-
61 отдалённый
επ. από μτχ.μακρινός, αλαργινός απόμακρος απομακρυσμένος•отдалённый край απομακρυσμένη.περιοχή•
-ые времена παλαιά χρόνια, παρωχημένοι χρόνοι•
-ая древность η πολύ παλαιά (απώτατη) αρχαιότητα•
-ое будущее το απώτατο μέλλον•
-ое прошлое το μακρινό παρελθόν•
-ое родство μακρινή συγγένεια•
отдалённый родственник μακρινός συγγενής.
|| απόκεντρος. || ελάχιστος, ασήμαντος•-ое сходство ελάχιστη ομοιότητα.
|| αποξενωμένος αδιάφορος. -
62 повторение
-я ουδ.επανάλειψη•повторение урока επανάλειψη του μαθήματος.
|| χρησιμοποίηση•повторение чужих слов χρησιμοποίηση ξένων λέξεων.
|| υποτροπή•повторение болезни υποτροπή της ασθένειας.
|| ομοιότητα.(μουσ.) αναδρομή. -
63 подобие
-я ουδ.1. ομοίωση•религия провозглашает, что человек создан по образцу и по -ю Божию η θρησκεία διακηρύττει ότι ο άνθρωπος έγινε κατ εικόνα και ομοίωση του Θεού.
2. (μαθ.) ομοιότητα. -
64 поразительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноκαταπληκτικός εκπληκτικός απίστευτος, αφάνταστος•-ое сходство καταπληκτική ομοιότητα.
|| θαυμάσιος, υπέροχος, θεσπέσιος•-ая красота βαύμα-ομορφιά.
-
65 разительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно; καταπληκτ ικός, εκπληκτικός• χτυπητός•-ое сходство καταπληκτική ομοιότητα•
разительный пример καταπληκτικό παράδειγμα•разительныйэффект ζωηρή εντύπωση (αίσθηση)•
-ая быстрота καταπληκτική ταχύτητα.
-
66 родственность
-и θ.συγγένεια, ομοιότητα•родственность идей συγγένεια ιδεών•
родственность языков συγγένεια γλωσσών.
-
67 родство
-а ουδ.1. συγγένεια•ближнее στενή συγγένεια•
дальнее родство μακρινή συγγένεια•
кровное родство συγγένεια εξ αίματος•
быть в -έ συγγενεύω.
2. συγγενείς, συγγενολόι•у него богатое родство αυτός έχει πολλούς συγγενείς.
3. ομοιότητα•родство идей συγγένεια ιδεών•
родство языков συγγένεια γλωσσών.
εκφρ.не – Πό•родство мящий -а – (για αλήτη) α) δε θυμάται (δεν ξέρει) την καταγωγή του. β) αυτός που ξέχασε το περιβάλλον που ανατράφηκε. -
68 сблизить
сближу, сблизишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сближенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. πλησιάζω, ζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω παραθέτω•сблизить ветви дерева πλησιάζω τα κλαδιά του δέντρου•
сблизить электроды πλησιάζω τα ηλεκτρόδια•
сблизить ножки циркуля συγκλίνω τα σκέλη του διαβήτη.
|| συνδέω• συνδυάζω•сблизить науку и производство συνδυάζω την επιστήμη με την παραγωγή•
сблизить теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη.
|| συνδέω, ενώνω•одинаковые интересен -ли нас τα ίδια (κοινά) συμφέροντα μας συνέδεσαν.
2. εξαλείφω μερικά τη διαφορά• μικραίνω τη διαφορά•сблизить умственный труд с физическим μικραίνω τη διαφορά μεταξύ πνευματικής και χειρονακτικής εργασίας•
сблизить город с деревней εξαλείφω τη μεγάλη διαφορά της πόλης και του χωριού.
1. πλησιάζω, έρχομαι κοντά, κοντοζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω.2. μτφ. αποκτώ συνάφεια ή σύνδεση, συσχετίζομαι• συνδέομαι, ενώνομαι. || αποκτώ ομοιότητα, προσομοιάζω -
69 совершенный
επ., βρ: -шенен, -шнна, -о.1. τέλειος, εντελής, άρτιος• υπέροχος•-ая красота υπέροχη (ολοκληρωμένη) ομορφιά.
2. πλήρης, απόλυτος•-ое равнодушие πλήρης αδιαφορία•
-ое сходство πλήρης (άκρα) ομοιότητα.
|| πραγματικός, γνήσιος.3. παλ. ενήλικος.επ. совершенный вид (γραμμ.) στιγμιαία μορφή του ρήματος (ρ. σ.), μέλλοντας στιγμιαίος, αόριστος, απαρέμφατο. -
70 согласие
-я ουδ.1. συμφωνία, συγκατάθεση, συναίνεση• δέξιμο• στρέξιμο•дать согласие на что.н. δίνω συγκατάθεση για κάτι•
молчание согласие знак -я παρμ. η σιωπή είναι σημάδισυμ-φωνιας.
2. συνομολόγηση, συμφωνία.3. ομοφωνία, ταυτότητα γνωμών.4. ομόνοια, σύμπνοια.5. ομοιότητα, κοινότητα γνωρισμάτων, αντιστοιχία• σύμπτωση.6. μτφ. αρμονία•жить в -и ζω αρμονικά.
εκφρ.в -и с чем – (γραπ. λόγος) σύμφωνα με. -
71 созвучие
-я ουδ.1. (μουσ.) συνήχηση• συμφωνία.2. (φιλγ.) συνήχηση στίχων, το ομοιο-τέλευτον.3. εσωτερική ομοιότητα, συσχέτηση• σύμπτωση, ταυτότητα γνωρισμάτων, ιδιοτήτων. -
72 сходность
-и θ.ομοιότητα. -
73 удивительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;1. εκπληκτικός, παράξενος, περίεργος•-ое со-впадние παράξενη σύμπτωση.
|| καταπληκτικός•-ое сходство καταπληκτική ομοιότητα.
2. εξαιρετικός, μεγάλης ολκής•удивительный мерзавец μεγάλος παλιάνθρωπος.
-
74 γειτνίασις
2 a neighbourhood, district, OGI483.28, 32 (Pergam., ii B. C.), Ph.2.475 (pl.), Plu. Cor.24;βαρβαρικαὶ γ. Id.Per.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γειτνίασις
-
75 πορεύω
A (lyr.), etc.: [tense] aor. ἐπόρευσα, poet.πόρευσα Pi.P.11.21
:—[voice] Pass. and [voice] Med., [tense] fut.πορεύσομαι S.OT 676
, Pl.Smp. 190d;πορευθήσομαι IG22.141.2
, LXX 3 Ki.14.2: [tense] aor. ἐπορευσάμην (only compds. ἐν-, προ-, Pl. Ep. 313d, Plb.2.27.2);ἐπορεύθην Pi.Fr.75.8
, Hdt.8.107, Th.1.26, E. Hec. 1099 (lyr.), etc.: [tense] pf.πεπόρευμαι Pl.Plt. 266d
, D.53.6:([etym.] πόρος):I [voice] Act., make to go, carry, convey, by land or water, τινα Arion 1.13, Pi. O.1.77, P.11.21, etc.; (lyr.);ὡς τάχιστά μοι μολὼν ἄνακτα.. τις πορευσάτω Id.OC 1476
; (lyr.);ποντιὰς αὔρα,.. ποῖ με πορεύσεις; Id.Hec. 447
(lyr.);βᾶσά νιν δεῦρο πόρευσον Id.Med. 181
(lyr.);στρατιὰν πεζῇ π. ὡς Βρασίδαν Th.4.132
, etc.: c. dupl.acc., carry or ferry over, [Νέσσος] ποταμὸν.. Βροτοὺς μισθοῦ 'πόρευε S.Tr. 560
;γυναῖκ' ἀρίσταν λίμναν.. πορεύσας ἐλάτᾳ E.Alc. 443
(lyr.).2 of things, bring, carry,ἐπιστολὰς πατρί S.OC 1602
; furnish, bestow, ; set in motion,κίνησις.. βραδυτῆτάς τε καὶ τάχη.. π. Pl.Lg. 893d
.3 abs., conduct a search, S.Ichn.324 (lyr., s.v.l.).II [voice] Pass. and [voice] Med., to be driven or carried,μέγας βοῦς ὑπὸ σμικρᾶς μάστιγος εἰς ὁδὸν π. Id.Aj. 1254
;πρὸς βίαν π. Id.OC 845
.2 go, walk, march, Hdt.8.22, Thphr.Char.2.1, etc.;ἐφ' ἑνὸς σκέλους Pl.Smp. 190d
;σύνδρομά τινι Id.Plt. 266d
;ταχέως X.An. 2.2.12
;τοῖν ποδοῖν Id.Cyr.4.3.13
; go by land, opp. going by sea, Id.An.5.3.1; also cross, pass over, διαφυλάσσειν τὰς σχεδίας, πορευθῆναι βασιλέϊ for the king's crossing, Hdt.8.107;π. δι' Εὐρίπου Th.7.29
: freq. with Preps., π. ἐκ δόμων, ἔξω δωμάτων, S.Tr. 392, E.Hipp. 1156; ;εἰς ἐκκλησίαν Thphr.Char.4.1
;ἐξ.. ἐς.. Hdt.4.35
;ἐπὶ τὸν Ἀχέροντα Pl.Phd. 113d
: c.acc.loci, enter,π.στέγας S.Tr. 329
, cf. E.Hel.51; π. διὰ Θεσσαλίης march through T., Hdt.7.196; π. παρὰ βασιλέος come from his presence, Id.6.95;παρὰ βασιλέως πρὸς τὸν σατράπην X.An.4.5.10
; π. πρὸς τὸν ἴδιον ἄνδρα go in to her husband, Theano ap.D.L.8.43: freq. c.acc.cogn., μακροτέραν (sc. ὁδόν)π. X.An.2.2.11
, etc.; (lyr.);τὴν εἱμαρμένην πορείαν Pl.Mx. 236d
: c.acc.loci,γῆν πολλὴν π.
go over, trauerse,Arr.
An.6.23.1;π. τὰ δύσβατα X.Cyr.2.4.27
;τοσαῦτα ὄ ρη Id.An.2.5.18
: Geom., π. διὰ τοῦ κέντρου pass through the centre, Archim.Con.Sph. 16; π. γραμμάν traverse, move along a line, Id.Spir.14.—Special phrases: ἐς ἄρκυν π. fall into.., E.El. 965; ἐπ' ἔργον π., ἐπὶ τὰ δευτερεῖα π., Id.Or. 1068, Pl.Phlb. 23b; π. εἰς τὰ κτήματα enter into possession of.., D.44.32; ἢν αἱ καθάρσιες πορεύωνται if the menses come, Hp.Aph. 5.60.4 metaph.,ἡ πονηρία διὰ τῶν ἡδονῶν π. X.Cyr. 2.2.24
; of discourse,ἐκτὸς τῶν λόγων π. Pl. Lg. 812a
;διὰ τῶν ὁμολογουμένων X.Mem.4.6.15
; καθ' ὁμοιότητα π. proceed by analogy, Phld.Sign.31.6 go on one's way, i.e. die, Jul.Ep.14. -
76 σημείωσις
A indication, notice, Plu.2.961c.II inference from a sign, Phld.Sign.2, al.; ὁ καθ' ὁμοιότητα τρόπος τῆς ς. ib.1; ὁ κατ' ἀνασκευὴν τρόπος τῆς ς. ib.31.2 Medic., remarking, observing of symptoms, Gal.19.394; used by the νεώτεροι for διάγνωσις acc. to Heliod. ap. Orib.45.16.4; later, examination, ἡ διὰ τοῦ πυρῆνος ς. Paul.Aeg.6.77.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σημείωσις
-
77 συνδιορθόω
A straighten at the same time, set a dislocated joint, Hp.Fract.4.2 correct or improve at the same time, τι Arist.Top. 151b7; τί τινι prob. in Men.Pk. 161; τινα Iamb.VP19.92;ἴχνος εἰς ὁμοιότητα Porph.Plot.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνδιορθόω
-
78 τρόπος
A turn, direction, way,διώρυχες παντοίους τρόπους ἔχουσαι Hdt.2.108
;διώρυχας τετραμμένας πάντα τ. Id.1.189
, cf. 199: but,II commonly, way, manner, fashion, guise, τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι going on as we are, ib.97;τ. ὑποδημάτων Κρητικός Hp.Art.62
;πᾶς τ. μορφῆς A.Eu. 192
;τίς ὁ τ. τῆς ξυμφορᾶς; S. OT99
;ἀσκεῖν τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τ. Ar.Pl.47
;ὁ αὐτός που τ. τέχνης ἰατρικῆς ὅσπερ καὶ ῥητορικῆς Pl.Phdr. 270b
; tenor, of documents, PGen.16.11 (iii A. D.), etc.: also in Pl., κεχώρισται τοὺς τ. in its ways, in its kind, Hdt.4.28;ψυχῆς τρποι Pl.R. 445c
, etc.;οἱ περὶ τὴν ψυχὴν τ. Arist.HA 588a20
:—in various adverbial usages:1 dat.,τίνι τρόπῳ;
how?A.
Pers. 793, S.OT10, E.Ba. 1294;τῷ τ.; S.El. 679
, E. Hipp. 909, 1008;ποίῳ τ.; A.Pr. 763
, etc.; τοιούτῳ τ., τ. τοιῷδε, Hdt. 1.94, 3.68;ἄλλῳ τ. Pl.Phdr. 232b
, etc.; ἑνί γέ τῳ τ. in one way or other, Ar.Pl. 402, Pl.Men. 96d; παντὶ τ. by all means, A.Th. 301 (lyr.), Lys.13.25; οὐδενὶ τ., μηδενὶ τ., in no wise, by no mdans, on no account, Hdt.4.111, Th.6.35, Pl.Cri. 49a, etc.; ἑκουσίῳ τ. willingly, E. Med. 751; τρόπῳ φρενός by way of intelligence, i.e. in lieu of the intelligence which is lacking to the child, A.Ch. 754 (s. v.l.): poet. in pl.,τρόποισι ποίοις; S.OC 468
; τρόποισιν οὐ τυραννικοῖς not after the fashion of.., A.Ch. 479;ναυκλήρου τρόποις S.Ph. 128
.2 abs. in acc.,τίνα τρόπον;
how?Ar.
Nu. 170, Ra. 460; τ. τινά in a manner, E.Hipp. 1300, Pl.R. 432e; τοῦτον τὸν τ., τόνδε τὸν τ., Id.Smp. 199a, X.An. 1.1.9;ὃν τ.
how,D.H.
3.8; as, LXXPs.41(42).1;τ. τὸν αὐτόν A.Ch. 274
;πάντα τ. Ar.Nu. 700
(lyr.), etc.;μηδένα τ. X.Mem.3.7.8
; τὸν μέγαν τ., οὐ σμικρὸν τ., A.Th. 284, 465;τὸν Ἀργείων τ. Pi.I.6(5).58
;Σαμιακὸν τ. Cratin.13
; βάρβαρον τ. ( βρόμον ex Sch. Schütz) in barbarous guise or fashion, A.Th. 463; πίτυος τρόπον after the manner of a pine, Hdt.6.37; ὄρνιθος τ. like a bird, Id.2.57, cf. A.Ag.49 (anap.), 390 (lyr.), etc.; later,ἐς ὄρνιθος τ. Luc.Halc.1
, cf. Bis Acc.27: rarely in pl., πάντας τρόπους in all ways, Pl.Phd. 94d.3 with Preps., τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον in way of praise, Pi.O.10(11).77:—δι' οὗ τρόπου Men.539.6
;διὰ τοιούτου τ. D.S.1.66
:—ἐς τὸν νῦν τ. Th.1.6
;εἰς τὸν αὐτὸν τ. μετασκευάσαι X.Cyr.6.2.8
; ἐς ὄρνιθος τ. (v. supr.2):—ἐκ παντὸς τ. Id.An.3.1.43
, Isoc.4.95, etc.;ἐξ ἑνός γέ του τ. Ar.Fr. 187
, Th.6.34;μηδὲ ἐξ ἑνὸς τ. Lys.31.30
;μηδ' ἐξ ἑνὸς τ. Isoc.5.3
:—ἐν τῷ ἑαυτῶν τ. Th.7.67
, cf. 1.97, etc.;ἐν τρόπῳ βοσκήματος Pl.Lg. 807a
: in pl., γυναικὸς ἐν τρόποις, ἐν τ. Ἰξίονος, A.Ag. 918, Eu. 441:—κατὰ τὸν αὐτὸν τ. X.Cyr.8.2.5
;κατὰ πάντα τ. Ar.Av. 451
(lyr.), X.An. 6.6.30, etc.;κατ' οὐδένα τ. Plb.4.84.8
, etc.;κατ' ἄλλον τ. Pl.Cra. 417b
;κατὰ τὸν Ἑλληνικὸν τ. X.Cyr.2.2.28
: in pl., κατὰ πολλοὺς τ. ib.8.1.46, etc.:—μετὰ ὁτουοῦν τ. in any manner whatever, Th.8.27:—ἑνὶ σὺν τ. Pi.N.7.14
.4 κατὰ τρόπον,a according to custom,κατὰ τὸν τ. τῆς φύσεως Pl.Lg. 804b
; opp.παρὰ τὸν τ. τὸν ἑαυτῶν Th.5.63
, cf. Antipho 3.2.1.b fitly, duly, Epich.283, Isoc. 2.6, Pl.Plt. 310c, etc.;οὐδαμῶς κατὰ τ. Id.Lg. 638c
; opp. unreasonable, absurd,Id.
Cra. 421d, Tht. 143c, etc.; soθαυμαστὸν οὐδὲν οὐδ' ἀπὸ τοῦ ἀνθρωπείου τ. Th.1.76
.III of persons, a way of life, habit, custom, Pi.N.1.29; μῶν ἡλιαστά; Answ.μἀλλὰ θατέρου τ. Ar. Av. 109
;ἐγὼ δὲ τούτου τοῦ τ. πώς εἰμ' ἀεί Id.Pl. 246
, cf. 630.2 a man's ways, habits, character, temper, ὀργὴν καὶ ῥυθμὸν καὶ τ. ὅστις ἂν ᾖ (v.l. ὅντιν' ἔχει) Thgn.964; τρόπου ἡσυχίου of a quiet temper, Hdt.1.107, cf. 3.36;φιλανθρώπου τ. A.Pr.11
;γυναικὶ κόσμος ὁ τ., οὐ τὰ χρυσία Men.Mon.92
;οὐ τὸν τ., ἀλλὰ τὸν τόπον μόνον μετήλλαξεν Aeschin.3.78
; τρόπου προπέτεια, ἀναίδεια, D.21.38, 45.71;ἀφιλάργυρος ὁ τ. Ep.Hebr.13.5
:—οὐ τοὐμοῦ τ. Ar.V. 1002
; σφόδρ' ἐκ τοῦ σοῦ τ. quite of your sort, Id.Th.93; ξυγγενεῖς τοὐμοῦ τ. ib. 574:— πρὸς τρόπου τινός agreeable to one's temper, Pl.Phdr. 252d, cf. Lg. 655d;πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου X.An.1.2.11
:—opp.ἀπὸ τρόπου Pl.Phdr. 278d
, R. 470c:—after Adjs.,διάφοροι ὄντες τὸν τ. Th.8.96
;σολοικότερος τῷ τ. X.Cyr.8.3.21
:—esp. in pl., Pi.P.10.38, S.El. 397, 1051; σκληρός, ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, Ar. Pax 350, 935;σφόδρα τοὺς τ. Βοιώτιος Eub.39
;πουλύπους ἐς τοὺς τ. Eup.101
;μεθάρμοσαι τ. νέους A.Pr. 311
;τοὺς φιλάνορας τ. Id.Ag. 856
;νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τ. S.Aj. 736
;τοῖς τρόποις ὑπηρετεῖν Ar.Ra. 1432
; opp. νόμοι, Th.2.39;ἤθη τε καὶ τ. Pl.Lg. 924d
.IV in Music, like ἁρμονία, a particular mode,Αύδιος τ. Pi.O.14.17
; but more generally, style, νεοσίγαλος τ. ib.3.4;ὁ ἀρχαῖος τ. Eup.303
; ᾠδῆς τρόπος, μουσικῆς τρόποι, Pl.R. 398c, 424c; διθυραμβικοὶ τ. (distd. fr. ἦθος) Phld.Mus.p.9K.;ὁ ἁρμονικὸς τῆς μουσικῆς τ. Aristid.Quint.1.12
, cf. 2.1; of art in general,πάντες τῆς εἰκαστικῆς τ. Phld.Po.5.7
.V in speaking or writing, manner, style,ὁ τ. τῆς λέξεως Pl.R. 400d
, cf. Isoc.15.45: esp. in Rhet. in pl., tropes, Trypho Trop.tit., Cic.Brut.17.69, Quint.Inst.8.6.1.VI in Logic, mode or mood of a syllogism, Stoic.3.269, cf. 1.108, 2.83: more generally, method of instruction or explanation,ὁ ἄνευ φθόγγων τ. Epicur.Ep.1p.32U.
; ὁ μοναχῇ τ. the method of the single cause, opp. ὁ πλεοναχὸς τ. the method of manifold causes, Id.Ep.2p.41U.; mode of inference, ὁ κατὰ τὴν ὁμοιότητα τ., opp. ὁ κατ' ἀνασκευὴν τ. τῆς σημειώσεως, Phld.Sign.30,31;αἰτιολογικὸς τ. Epicur.Nat. 143
G. -
79 ἀναφέρω
ἀναφέρω, poet. [pref] ἀμφ-, [tense] fut. ἀνοίσω: [tense] aor. ἀνήνεγκα, [dialect] Ion. ἀνήνεικα, also inf.I bring, carry up,[Κέρβερον] ἐξ Ἀΐδαο Od.11.625
;ἐκ τῆς ἰλύος ψῆγμα ἀ. χρυσοῦ Hdt.4.195
, cf. 3.102 (as v.l. for -φορέω) ; ἀ. τινὰ εἰς Ὄλυμπον, εἰς θεούς, X.Smp.8.30 ([voice] Pass.), Plu. Rom.28, etc.; in histor. writers, carry up the country, esp. into Central Asia, Hdt.6.30; raise up,εἰς τὸ ἄνω Hp.Art.37
; ἀ. πόδα lift it, E.Ph. 1410:—[voice] Med., carry up to a place of safety, take with one, Hdt.3.148; remove one's goods, 8.32,36, etc.b esp. carry up to the Acropolis, put by, of treasure, And.3.7, X.Vect.5.12, Aeschin.2.174, etc.2 bring up, pour forth, of tears,ἑτοιμότερα γέλωτος ἀ. λίβη A.Ch. 447
;αἵματος πλῆθος ἀ.
spit up,Plu.
Cleom.15; ἀ. φωνάς, στεναγμούς, Id.2.433c, Alex.52:—[voice] Med., ἀνενείκασθαι, abs., fetch up a deep-drawn breath, heave a deep sigh,μνησάμενος δ' ἁδινῶς ἀνενείκατο Il.19.314
;ἀνενεικάμενόν τε καὶ ἀναστενάξαντα Hdt.1.86
(where others, having recovered himself, come to himself, v. infr. 11.7): in Alex. Poets, utter, ἀνενείκατο μῦθον, φωνήν, A.R.3.463, 635.3 uphold, take upon one, ;κινδύνους Th.3.38
; διαβολάς, πόλεμον, etc., Plb.1.36.3, 4.45.9, etc.;πολλῶν ἀ. ἁμαρτίας LXX Is. 53.12
, Ep.Heb.9.28.4 offer in sacrifice, ib.7.27, 13.15, etc.: abs., make expiation or compensation, GDI3537, al. ([place name] Cnidus).6 intr., lead up, of a road,ἁμαξιτὸς εἰς τὸν Πειραιᾶ ἀ. X.HG 2.4.10
, cf. Plb.8.29.1, Inscr.Prien.37.161.II bring or carry back,εἰς τοὔπισθεν ἀ. πόδα E.Ph. 1410
: freq. in Prose, ἀ. τὰς κώπας recover the oars (after pulling them through the water), Th.2.84;ἡ εἰρεσία ἀναφέρεται Plu.Demetr.53
, Ant.26.2 bring back tidings, report,παρά τινα Hdt.1.47
;ἔς τινα Id.1.91
, Th.5.28, etc.; τὰ ἐκ τῆς ἐκκλησίας ἀνενεγκόντες Decr. ap. D.18.75:—[voice] Pass., Hdt.1.141, al.3 bring back from exile, Th.5.16.4 carry back, trace one's family to an ancestor,τὸ Ἡρακλέους γένος εἰς Περσέα ἀναφέρεται Pl.Alc.1.120e
; withoutγένος, ἀ. εἰς Ἡρακλέα Id.Tht. 175a
.5 refer a matter to another,βουλεύματα ἐς τὸ κοινόν Hdt.3.80
;ἐς ἀφανὲς τὸν μῦθον ἀ. Id.2.23
;ἁμαρτίαν εἴς τινα ἀ.
ascribeE.
Or.76, Ba.29, etc.; ;τὴν αἰτίαν εἴς τινα Lys.22.8
; rarelyἀ. τί τινι E.Or. 432
, Lys.12.81;τι ἐπί τινα D.18.224
, Aeschin. 3.215; ;τι πρός τι Arist.EN 1101b19
([voice] Pass.), al.; ποῖ δίκην ἀνοίσομεν; to whom shall we refer the judgement? E. Ion 253;τὴν ἀπόδοσιν εἴς τινα D.34.46
:—[voice] Pass., to be attributed (of authorship),εἰς Μητρόδωρον Phld.Herc.1005.8
; to be traced to, derived from, ἐπί τι ib.1251.11.b without acc., ἀ. εἴς τινα refer or appeal to another, make reference to him, Hdt.3.71, Pl.Ap. 20e;ἔς τινα περί τινος Hdt.1.157
, 7.149; ἀ. πρός τι refer to something as to a standard, Hp.VM9;ἐκεῖσε ἀ. Pl.R. 484c
, cf. Phdr. 237d.c report,μέτρα καὶ γειτνίας καὶ ἀξίας PTeb.14.11
(ii B.C.), etc.:—[voice] Pass., ib.10.3 (ii B.C.): abs., make a report,τινί PRyl.233.8
(ii A.D.), PFay. 129.8 (iii A.D.).7 bring back, restore,πόλιν ἐκ πονήρων πραγμάτων Th.8.97
;ἀ. ἑαυτόν Ael.NA13.12
:—[voice] Pass., come to oneself, recover, μόγις δὴ τότε ἀνενειχθεὶς εἶπε (v. supr.1.2) Hdt.1.116;ἄφωνος ἐγένετο, ἔπειτα πάλιν ἀνηνέχθη Theopomp.Com.66
:—so,b intr. in [voice] Act., come to oneself, recover, τῷ πόματι ἀνέφερον (sc. ἑαυτούς) Hdt.3.22, cf. Hp.Aph.2.43, D.16.31;ἐκ τραύματος D.H.4.67
;ἐξ ὕπνων Plu. Cam.23
; revived,Id.
Alc.38;ἐκ τοσούτων κυμάτων ἀνενεγκών Eun.Hist.p.227
D.8 bring into account,εἰς τὸ κοινόν D.41.8
, cf. 11, Philonid.1 D.;πρὸς ἣν [ἀρχὴν] αἱ πρόσοδοι ἀναφέρονται Arist.Pol. 1321b32
.12 recall a likeness,ἀ. πρὸς ἀνδριάντα τὴν ὁμοιότητα τῆς ἰδέας Plu.Brut.1
, cf. 2.53d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναφέρω
-
80 ἀπεικάζω
A- άσομαι X.Mem.3.11.1
,- άσω Plu.2.1135a
:—[voice] Pass., [tense] aor.ἀπεικάσθην E.El. 979
, Pl.Cra. 419d: [tense] fut.- ασθήσομαι Them.Or.2.33a
: [tense] pf.ἀπείκασμαι Pl.Cra. 420d
(on the augment v. εἰκάζω):—form from a model, represent, express, copy, of painters,ἀ τὰ καλὰ τῶν ζῴων Isoc.1.11
;τὸ σὸν χρῶμα καὶ σχῆμα Pl.Cra. 432b
, cf. Criti. 107d, 107e;διὰ χρωμάτων ἀ. X.Mem.3.10.1
;χρώμασι καὶ σχήμασιν Arist.Po. 1447a19
: metaph., ἀ. ἑαυτόν τινι conform oneself to.., Pl.R. 396d:—[voice] Pass., become like, resemble, τινί ib. 563a, Cra. 419c; ἀπεικασθεὶς θεῷ in a god's likeness, E.El. 979.2 express by a comparison,ἔχοιμ' ἂν αὐτὸ μὴ κακῶς ἀπεικάσαι S.Fr.149.2
, cf. Pl.Tht. 169b;οἷος γὰρ Ἀχιλλεὺς ἐγένετο ἀπεικάσειεν ἄν τις Βρασίδαν Id.Smp. 221c
; τὸ θάλλειν τὴν αὔξην μοι δοκεῖ ἀπεικάζειν τὴν τῶν νέων the word θάλλειν seems to express the growth.., Id.Cra. 414a; ἀ. διὰ τοῦ ῥῶ to express by the sound of ῥ, ib. 426e:—[voice] Pass., to be copied or expressed by likeness ; τὰ ἄλλα ἀπείργαστο εἰς ὁμοιότητα ᾧπερ (sc.τούτου ᾧ ἀπεικάζετο Id.Ti. 39e
; ἀ. πρός τι to be copied in reference to.., i. e. from.., ib. 29c.3 liken, compare with, , Pl.Phd. 76e, Grg. 493b, Smp. 221d, al.; οὐ τοιοῦτόν ἐστιν ᾡ σὺ ἀπεικάζεις not such [as that] to which you compare it, Id.Phd. 92b:— [voice] Pass., to be likened or compared, , al.; [τὸ ἀναγκαῖον] ἀπείκασται τῇ πορείᾳ Id.Cra. 420d
; [τὸ ψεῦδος] ἀπείκασται τοῖς καθεύδουσι ib. 421b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπεικάζω
См. также в других словарях:
ομοιότητα — Δύο σχήματα χαρακτηρίζονται όμοια αν είναι δυνατό να καθοριστεί μεταξύ των σημείων τους μια αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία, η οποία διατηρεί τα σημεία που βρίσκοντα σε ευθεία, έτσι ώστε ο λόγος (έστω λ) μεταξύ δύο οποιωνδήποτε αντίστοιχων τμημάτων… … Dictionary of Greek
ομοιότητα — η η ιδιότητα του όμοιου, το μοιάσιμο: Καταπληχτική ομοιότητα έχουν τα δύο αδέρφια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁμοιότητα — ὁμοιότης likeness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… … Dictionary of Greek
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek
συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
подобиѥ — ПОДОБИ|Ѥ (68), ˫А с. 1.Подобие, сходство, нечто похожее; уподобление: [о Борисе и Глебе] вѣрьныимъ людьмъ тепла˫а заступьника… вьсе˫а вьселены˫а наслажениѥ. мѹжеѹмьныимь съмыслъмь. бѣсовьскѹю дьржавѹ раздрѹшьша˫а. христовъмь подобиѥмь. подающааго … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αλά — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… … Dictionary of Greek
μιμητισμός — Η ικανότητα πολλών ζώων και φυτών να παίρνουν μορφές, χρώματα, στάσεις, χαρακτηριστικά άλλων ειδών ή αντικειμένων του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η μίμηση αυτή ενεργεί ως προστατευτικό καμουφλάρισμα, όταν συντελεί στην προστασία από τις επιθέσεις… … Dictionary of Greek