-
1 στομαχόπονος
[стомахопонос] ουσ. а. боль в желудке,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στομαχόπονος
-
2 боль
боль ж о πόνος, το άλγος острая \боль о έντονος πόνος боли в желудке о στομαχόπονος испытывать \боль αισθάνομαι πόνο* * *жο πόνος, το άλγοςо́страя боль — ο έντονος πόνος
бо́ли в желу́дке — ο στομαχόπονος
испы́тывать боль — αισθάνομαι πόνο
См. также в других словарях:
στομαχόπονος — ο, και στομαχόπονο, το, Ν πόνος στο στομάχι … Dictionary of Greek
στομαχόπονος — ο πόνος στο στομάχι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρδίωξις — καρδίωξις, ώξεως, ἡ (Μ) [καρδιώσσω] καρδιωγμός*, ο στομαχόπονος … Dictionary of Greek
καρδιόπονος — ο (Α καρδιόπονος) πόνος τής καρδιάς νεοελλ. μτφ. μεγάλη θλίψη, στενοχώρια αρχ. πόνος τού στομάχου, στομαχόπονος … Dictionary of Greek