλά· мой дела идут \неважно οἱ δουλειές μου δέν πᾶνε καλά·
    2. предик безл (несущественно):
    э́то \неважно δέν Εχει σημασία, δέν εἶναι σπουδαίο πράμα.

    Русско-новогреческий словарь > неважно

  • 16 неприятно

    неприятн||о
    1. нареч ἄσχημα, δυσάρεστα:
    \неприятно пахнуть μυρίζω ἄσχημα·
    2. предик безл εἶναι δυσάρεστο:
    мне было \неприятно μοῦ ήταν δυσάρεστο.

    Русско-новогреческий словарь > неприятно

  • 17 нехорошо

    нехорош||о
    1. нареч ἄσχημα, κακά, κακώς:
    я чу́вствую себя \нехорошоό αίσθάνομαι τόν ἐαυτό μου ἄσχημα, δέν αίσθάνομαι τόν ἐαυτό μου καλά·
    2. предик. безл δέν εἶναι κάλο, εἶναι κακόν:
    это \нехорошоо́ δέν εἶναι κάλο αὐτό· \нехорошоо так поступать δέν εἶναι κάλο νά φέρεσαι ἔτσι.

    Русско-новогреческий словарь > нехорошо

  • 18 плохой

    плох||о́й
    прил κακός, ἀσχημος:
    \плохойая видимость ἡ κακή ὀρατότητα [-ης]· \плохойо́е здоровье ἡ κλονισμένη ὑγεία· \плохойо́е настроение ἡ κακοδιαθεσία, ἡ κακή διάθεση, ἡ κακοκεφιά· \плохойая пища ἡ κακή τροφή· \плохой почерк ὁ δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας· \плохой£я привычка ἡ ἀσχημη συνήθεια· \плохой человек κακός (или ἀνάποδος) ἄνθρωπος· он о́чень плох εἶναι σέ κακό χάλι, εἶναι πολύ ἄσχημα· его́ дела плохи οἱ δουλειές του πηγαίν-ιον ἄσχημα· ◊ с иим шутки плохи разг δέν χωρατεύει, δέν σηκώνει χωρατά, δέν ἀστειεύεται.

    Русско-новогреческий словарь > плохой

  • 19 противно

    противно I
    предлог с дат. п. (против) ἐναντίον, ἀντίθετα, ἐνάντια:
    это \противно логике εἶναι ἀντίθετο μέ τή λογΐκή[ν].
    противно II
    1. предик безл εἶναι ἀη-δία, εἶναι σίχαμα:
    \противно смотреть εἶναι ἀηδία νά τό βλέπει κανείς· мне \противно αίσθάνο-μαι ἀηδία·
    2. нареч ἄσχημα, σιχαμερά:
    \противно пахнет μυρίζει ἄσχημα.

    Русско-новогреческий словарь > противно

  • 20 худо

    ху́д||о I
    с τό κακό[ν]:
    он никому не делает \худоа δέν κάνει σέ κανέναν κακό· ◊ нет \худоа без добра погов. οὐδέν κακόν ἀμιγές καλοῦ, κάθε ἐμπόδιο σέ καλό.
    худо II
    1. нареч κακά, ἄσχημα:
    \худо отзываться ὁ ком-л. ἐκφράζω ἄσχημη γνώμη γιά κάποιον
    2. безл:
    ему́ \худо τήν ἔχει ἄσχημα· ему́ \худо пришлось в жизни τά βρήκε ζόρικα στή ζωή του.

    Русско-новогреческий словарь > худо

См. также в других словарях:

  • ἄσχημα — ἄσχημος neut nom/voc/acc pl ἀσχήμων misshapen neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» …   Dictionary of Greek

  • ωραίο — ονομάζεται καθετί που αρέσει σε εκείνον που το βλέπει, το διαβάζει ή το ακούει, άσχετα από τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να το χρησιμοποιήσει ή με τις σχέσεις που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ του παρατηρητή και του παρατηρουμένου προσώπου ή… …   Dictionary of Greek

  • άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • κακοΰφαντος — η, ο 1. άσχημα υφασμένος 2. παροιμ. «γνέματ ανακατωμένα, κακοΰφαντα πανιά» καθετί που αρχίζει άσχημα δεν έχει καλό αποτέλεσμα …   Dictionary of Greek

  • κακοκαμωμένος — η, ο 1. (για ανθρώπους, ζώα ή φυτά) άσχημα διαπλασμένος 2. (για πράγματα) άσχημα κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + καμωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κά(μ)νω*] …   Dictionary of Greek

  • κακοράβω — και κακορράβω 1. ράβω κάτι άσχημα, άτσαλα, ελαττωματικά 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) κακοραμμένος, η, ο ραμμένος άσχημα, ελαττωματικά …   Dictionary of Greek

  • κακοσχολεύομαι — (Α) [κακόσχολος] παίζω κακά, ανάρμοστα, άσχημα παιχνίδια, δαπανώ άσχημα την ώρα τής σχόλης μου, κακοσχολώ* …   Dictionary of Greek

  • κακοσύνθετος — η, ο (Α κακοσύνθετος, ον) 1. (για ρητ. λόγους) αυτός που έχει συντεθεί άσχημα («κακοσύνθετα ἔπη», Λουκιαν.) 2. αυτός που έχει τεθεί ή συναρμολογηθεί άσχημα …   Dictionary of Greek

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»