Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

άρση

  • 1 άρση

    [-ις (-εως)] η
    1) поднятие, поднимание, подъём;

    άρση βαρών — а) поднятие тяжестей; — б) тяжёлая атлетика;

    2) устранение; снятие;

    άρση των υφισταμένων εμποδίων — устранение (существующих) препятствий;

    3) перен. отмена, упразднение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άρση

  • 2 άρση

    [арси] ουσ. Θ. снятие, устранение, отмена,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άρση

  • 3 άρση

    [арси] ουσ θ снятие, устранение, отмена.

    Эллино-русский словарь > άρση

  • 4 βάρους

    центр тяжести;
    2) тяжесть; груз; ноша; 3) вес;

    ατομικό (μοριακό) βάρους — атомный (молекулярный) вес;

    ειδικό βάρους — удельный вес;

    βάρους καθαρό — вес нетто;

    μικτό βάρους — вес брутто;

    αυξάνω το βάρους — или βάζω βάρους — прибавлять в весе;

    ελαττώνω ( — или μειώνω) το βάρους — или χάνω βάρους — терять в весе;

    βάρουςους εκατό κιλών — весом в сто килограммов;

    4) балласт;
    5) перен. тяжесть (в голове, желудке и т. п.);

    έχω κάποιο βάρους στην καρδιά — у меня на душе какая-то тяжесть;

    τό έχω βάρους στην ψυχή μου — чувствовать тяжесть на душе, угрызения совести из-за чего-л.;

    6) перен. тяжесть, груз, бремя, обуза; забота;
    πλ. тяжёлое бремя; страдание;

    φορολογικά βάρουςη — налоговое бремя;

    οικογενειακά βάρουςη — семейные заботы;

    βάρους των φροντίδων — бремя забот;

    βάρους των ετών — груз лет;

    αναδέχομαι όλον το βάρους — брать всю ответственность на себя;

    δεν παίρνω κανένα βάρους επάνω μου — не брать на себя никакой ответственности;

    όλα τα βάρουςη πέφτουν σε... — вся тяжесть лежит на...;

    είμαι ( — или κάνω) βάρους σε ( — или γιά) κάποιον — быть обузой для кого-л;

    μη προς βάρους... — если вас не затруднит...;

    7) перен. вес, значение, влияние, авторитет;

    ο έχων βάρους — весомый;

    έχει βάρους ο λόγος (η γνώμη) του — его слово (мнение) имеет вес;

    8) гиря;
    9) πλ. спорт, штанга;

    άρση βάρουςών — тяжёлая атлетика;

    αθλητής άρσεως βάρουςών — штангист;

    σηκώνω βάρουςη — поднимать штангу;

    10) спорт, вес;

    σωματικό βάρους — весовая категория;

    παλαιστές υπερελαφρών (ελαφρών, ημιμέσων, μέσων, βαρέων) βάρουςών — борцы наилегчайшего (лёгкого, полусреднего, среднего, тяжёлого) веса;

    11) юр.:

    βάρους αποδείξεως — обязательство предста- вить доказательства;

    12):

    εις βάρους κάποιου — а) за чеи-л. счёт, на чеи-л. счёт; — б) в ущерб кому-л.;

    τα έξοδα εις βάρους μου — расходы за мой счёт;

    § λέγονται πολλά εις βάρους σας ο — вас говорят много плохого;

    γελούν εις βάρους του — над ним смеются

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βάρους

См. также в других словарях:

  • άρση — η 1. σήκωμα, αφαίρεση, απομάκρυνση: Αναδείχτηκε νικητής στην άρση βαρών. 2. κατάργηση, ακύρωση: Θεωρείται πιθανή η άρση του στρατιωτικού νόμου στις μικρές πόλεις και στα χωριά. 3. (στη μετρική και τη μουσική), το ασθενέστερο μέρος του μετρικού… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άρση βαρών — Αθλητικό αγώνισμα που συνίσταται στην ανύψωση, με βάση καθορισμένους κανόνες από διεθνή κανονισμό, μιας σιδερένιας ράβδου με μεταλλικές πλάκες στα άκρα της. Οι πλάκες μπορεί να έχουν ποικίλο βάρος και διαστάσεις, αλλά δεν πρέπει να έχουν διάμετρο …   Dictionary of Greek

  • άρση — Όρος της αρχαίας προσωδιακής μετρικής· λεγόταν και άνω χρόνος. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν το ένα από τα δύο μέρη που συναποτελούσαν τον μετρικό πόδα (το μέτρο), ο οποίος τονιζόταν ασθενέστερα, σε αντιδιαστολή προς τη θέση ή κάτω χρόνο, που… …   Dictionary of Greek

  • ἄρση — ἄρσης NT masc voc sg ἄρσις raising fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἄρσος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἄρσος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρσῃ — ἄρδω water aor subj mid 2nd sg ἄρδω water aor subj act 3rd sg ἄρσης NT masc dat sg (attic epic ionic) ἄρσηι , ἄρσις raising fem dat sg (epic) ἀραρίσκω join aor subj mid 2nd sg ἀραρίσκω join aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤρσῃ — ἄρσῃ , ἄρδω water aor subj mid 2nd sg ἄρσῃ , ἄρδω water aor subj act 3rd sg ἄρσῃ , ἄρσης NT masc dat sg (attic epic ionic) ἄρσηι , ἄρσις raising fem dat sg (epic) ἄρσῃ , ἀραρίσκω join aor subj mid 2nd sg ἄρσῃ , ἀραρίσκω join aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • τετράσημος — Στη μετρική και στην ποίηση ο πόδας, ο οποίος σημειώνεται από 4 σημεία. Σημεία είναι τα ελάχιστα μέρη, στα οποία διαιρείται στη μουσική ο χρόνος. Το ελάχιστο χρονικό μέρος, που είναι αισθητό στην ακοή μας, είναι η βραχεία συλλαβή (υ). Αυτή… …   Dictionary of Greek

  • τροχαίος — Δισύλλαβος πόδας της αρχαίας ελληνικής μετρικής, που έχει την πρώτη συλλαβή μακρά (θέση) και τη δεύτερη βραχεία (άρση), είναι δηλαδή του τύπου –’ υ. Είναι ακριβώς αντίθετος από τον ίαμβο, ο οποίος είναι επίσης δισύλλαβος πόδας, αλλά σε αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο — Δικαστήριο που ιδρύθηκε από το Σύνταγμα του 1975. Πρόκειται για ανώτατο δικαστικό όργανο με σκοπό τη διασφάλιση της πιστής τήρησης του συντάγματος, που έχει τις εξής αρμοδιότητες: 1) Εκδίκαση ενστάσεων κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»