-
1 άρση
ἄρσηςNT: masc voc sgἄρσιςraising: fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἄρσοςneut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἄρσοςneut nom /voc /acc dual (doric aeolic)——————ἄρδωwater: aor subj mid 2nd sgἄρδωwater: aor subj act 3rd sgἄρσηςNT: masc dat sg (attic epic ionic)ἄρσηι, ἄρσιςraising: fem dat sg (epic)ἀραρίσκωjoin: aor subj mid 2nd sgἀραρίσκωjoin: aor subj act 3rd sg -
2 άρση
-
3 ἄρση
Βλ. λ. άρση -
4 ἄρσῃ
Βλ. λ. άρση -
5 άρση
[арси] ουσ. Θ. снятие, устранение, отмена,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άρση
-
6 άρση
[арси] ουσ θ снятие, устранение, отмена. -
7 άρση
дигањеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > άρση
-
8 άρση
kaldırma, iptal etme, (çıkmaza) son verme -
9 άρση βαρών
ηGewichtheben n -
10 ώρση
ἄρσῃ, ἄρδωwater: aor subj mid 2nd sgἄρσῃ, ἄρδωwater: aor subj act 3rd sgἄρσῃ, ἄρσηςNT: masc dat sg (attic epic ionic)ἄρσηι, ἄρσιςraising: fem dat sg (epic)ἄρσῃ, ἀραρίσκωjoin: aor subj mid 2nd sgἄρσῃ, ἀραρίσκωjoin: aor subj act 3rd sg -
11 ὤρσῃ
ἄρσῃ, ἄρδωwater: aor subj mid 2nd sgἄρσῃ, ἄρδωwater: aor subj act 3rd sgἄρσῃ, ἄρσηςNT: masc dat sg (attic epic ionic)ἄρσηι, ἄρσιςraising: fem dat sg (epic)ἄρσῃ, ἀραρίσκωjoin: aor subj mid 2nd sgἄρσῃ, ἀραρίσκωjoin: aor subj act 3rd sg -
12 снятие
снятиес ἡ ἄρση:\снятие запрета ἡ ἄρση τής ἀπαγόρευσης· \снятие с работы ἡ ἀπόλυ-σις (или ἡ παύση) ἀπό τή δουλειά· \снятие блокады (оса́ды) ἡ ἄρση τοῦ ἀποκλει-σμοῦ (τής πολιορκίας)· \снятие допроса ἡ ἀνάκριση [-ις]· \снятие урожая ἡ συγκομιδή· \снятие с учета ἡ διαγραφή. -
13 атлетика
атлетика ж о αθλητισμός лёгкая \атлетика ο στίβος, τα αγωνίσματα στίβου тяжёлая \атлетика η άρση βαρών* * *жο αθλητισμόςлёгкая атле́тика — ο στίβος, τα αγωνίσματα στίβου
тяжёлая атле́тика — η άρση βαρών
-
14 изъятие
изъят||иес1. ἡ ἀφαίρεση [-ις], ἡ ἄρση[-ις], τό βγάλσιμο, ἡ κατάσχεση [-ις] / ἡ ἀπομάκρυνση [-ις], ἡ μετατόπιση [-ις] (удаление):\изъятие из. обращения ἡ ἄρση ἀπό τήν κυκλοφορία·2. (исключение) ἡ ἐξαί-ρεση [-ις]:все без \изъятиеия ὀλοι χωρίς ἐξαίρεση. -
15 устранение
устранениес I. (ликвидация) ἡ ἐξάλειψη, ἡ ἄρση [-ις]:\устранение недостатков ἡ ἐξάλειψη τῶν ἀδυναμιών \устранение помех ἡ ἄρση τών ἐμποδίων2. (от должности) ἡ ἀπο-μάκρυνση [-ις], ἡ παύση [-ις], ἡ ἀπόλυση. -
16 снятие
-я ουδ.1. άρση παύση, σταμάτημα; λύση•снятие блокады άρση του αποκλεισμού•
снятие осады λύση της πολιορκίας.
2. συγκέντρωση, μά-ζευμα• συγκομιδή•снятие урожая μαζευμα της σοδειάς.
3. βγάλσιμο, αφαίρεση• πάρσιμο.4. απόλυση, παύση.5. απόσυρση.6. τράβηγμα, φωτογράφηση. || διαγραφή•снятие с учта διαγραφή.
-
17 устранение
-я ουδ.1. απομάκρυνση, άρση, αφαίρεση• εξάλειψη•устранение препятствий άρση των εμποδίων•
επιδιόρθωση, θεραπεία•устранение аварии θεραπεία βλάβης.
2. απομάκρυνση (από κατεχόμενη θέση), αποβολή• διώξιμο, απόλυση. -
18 атлетика
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > атлетика
-
19 изъятие
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изъятие
-
20 лишение
η στέρηση, η απώλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лишение
- 1
- 2
См. также в других словарях:
άρση — η 1. σήκωμα, αφαίρεση, απομάκρυνση: Αναδείχτηκε νικητής στην άρση βαρών. 2. κατάργηση, ακύρωση: Θεωρείται πιθανή η άρση του στρατιωτικού νόμου στις μικρές πόλεις και στα χωριά. 3. (στη μετρική και τη μουσική), το ασθενέστερο μέρος του μετρικού… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άρση βαρών — Αθλητικό αγώνισμα που συνίσταται στην ανύψωση, με βάση καθορισμένους κανόνες από διεθνή κανονισμό, μιας σιδερένιας ράβδου με μεταλλικές πλάκες στα άκρα της. Οι πλάκες μπορεί να έχουν ποικίλο βάρος και διαστάσεις, αλλά δεν πρέπει να έχουν διάμετρο … Dictionary of Greek
άρση — Όρος της αρχαίας προσωδιακής μετρικής· λεγόταν και άνω χρόνος. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν το ένα από τα δύο μέρη που συναποτελούσαν τον μετρικό πόδα (το μέτρο), ο οποίος τονιζόταν ασθενέστερα, σε αντιδιαστολή προς τη θέση ή κάτω χρόνο, που… … Dictionary of Greek
ἄρση — ἄρσης NT masc voc sg ἄρσις raising fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἄρσος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἄρσος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρσῃ — ἄρδω water aor subj mid 2nd sg ἄρδω water aor subj act 3rd sg ἄρσης NT masc dat sg (attic epic ionic) ἄρσηι , ἄρσις raising fem dat sg (epic) ἀραρίσκω join aor subj mid 2nd sg ἀραρίσκω join aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤρσῃ — ἄρσῃ , ἄρδω water aor subj mid 2nd sg ἄρσῃ , ἄρδω water aor subj act 3rd sg ἄρσῃ , ἄρσης NT masc dat sg (attic epic ionic) ἄρσηι , ἄρσις raising fem dat sg (epic) ἄρσῃ , ἀραρίσκω join aor subj mid 2nd sg ἄρσῃ , ἀραρίσκω join aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
τετράσημος — Στη μετρική και στην ποίηση ο πόδας, ο οποίος σημειώνεται από 4 σημεία. Σημεία είναι τα ελάχιστα μέρη, στα οποία διαιρείται στη μουσική ο χρόνος. Το ελάχιστο χρονικό μέρος, που είναι αισθητό στην ακοή μας, είναι η βραχεία συλλαβή (υ). Αυτή… … Dictionary of Greek
τροχαίος — Δισύλλαβος πόδας της αρχαίας ελληνικής μετρικής, που έχει την πρώτη συλλαβή μακρά (θέση) και τη δεύτερη βραχεία (άρση), είναι δηλαδή του τύπου –’ υ. Είναι ακριβώς αντίθετος από τον ίαμβο, ο οποίος είναι επίσης δισύλλαβος πόδας, αλλά σε αυτόν… … Dictionary of Greek
Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο — Δικαστήριο που ιδρύθηκε από το Σύνταγμα του 1975. Πρόκειται για ανώτατο δικαστικό όργανο με σκοπό τη διασφάλιση της πιστής τήρησης του συντάγματος, που έχει τις εξής αρμοδιότητες: 1) Εκδίκαση ενστάσεων κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών,… … Dictionary of Greek