-
41 цель
[τσέλ'] ουσ. θ. στόχος, σκοπός -
42 задача
[ζαντάτσα] ουσ θ πρόβλημα, σκοπός -
43 умысел
[ούμυσιλ] ουσ α σκοπός -
44 цель
[τσέλ'] ουσ θ στόχος, σκοπός -
45 вахтенный
επ.(ναυτ.)1. της φρουράς, του σκοπού.2. ουσ. σκοπός σε πολεμικό πλοίο.εκφρ.- журнал – το βιβλίο υπηρεσίας (των συμβάντων). -
46 глупый
επ., βρ: глуп, -а, -оκουτός, ανόητος, μωρός•-ая затея ανόητος σκοπός (επιδίωξη)•
-ое поведение βλακώδης συμπεριφορά•
-ая книга αχαμνό βιβλίο.
-
47 достоять
-ого, -оишьρ.σ.μ.στέκομαι ως ή ώσπου να τελειώσει•достоять до восьми часов στέκομαι όρθιος ως οχτώ ώρες•
часовой -ал своё время ο σκοπός τέλειωσε τη σκοπιά του.
παραστέκομαι, στέκομαι ώσπου. -
48 единый
επ., βρ: един, -а, -о.1. ένας•ни -ой ошибки ούτε ένα λάθος•
ни -ой души ούτε (μία) ψυχή.
|| παλ. μοναδικός, μόνο ένας.2. ενιαίος, αδιάσπαστος•единый фронт ενιαίο μέτωπο.
3. κοινός, ίδιος, ένας (για όλους)•-ая цель κοινός σκοπός•
-ая воля κοινή θέληση. -ое командование κοινή διοίκηση.
εκφρ.все до -ого – όλοι χωρίς εξαίρεση, όλοι ως τον ένα. -
49 задача
-и θ.1. καθήκο, έργο, δουλειά•выполнять -ну εκπληρώνω το καθήκο•
наши -и τα καθήκοντα μας•
основная задача το βασικό καθήκο.
|| σκοπός αντικειμενικός•поставить себе -у βάζω για σκοπό μου.
|| ζήτημα, υπόθεση, πρόβλημα•очередные -и τα τρέχοντα (καθημερινά) ζητήματα.
2. μαθ. πρόβλημα•алгебраическая -αλγεβρικό πρόβλημα.
3. (απλ.)επιτυχία• ευτυχία. -
50 замысел
-ела α.1. σκοπός, δι,άθεση, πρόθεση, βλέψη.2. (φιλγ., καλλιτχ.) η κύρια ιδέα έργου. -
51 зачем
επίρ. κ. σύνδεσμος υποτακτικός-ερωτηματικός: γιατί, για ποιο σκοπό, για ποιο λόγο, προς τί, για ποια αιτία, ποιος ο λόγος, ποιος ο σκοπός. -
52 злой
επ., βρ: зол, зла, зло; злейший.1. κακός•злой человек κακός άνθρωπος•
-е начало κακή αρχή•
злой дух το κακό πνεύμα•
злой умысел κακός σκοπός, κακή πρόθεση•
быть злым на кого-Η. είμαι κακοδιατεθημένος προς κάποιον•
злэ.я судьба κακή τύχη•
злой недуг κακιά άρρωστεια•
злое дело κακή πράξη.
2. όλος κακία.3. οργισμένος, αγριεμένος.4. καυτερός, οξύς•-я горчица καυτερό σινάπι•
злой перец καυτερό πιπέρι•
злой табак βαρύς καπνός.
|| μτφ. δηκτικός•злой фельетон δηκτική επιφυλλίδα•
-я карикатура δηκτική γελοιογραφία•
злой язык δηκτική (φαρμακερή) γλώσσα.
5. δυνατός, γερός•злой мороз δυνατό κρύο•
-я буря δυνατή θύελλα.
|| μανιώδης•злой рыбак μανιώδης ψαράς.
εκφρ.- ые языки – οι κακές γλώσσες, τα κακά στόματα (κουτσομπόληδες, συκοφάντες κ.τ.τ.). -
53 иерарх
-а α.ιεράρχης, επί.σκοπος. -
54 караульный
επ.1. της φρουράς•— начальник διοικητής φρουράς•- ое помещение ή -ая будка φυλάκιο, σκοπιά•
-ая служба υπηρεσία της φρουράς.
2. ως ουσ. α. φρουρός, σκοπός.3. ως ουσ. θ. -ая φυλάκιο, σκοπιά (χώρος). -
55 караульщик
-а, α.-ца, -ы θ.φρουρός, σκοπός. -
56 карта
-ы θ.1. χάρτης•географическая γεωγραφικός χάρτης•
этнографическая карта εθνογραφικός χάρτης•
политическая карта мира παγκόσμιος πολιτικός χάρτης•
карта земных полушарий χάρτης των δύο ημισφαιρίων•
морская карта ναυτικός χάρτης.
2. παλ. κατάλογος φαγητών.3. παλ. καρτ-ποστάλ.4. χαρτί, παιγνιόχαρτο, τραπουλόχαρτο•сдавать -ы μοιράζω (κάνω) χαρτιά•
играть в карты παίζω χαρτιά•
простая карта απλό χαρτί (όχι φιγούρα)•
гадать по –ам Χαρτοσκοπώ, ρίχνω τα χαρτιά•
ему везёт в -ы είναι τυχερός στα χαρτιά.
εκφρ.последняя – το τελευταίο χαρτί (τελευταία προσπάθεια ή δυνατότητα)•карта бита ή убита – χρεοκόπησε, απότυχε οικτρά (σχέδιο, σκοπός κ.τ.τ.)• раскрыть ή открыть -ы παίζω με ανοιχτά χαρτιά (δεν κρύβω τίποτε)•смешать ή спутать чьи -ы – χαλνώ τα σχέδια κάποιου•ставить жизнь на -у – παίζω τη ζωή κορόνα-γράμματα•он всё поставил на -у – αυτός τά παίξε όλα για όλα•стоять на -е – υπόκειμαι σε μεγάλο κίνδυνο. -
57 конечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. τελικός (που έχει τέλος).2. τελευταίος, στερνός•-ая остановка τελευταία στάση, τέρμα.
3. ακραίος, άκρος,ακρινός• ουραίος.4. τελειωτικός, οριστικός, τελικός.εκφρ.- ая цель – τελικός σκοπός•в -ом счёте ή в -ом итоге – τελικά, εν τέλει, στο κάτω-κάτω• στο τέλος της γραφής, επί τέλους. -
58 марсовой
επ. (ναυτ.) του θωρακίου. || σκοπός θωρακίου. -
59 мета
-
60 мишень
-и θ.1. στόχος, σημάδι.2. μτφ. ο σκοπός (που αποβλέπει κάποιος).
См. также в других словарях:
σκοπός — one that watches masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… … Dictionary of Greek
σκοπός — ο 1. το σημείο που σκοπεύει κάποιος, στόχος. 2. ό,τι σκοπεύει κάποιος να κάνει, πρόθεση: Εκπλήρωσε τους σκοπούς της η επανάσταση. – Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. 3. φρουρός: Εξόντωσαν τους σκοπούς και έπιασαν τους εχθρούς στον ύπνο. 4. μελωδία:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νέος Σκοπός — Sp Nèos Skòpas Ap Νέος Σκοπός/Neos Skopos L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέος Σκοπός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.) του νομού Σερρών. Ήταν έδρα της ομώνυμης πρώην κοινότητας (13 τ. χλμ.) … Dictionary of Greek
Μουσείο Αγώνος ΕΟΚΑ 1955-1959 (Κύπρου) — Σκοπός του μουσείου, το οποίο το έτος 2001 απέκτησε καινούργια πτέρυγα, είναι να διατηρήσει ζωντανή την ανάμνηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελληνοκυπρίων κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας, τον οποίο είχε οργανώσει η Εθνική Οργάνωση Κυπρίων… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ταχυδρομικό και Φιλοτελικό (Αθηνών) — Σκοπός του μουσείου είναι η συγκέντρωση, μελέτη και προβολή των φιλοτελικών θησαυρών της Eλλάδας και η ανάδειξη της ελληνικής ταχυδρομικής ιστορίας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Tα 700 τ.μ. του μουσείου μοιράζονται σε δύο αίθουσες του… … Dictionary of Greek
σκοποῖν — σκοπός one that watches masc/fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοποί — σκοπός one that watches masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπούς — σκοπός one that watches masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)