Перевод: со всех языков на турецкий

с турецкого на все языки

άρση

См. также в других словарях:

  • άρση — η 1. σήκωμα, αφαίρεση, απομάκρυνση: Αναδείχτηκε νικητής στην άρση βαρών. 2. κατάργηση, ακύρωση: Θεωρείται πιθανή η άρση του στρατιωτικού νόμου στις μικρές πόλεις και στα χωριά. 3. (στη μετρική και τη μουσική), το ασθενέστερο μέρος του μετρικού… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άρση βαρών — Αθλητικό αγώνισμα που συνίσταται στην ανύψωση, με βάση καθορισμένους κανόνες από διεθνή κανονισμό, μιας σιδερένιας ράβδου με μεταλλικές πλάκες στα άκρα της. Οι πλάκες μπορεί να έχουν ποικίλο βάρος και διαστάσεις, αλλά δεν πρέπει να έχουν διάμετρο …   Dictionary of Greek

  • άρση — Όρος της αρχαίας προσωδιακής μετρικής· λεγόταν και άνω χρόνος. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν το ένα από τα δύο μέρη που συναποτελούσαν τον μετρικό πόδα (το μέτρο), ο οποίος τονιζόταν ασθενέστερα, σε αντιδιαστολή προς τη θέση ή κάτω χρόνο, που… …   Dictionary of Greek

  • ἄρση — ἄρσης NT masc voc sg ἄρσις raising fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἄρσος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἄρσος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρσῃ — ἄρδω water aor subj mid 2nd sg ἄρδω water aor subj act 3rd sg ἄρσης NT masc dat sg (attic epic ionic) ἄρσηι , ἄρσις raising fem dat sg (epic) ἀραρίσκω join aor subj mid 2nd sg ἀραρίσκω join aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤρσῃ — ἄρσῃ , ἄρδω water aor subj mid 2nd sg ἄρσῃ , ἄρδω water aor subj act 3rd sg ἄρσῃ , ἄρσης NT masc dat sg (attic epic ionic) ἄρσηι , ἄρσις raising fem dat sg (epic) ἄρσῃ , ἀραρίσκω join aor subj mid 2nd sg ἄρσῃ , ἀραρίσκω join aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • τετράσημος — Στη μετρική και στην ποίηση ο πόδας, ο οποίος σημειώνεται από 4 σημεία. Σημεία είναι τα ελάχιστα μέρη, στα οποία διαιρείται στη μουσική ο χρόνος. Το ελάχιστο χρονικό μέρος, που είναι αισθητό στην ακοή μας, είναι η βραχεία συλλαβή (υ). Αυτή… …   Dictionary of Greek

  • τροχαίος — Δισύλλαβος πόδας της αρχαίας ελληνικής μετρικής, που έχει την πρώτη συλλαβή μακρά (θέση) και τη δεύτερη βραχεία (άρση), είναι δηλαδή του τύπου –’ υ. Είναι ακριβώς αντίθετος από τον ίαμβο, ο οποίος είναι επίσης δισύλλαβος πόδας, αλλά σε αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο — Δικαστήριο που ιδρύθηκε από το Σύνταγμα του 1975. Πρόκειται για ανώτατο δικαστικό όργανο με σκοπό τη διασφάλιση της πιστής τήρησης του συντάγματος, που έχει τις εξής αρμοδιότητες: 1) Εκδίκαση ενστάσεων κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»