Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

)+ο+σκοπός+(

  • 81 цель

    θ.
    1. στόχος, σκοπός, σημάδι•

    бить в цель χτυπώ (πετυχαίνω) το στόχο•

    попасть в цель βρίσκω το στόχο•

    стрелять в цель πυροβολώ στο στόχο, ρίχνω στο σημάδι•

    движущая цель κινητός στόχος•

    не попасть в цель αστοχώ.

    || παλ. • το στόχαστρο.
    2. μτφ. πρόθεση, επιδίωξη•

    иметь своею -ью что-Η. έχω για σκοπό μου κάτι•

    επιδιώκω κάποιο σκοπό•
    επίτευξη του σκοπού•

    ставить своей -ыо что-Η. βάζω για σκοπό μου κάτι•

    без -и χωρίς σκοπό, άσχοπα•

    с -ью ή в -ях με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > цель

  • 82 часовой

    επ.
    1. ωριαίος, μιας ώρας•

    -ая беседа συνομιλία μιας ώρας.

    2. της μιας ώρας (μετά τα μεσάνυχτα)•

    уехать -ым поездом αναχωρώ με το τρένο της μιας τη νύχτα.

    || της ώρας, με την ώρα•

    часовая оплата πληρωμή με την ώρα.

    εκφρ.
    часовой пояс – η ηλιακή ώρα.
    επ.
    ωρολογιακός, του ωρολογίου•

    часовой механизм ωρολογιακός μηχανισμός•

    -ая стрел--ка ο δείχτης του ωρολογίου.

    -ого α.
    σκοπός, φρουρός, φύλακας.

    Большой русско-греческий словарь > часовой

См. также в других словарях:

  • σκοπός — one that watches masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

  • σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… …   Dictionary of Greek

  • σκοπός — ο 1. το σημείο που σκοπεύει κάποιος, στόχος. 2. ό,τι σκοπεύει κάποιος να κάνει, πρόθεση: Εκπλήρωσε τους σκοπούς της η επανάσταση. – Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. 3. φρουρός: Εξόντωσαν τους σκοπούς και έπιασαν τους εχθρούς στον ύπνο. 4. μελωδία:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νέος Σκοπός — Sp Nèos Skòpas Ap Νέος Σκοπός/Neos Skopos L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Νέος Σκοπός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.) του νομού Σερρών. Ήταν έδρα της ομώνυμης πρώην κοινότητας (13 τ. χλμ.) …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Αγώνος ΕΟΚΑ 1955-1959 (Κύπρου) — Σκοπός του μουσείου, το οποίο το έτος 2001 απέκτησε καινούργια πτέρυγα, είναι να διατηρήσει ζωντανή την ανάμνηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελληνοκυπρίων κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας, τον οποίο είχε οργανώσει η Εθνική Οργάνωση Κυπρίων… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ταχυδρομικό και Φιλοτελικό (Αθηνών) — Σκοπός του μουσείου είναι η συγκέντρωση, μελέτη και προβολή των φιλοτελικών θησαυρών της Eλλάδας και η ανάδειξη της ελληνικής ταχυδρομικής ιστορίας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Tα 700 τ.μ. του μουσείου μοιράζονται σε δύο αίθουσες του… …   Dictionary of Greek

  • σκοποῖν — σκοπός one that watches masc/fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοποί — σκοπός one that watches masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπούς — σκοπός one that watches masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»