Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

οικογενειακά

  • 1 βάρους

    центр тяжести;
    2) тяжесть; груз; ноша; 3) вес;

    ατομικό (μοριακό) βάρους — атомный (молекулярный) вес;

    ειδικό βάρους — удельный вес;

    βάρους καθαρό — вес нетто;

    μικτό βάρους — вес брутто;

    αυξάνω το βάρους — или βάζω βάρους — прибавлять в весе;

    ελαττώνω ( — или μειώνω) το βάρους — или χάνω βάρους — терять в весе;

    βάρουςους εκατό κιλών — весом в сто килограммов;

    4) балласт;
    5) перен. тяжесть (в голове, желудке и т. п.);

    έχω κάποιο βάρους στην καρδιά — у меня на душе какая-то тяжесть;

    τό έχω βάρους στην ψυχή μου — чувствовать тяжесть на душе, угрызения совести из-за чего-л.;

    6) перен. тяжесть, груз, бремя, обуза; забота;
    πλ. тяжёлое бремя; страдание;

    φορολογικά βάρουςη — налоговое бремя;

    οικογενειακά βάρουςη — семейные заботы;

    βάρους των φροντίδων — бремя забот;

    βάρους των ετών — груз лет;

    αναδέχομαι όλον το βάρους — брать всю ответственность на себя;

    δεν παίρνω κανένα βάρους επάνω μου — не брать на себя никакой ответственности;

    όλα τα βάρουςη πέφτουν σε... — вся тяжесть лежит на...;

    είμαι ( — или κάνω) βάρους σε ( — или γιά) κάποιον — быть обузой для кого-л;

    μη προς βάρους... — если вас не затруднит...;

    7) перен. вес, значение, влияние, авторитет;

    ο έχων βάρους — весомый;

    έχει βάρους ο λόγος (η γνώμη) του — его слово (мнение) имеет вес;

    8) гиря;
    9) πλ. спорт, штанга;

    άρση βάρουςών — тяжёлая атлетика;

    αθλητής άρσεως βάρουςών — штангист;

    σηκώνω βάρουςη — поднимать штангу;

    10) спорт, вес;

    σωματικό βάρους — весовая категория;

    παλαιστές υπερελαφρών (ελαφρών, ημιμέσων, μέσων, βαρέων) βάρουςών — борцы наилегчайшего (лёгкого, полусреднего, среднего, тяжёлого) веса;

    11) юр.:

    βάρους αποδείξεως — обязательство предста- вить доказательства;

    12):

    εις βάρους κάποιου — а) за чеи-л. счёт, на чеи-л. счёт; — б) в ущерб кому-л.;

    τα έξοδα εις βάρους μου — расходы за мой счёт;

    § λέγονται πολλά εις βάρους σας ο — вас говорят много плохого;

    γελούν εις βάρους του — над ним смеются

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βάρους

  • 2 δυσαπάλλακτος

    ος, ον неотступный, неотвязный; постоянно преследующий;

    δυσαπάλλακτα οικογενειακά βάρη — вечные семейные заботы

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δυσαπάλλακτος

См. также в других словарях:

  • οικογενειακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην οικογένεια (α. «οικογενειακά βάρη» κάθε είδους δαπάνες που γίνονται για τη συντήρηση τών μελών μιας οικογένειας β. «οικογενειακή εστία») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οικογενειακά οι υποθέσεις… …   Dictionary of Greek

  • κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Ρίτσαρντσον, Σάμουελ — (Richardson, Ντέρμπισαϊρ 1689 – Λονδίνο 1761). Άγγλος συγγραφέας. Από φτωχή οικογένεια, αυτοδίδακτος, εργάστηκε για πολλά χρόνια ως μαθητευόμενος τυπογράφος κοντά σ’ έναν τυπογράφο, του οποίου παντρεύτηκε την κόρη. Σε ηλικία πενήντα ετών,… …   Dictionary of Greek

  • Tales of the Dead — Title page of Tales of the Dead (1813). Tales of the Dead was an English anthology of horror fiction, published in 1813 by the publishing house White, Cochrane and Co. Contents 1 …   Wikipedia

  • άλμπουμ — το λεύκωμα, συλλογή απο αυτόγραφα, στίχους, γνώμες ή σκέψεις, φωτογραφίες, εικόνες κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ξενική που προέρχεται από το ουδ. του λατιν. επίθ. albus «λευκός». Το λατιν. ουσ. album ήταν αντίστοιχο της αρχ. ελλην. λ. λεύκωμα*. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • αειφυγία — Ποινή μόνιμης εξορίας στην αρχαία Ελλάδα, που επιβαλλόταν από τον Άρειο Πάγο σε όσους διέπρατταν σοβαρά αδικήματα του κοινού δικαίου και ιδίως φόνο ή τραύματα με προμελέτη, ασέβεια, επιβουλή της ζωής του συζύγου από τη γυναίκα κλπ. Η ποινή, που… …   Dictionary of Greek

  • αζαλίκωτος — (I) η, ο [ζαλικώνω] 1. αυτός που δεν έχει στην πλάτη του ζαλίκι, φορτίο, ο αζάλωτος* 2. ο χωρίς οικογενειακά βάρη, άγαμος. (II) η, ο [αζαλικώνομαι] αυτός που δεν αζαλικώθηκε, δεν έπαθε ο αζάλικάς του …   Dictionary of Greek

  • απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… …   Dictionary of Greek

  • βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… …   Dictionary of Greek

  • γενεαλογία — Με τον όρο αυτό περιγράφονται διάφορες έννοιες συγγενικών σημασιών: (α) η σειρά των γενεών προγόνων και επιγόνων μιας οικογένειας, όπως αυτές εμφανίζονται χρονικά, (β) ο κατάλογος ή ο πίνακας στον οποίο καταγράφεται η σειρά των γενεών μιας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»