-
1 задача
1. мат. το πρόβλημαкраевая - см. граничная2. (то, что требует выполнения, разрешения) о στόχ/οςο σκοπόςставить - у найти х βάζω - ο να βρεθεί το χ(χι)· текущая - τρέχων -3. (цель) о σκοπός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задача
-
2 задача
-
3 конечный
конечный τελικός' τελευταίος (последний)' \конечныйая остановка το τέρμα* \конечныйая цель о τελικός σκοπός* * *τελικός; τελευταίος ( последний)коне́чная остано́вка — το τέρμα
коне́чная цель — ο τελικός σκοπός
-
4 мотив
-
5 цель
-
6 часовой
I часовой Ι (о часах) του ρολογιού; \часовойая стрелка о ωροδείχτης; \часовойая мастерская το εργαστήριο του ωρολογοποιού, το ωρολογοποιείο II часовой II (о времени) ωριαίος II часовой III м ο φρουρός, ο σκοπός* * *I( о часах) του ρολογιούчасова́я стре́лка — ο ωροδείχτης
IIчасова́я мастерска́я — το εργαστήριο του ωρολογοποιού, το ωρολογοποιείο
( о времени) ωριαίοςIII мο φρουρός, ο σκοπός -
7 цель
цел||ьж1. (мишень) ὁ στόχος, τό σημάδι:движущаяся \цель ὁ κινούμενος στόχος· стрельба в \цель ἡ σκοποβολή· попасть в \цель πετυχαίνω τόν στόχο· не попасть в \цель ἀστοχώ, δέν πετυχαίνω τόν στόχο·2. перен ὁ σκοπός:\цель жизни σκοπός τής ζωής· достичь своей \цельи πετυχαίνω τόν σκοπό μου· ◊ бвть в \цель προχωρώ στον σκοπό μου· бить мимо \цельи а) ἀστοχώ, б) πάω στά χαμένα (или στό βρόντο), πέφτω στό κενό (тк. перен)· иметь \цельыо... ἔχω σκοπό να...· с какой \цельью? γιά πιό σκοπό;, μέ τί σκοπό;· с \цельыо..., в \цельях... μέ σκοπό...· в \цельях улучшения γιά τήν βελτίωση, γιά τήν καλυτέρευση. -
8 будочник
-а α.σκοπός της σκοπιάς, φύλακας φυλακίου. || παλ. αστυνομικός-σκοπός. -
9 смысл
-а (-у) α.1. παλ. ο νους• το λογικό.2. έννοια, νόημα• σημασία•смысл слова η έννοια της λέξης•
смысл событий το νοημάτων γεγονότων•
прямой смысл слова η κυρ ιολεξια της λέξης•
переносный смысл слова η μεταφορική σημασία της λέξης•
придать смысл προσδίδω έννοια ή νόημα ή σημασία•
в широком -е слова με την πλατιά σημασία της λέξης•
в буквальном -е слова με την κυριολεξία της λέξης.
3. λογική βάση, περιεχόμενο• σκοπός•в чём смысл этой затеи? ποιος ο σκοπός αυτής της πρόθεσης; || ωφέλεια, όφελος.
εκφρ.здравый смысл – ο κοινός νους•в -е чего ή в каком -е – σχετικά, όσον αφορά•в -е кого-чего – με τη σημασία, υπονοώντας•в полном -е слова – με όλη τη σημασία της λέξης. -
10 визит
η επίσκεψ/ηнаносить - κάνω -, επισκέπτομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > визит
-
11 мотив
1. (побудительная причина, основание, повод, довод) η αφορμή, η πρόφαση, η αιτία, το κίνητρο 2. литер. η ιδέα, το σχέδιο 3. муз. о σκοπός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мотив
-
12 предположение
1. (предварительное суждение, догадка) η υπόθεση, η εικασία, η πιθανολογία 2. (план, проект, замысел) το σχέδιο, η σκέψη, ο σκοπός, η πρόθεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предположение
-
13 соглашение
η συμφωνί/αмежгосударственное - μεταξύ των χωρών, διακρατική -- об обмене научно-технической информацией - ανταλλαγής και ενημέρωσης στα επιστημονικά και τεχνικά θέματαтрёхстороннее - τρίπλευρη/τρι-μερής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соглашение
-
14 установка
1. (оборудование) η εγκατάσταση, η διάταξη, η συσκευήτο μηχάνημαο μηχανισμόςбортовая - του σκάφους (πλοίου, αεροσκάφους)водоочистная - επεξεργασίας/καθαρισμού του ύδατοςводоподготовительная - см. водоочистнаягребная мор. - πρόωσηςопреснительная - см. обессоливающаяоросительная - του ποτίσματος/ψεκασμούпусковая косм. - εκτόξευσηςтормозная - το σύστημα πέ-δης/φρεναρίσματοςхолодильная - ψυκτική -, το ψυγείο2. (процесс монтажа) η εγκατάσταση, η τοποθέτηση, η προσαρμογή 3. (регулировка величины по прибору) η ρύθμισηη επιδίωξη, η εντολή, η οδηγία5. физиол. η προσαρμογή (του οργανισμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > установка
-
15 боевой
боев||о́йприл1. πολεμικός, μαχητικός:\боевойые деи́ствия οἱ ἐχθροπραξίες, οἱ πολεμικές ἐπιχειρήσεις; \боевойа́я подготовка ἡ στρατιωτική ἐκπαίδευση; \боевойа́я задача ὁ πολεμικός σκοπός, ἡ πολεμική ἀποστολή; \боевойое снаряжение ἡ ἐξάρτηση, ὁ ὁπλισμός; \боевой порядок ἡ παράταξη μάχης; \боевойые заслуги οἱ πολεμικές ὑπηρεσίες; \боевойые отли́чия τά πολεμικά παράσημα; \боевойая тревога ὁ συναγερμός; \боевойое крещение τό βάπτισμα τοῦ πυρός; \боевой товарищ ὁ συμπολεμιστής, ὁ συμμαχητής; быть в \боевой готовности εἶμαι ἐτοιμοπόλεμος;2. перен μαχητικός, πολεμικός / φιλοπόλεμος (воинственный):\боевой дух τό μαχητικό πνεΰμα. -
16 вахтенный
вахт||енный1. прил мор. τής βάρδιας:\вахтенныйенный командир ὁ ἀξιωματικός τής βάρδιας, ὁ ἀξιωματικός τής ὑπηρεσίας; \вахтенныйенный журнал τό ἡμερολόγιο (πλοίου);2. м ὁ σκοπός, ὁ φρουρός, ὁ ναύτης τής ὑπηρεσίας. -
17 задача
зада́ч||аж в разн. знач. τό πρόβλημα/ ὁ σκοπός (цель):\задача на деление πρόβλημα διαίρεσης· очередные \задачаи τά τρέχοντα προβλήματα· основная\задача τό βασικό καθήκον решать \задачау прям, перен λύνω τό πρόβλημα· поставить себе \задачау βάζω σκοπό μου. -
18 злой
злойприл1. κακός:\злой умысел ἡ κακή πρόθεση, ὁ κακός σκοπός·2. (сильный) ἄγριος, δυνατός· ◊ злые языки́ οἱ κακές γλώσσες. -
19 караульный
караул||ьный1. прил τής φρουράς:\караульныйьная служба ἡ ὑπηρεσία (τής) φρουρᾶς· \караульныйьная будка τό φυλάκιο, ἡ σκοπιά· \караульныйьное помещение τό φυλακείο·2. м (часовой) ὁ φρουρός, ὁ σκοπός. -
20 конечный
конечн||ыйприл в разн. знач. τελευταίος, τελικός:\конечныйая станция ὁ τελευταίος σταθμός, τό τέρμα· \конечныйая цель ὁ τελικός σκοπός· ◊ в \конечныйом счете τελικά, ἐν τέλει.
См. также в других словарях:
σκοπός — one that watches masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… … Dictionary of Greek
σκοπός — ο 1. το σημείο που σκοπεύει κάποιος, στόχος. 2. ό,τι σκοπεύει κάποιος να κάνει, πρόθεση: Εκπλήρωσε τους σκοπούς της η επανάσταση. – Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. 3. φρουρός: Εξόντωσαν τους σκοπούς και έπιασαν τους εχθρούς στον ύπνο. 4. μελωδία:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νέος Σκοπός — Sp Nèos Skòpas Ap Νέος Σκοπός/Neos Skopos L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέος Σκοπός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.) του νομού Σερρών. Ήταν έδρα της ομώνυμης πρώην κοινότητας (13 τ. χλμ.) … Dictionary of Greek
Μουσείο Αγώνος ΕΟΚΑ 1955-1959 (Κύπρου) — Σκοπός του μουσείου, το οποίο το έτος 2001 απέκτησε καινούργια πτέρυγα, είναι να διατηρήσει ζωντανή την ανάμνηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελληνοκυπρίων κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας, τον οποίο είχε οργανώσει η Εθνική Οργάνωση Κυπρίων… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ταχυδρομικό και Φιλοτελικό (Αθηνών) — Σκοπός του μουσείου είναι η συγκέντρωση, μελέτη και προβολή των φιλοτελικών θησαυρών της Eλλάδας και η ανάδειξη της ελληνικής ταχυδρομικής ιστορίας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Tα 700 τ.μ. του μουσείου μοιράζονται σε δύο αίθουσες του… … Dictionary of Greek
σκοποῖν — σκοπός one that watches masc/fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοποί — σκοπός one that watches masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπούς — σκοπός one that watches masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)