-
1 πνοάι
-
2 πνοᾶι
-
3 πνοαί
πνοήblowing: fem nom /voc pl (doric) -
4 πνοή
πνοή, ῆς, ἡ, [dialect] Ep. [full] πνοιή, always in Hom.; [dialect] Dor. [full] πνοά (v. infr.); Lyr. [full] πνοιά Pi.O.3.31, B.5.28: ([etym.] πνέω):—A blowing, blast,πνοιαὶ παντοίων ἀνέμων Il.17.55
, cf. Od.4.839, Hes.Th. 253, 268;πνοιὴ Βορέαο Il.5.697
:abs., blast, breeze, 11.622, 13.590, etc.; ὀλίγη π. a light breeze, Arr.Tact.34.4; π. βιαία a stiff breeze, ib.35.4;οἷον π. εἰς ἄλλο Plot.6.3.23
; esp. to denote excessive swiftness, ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο along with, i.e.swift as, blasts of wind, Il.24.342, etc.;ἅμα πνοιῇ Ζεφύροιο 19.415
;ἐπέτοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο Od.2.148
;πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο Il.12.207
;ἅμα πνοιῇσι πετέσθην 16.149
; imitated by Ar.Av. 1396 (lyr.), ἅμ' ἀνέμων πνοαῖσι βαίην; freq. in Trag.,ταχύπτεροι πνοαί A.Pr.88
; (lyr.), cf. 654, Ar.Nu. 161, Arist.Mu. 392b11, etc.; blast of bellows, Th.4.100.2 generally, breath,ἔμπνους μέν εἰμι.. καὶ πνοὰς.. πνέω E.HF 1092
;μητρὸς οἴχονται πνοαί Id.Or. 421
: metaph., πνοιὴ Ἡφαίστοιο the breath of Hephaestus, i.e. flame, Il.21.355;πυρὸς πνοᾷ E.Tr. 815
(lyr.);πρὶν καταιγίσαι πνοὰς Ἄρεως A.Th. 63
, cf. 115(lyr.);θεοῦ πνοαῖσιν ἐμμανεῖς E.Ba. 1094
;πνοαὶ Ἀφροδίτης Id.IA69
;θυμοῦ πνοαί Id.Ph. 454
.III vapour, exhalation, σποδὸς προπέμπει πλούτου πνοάς, of a burning city, A.Ag. 820;τηγάνου π. Eub. 75.8
, cf. Antiph.217.7;λιβάνου πνοαί Anaxandr.41.37
(anap.).IV breath of a wind-instrument,Αἰολῇσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν Pi.N.3.79
;αὐλῶν π. Ar.Ra. 313
;σύριγγος πνοά E.Or. 145
(lyr.).—Poet. (Pl.Cra. 419d is no exception), once in Th. and freq. in later Prose (v. supr.) for πνεῦμα. -
5 ἀλλοῖος
1 of different kinds always with another ἀλλο-word.ἄλλοτ' ἀλλοῖαι διαιθύσσοισιν αὖραι O. 7.95
ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν P. 3.50
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων P. 3.104
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.5
ἄλλοτ' ἀλλοῖα φρόνει keep different moods for different times fr. 43. 5. frag. ἄλλο[τε δἀλ]λοῖαι περι[ (supp. Lobel.) Θρ. 4. 7. -
6 ἄλλοτε
1 in one direction and in another met., here and there, this way and thatῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἔβαν O. 2.33
ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις ζωθάλμιος O. 7.11
ἄλλοτ' ἀλλοῖαι διαιθύσσουσιν αὖραι O. 7.95
ἀλλ' ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς P. 2.85
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων P. 3.104
δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει (byz.: ἄλλοτε δ codd.) P. 8.77ἐγκωμίων ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.54
Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν, εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον, ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν (sc. φωνάν.) P. 11.42ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ' ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41
αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν I. 3.18
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.5
“ ἄλλοτ' ἀλλοῖα φρόνει” keep a different mood for different occasions fr. 43. 5. frag. ]ἄλλο[τε δ' ἀλ] λοῖαι περι[ (supp. Lobel.) Θρ. 4. 8. -
7 ἄνεμος
ᾰνεμος (-ος, -ον; -ων, -οις, -ους)1 windἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις O. 11.1
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων P. 3.105
βασιλεὺς ἀνέμων Βορέας P. 4.181
ὠκυπόρους κυμάτων ῥιπὰς ἀνέμους τ' ἐκάλει P. 4.195
βαρυγδούπων ἀνέμων στίχες P. 4.210
μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον P. 5.120
τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.12
“ ψάμαθοι κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμων κλονέονται” P. 9.48ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν P. 11.39
χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων ἴσα τ' ἀνέμοις (Mosch.: ἴσον τ' ἀνέμοισιν codd.) N. 3.45θαλασσίαις ἀνέμων ῥιπαῖσι πεμφθεὶς ὑπὸ Τροίαν N. 3.59
σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῖον ἄνεμον ἔμαθον N. 7.17
παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν fr. 33d. 2.οὐδ' ἀνέμους ἔ[λ]α[θ]εν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.110
]ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ Pae. 8.64
ὠκείας τ ἀνέμων ῥιπάς *fr. 140c. 2*. -
8 πνοά
a breath ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόαισι πνοαῖς (sc. Μετώπα) O. 6.83 καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν (Er. Schmid: ἀμπνοὰς, ἀναπνοὰς codd.) N. 10.74b wind, gust of windἴδε καὶ κείναν χθόνα πνοιαῖς ὄπιθεν Βορέα ψυχροῦ O. 3.31
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων P. 3.104
μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον (Bergk: καταπνοὰ codd.) P. 5.121 Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 16.c sound of wind-instruments πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν ( ἐμπνοαῖς v. l.: ἐμπνοαῖσιν Turyn) N. 3.79 -
9 πνοιά
a breath ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόαισι πνοαῖς (sc. Μετώπα) O. 6.83 καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν (Er. Schmid: ἀμπνοὰς, ἀναπνοὰς codd.) N. 10.74b wind, gust of windἴδε καὶ κείναν χθόνα πνοιαῖς ὄπιθεν Βορέα ψυχροῦ O. 3.31
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων P. 3.104
μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον (Bergk: καταπνοὰ codd.) P. 5.121 Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 16.c sound of wind-instruments πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν ( ἐμπνοαῖς v. l.: ἐμπνοαῖσιν Turyn) N. 3.79 -
10 αἰψηρός
A quick, speedy, sudden, αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο satiety in grief comes soon, Od.4.103; λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν he dismissed the assembly in haste, Il.19.276, Od.2.257;Ζεφύρου αἰ. πνοαί Pi.Parth.2.17
;πούς Lyc.515
. Adv.- ῶς Aristarch.
ap.Apollon.Lex. s.v. αἶψα.—Notin Trag.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰψηρός
-
11 Βορεάς
-
12 δύσορμος
δῠσ-ορμος, ον,A with bad anchorage,νῆσος.. δ. ναυσί A.Pers. 448
; also τὰ δ. rough ground, where one can scarce get footing, X.Cyn. 10.7.II [voice] Act., πνοαὶ δ. that detained the fleet in harbour or that kept it from reaching harbour, foul winds, A.Ag. 193 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσορμος
-
13 δύσπνοος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσπνοος
-
14 εἰσβάλλω
A throw into,ἄνδρα εἰς ἕρκη S.Aj.60
; ;φάρμακα ἐς φρέατα Th.2.48
; ἐς. στρατιὴν ἐς Μίλητον throw an army into the Milesian territory, Hdt.1.14 ;ἐς. ὗς ἐς [τὴν ἄρουραν] Id.2.14
, cf. E.El.79 ;πρόβατα IG12(1).677.31
(Rhodes, iii B.C.): c. dupl. acc., βοῦς πόντον εἰσεβάλλομεν were driving them to the sea, E.IT 261:— [voice] Med., put on board one's ship,ἐς τὴν νέα Hdt.1.1
, cf. 6.95 : abs., Th. 8.31.II ἐς. τὴν στρατιὴν ἐς.., of an invasion, Hdt.1.18 : but usually without στρατιάν, throw oneself into, make an inroad into, ἐς Μίλητον ib.15, cf. 16, Th.2.47, etc. ; ἐσβάλλειν ἐς τοὺς ὁπλίτας to fall upon them, Id.6.70; πρὸς πόλιν ἐσβάλλειν make an assault upon it, Id.4.25 : abs., Ar.Ach. 762 ; of disease, come on, Aret. CD1.1, al.: enter a country,εὶς τὸν τόπον Thphr.HP9.7.1
: poet. c. acc.,χῶρον εἰ. E. Hipp. 1198
; ; come upon, fall in with,Βρομίου πόλιν ἔοιγμεν εἰσβαλεῖν Id.Cyc.99
: abs., ἤφιζον, εἰσέβαλλον ἱππικαὶ πνοαί the horse's breath was foaming, was close upon them, S.El. 719.2 of rivers, empty themselves into, fall into, ἐς τὰ ἀρχαῖα (sc. ῥέεθρα) Hdt. 1.75, cf.4.48, al., Arist.Mete. 351a10, Plb.4.41.1;ἐς. ἐς τὸν Εὐφρήτην ποταμὸν τὸ ῥέεθρον Hdt.1.179
.3 of ships, make entrance (sc. εἰς Πόντον), Syngr. ap. D.35.13.4 abs., begin, ἀπό τινος Sch.Pi.N. 7.1;εἰς λόγον Olymp.in Mete.102.12
;κατὰ τὸ ἔαρ εἰσβάλλον Gal. 18(1).470
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσβάλλω
-
15 θοός
A quick, nimble, epith. of Ares and warriors, Il.5.430, 571, 16.422, 494, etc.: c. inf.,θ. μάχεσθαι 5.536
; of things,χείρ 12.306
;βέλος Od.22.83
;ἅρμα Il.17.458
; μάστιξ ib. 430;νῆες 14.410
, etc.;νηυσὶ θοῇσι.. πεποιθότες ὠκείῃσι Od.7.34
; νύξ swift night, Il.10.394, Od.12.284, Hes.Th. 481; θοὴν ἀλεγύνετε δαῖτα partake of a hasty meal, i.e. in haste, Od.8.38; later, of animals, Pi.P.4.17, E.Ba. 977 (lyr.); alsoμάχαι Pi.P.8.26
;γλῶσσα Id.N.7.72
; (lyr.);θ. εἰρεσίας ζυγόν S.Aj. 249
(lyr.), cf. Orph.A. 1037; (lyr.), cf. A.Pr. 129 (lyr.);σάκος A.R.1.743
;ἀσπίδας.. θοὸν ἔχμα βολάων Id.4.201
; πνοαί, αὖραι, E. Andr. 479 (lyr.), Tr. 454 (troch.): used adverbially with Verbs of motion, ἐκπρολιποῦσα θοὸν δόμον quickly, in haste, Antim.71 (expld. by An.Ox. from τίθημι); θοὰν νύμφαν ἄγαγες S.Tr. 857
(lyr.). Adv. - ῶς quickly, in haste, Il.3.325, B.14.59, A.Pr. 1060 (anap.), Pers. 398, Hp.Mul.2.132;θοώτερον A.R.3.1406
; soon, Od.15.216.------------------------------------ -
16 κακόσχολος
A mischievous, frivolous, Arr.Epict.2.19.15; naughty!AP
5.103 (Marc.Arg.). Adv. -λως, οἰκονομεῖν act with frivolous delay, Ptol.Philad. ap. Aristeam 24; frivolously, προσφιλονεικεῖν, ἐγκαλεῖν, Simp.in Cat.67.15, in Ph.433.7;τὰ καλῶς λεγόμενα -λως ἐκδεχόμενον ἀδόκιμα δεικνύναι Id.in Cat.7.27
; also, = κακεμφάτως, Tryph.Trop.p.193S., EM634.6, Sch.Ar.Ach. 397, Eust.1638.17.II [voice] Act., κ. πνοαί winds that enforce harmful idleness, A.Ag. 193 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόσχολος
-
17 καταιγιδώδης
καταιγ-ῐδώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταιγιδώδης
-
18 καταξαίνω
A :—card, comb well,καταξῆναι Pl.
Com.245:—[voice] Pass.,εἴρια κατεξασμένα Hp.Ulc.24
; πέτρα κατεξαμμένη hollowed out, D.S.17.71 (hence καταξάνωσι cj. Dind. Id.1.98).2 tear in pieces, rend in shreds,πλόκους κόμης E. Ion 1267
;πολλοὺς αἱ σαὶ καταξανοῦσι.. χέρες Lyc.300
;σάρκας LXX
l.c.; ; so κ. τινὰ εἰς φοινικίδα pound him (by stoning) to red rags, Ar. Ach. 320:—[voice] Pass., πέτροισι.. καταξανθεὶς θανεῖν crushed to atoms, S. Aj. 728;πρὶν κατεξάνθαι βολαῖς E.Ph. 1145
;πέτραις καταξανθέντες ὀστέων ῥαφάς Id.Supp. 503
;πυρὶ καταξανθέντας Id.HF 285
; .3 wear, waste away,πνοαὶ.. τρίβῳ κατέξαινον ἄνθος Ἀργείων A.Ag. 197
(lyr.);τὴν σάρκα Epicur. Sent.Vat.51
;νόσοι κ. ὅλα δι' ὅλων Ph.2.432
:—[voice] Pass.,κατεξάνθην πόνοις E.Med. 1030
; ;κατέξανται δέμας Id.Hipp. 274
; ὅπλα κατεξάνθαι were worn out by use, D.S.17.94; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταξαίνω
-
19 λεπτός
2 fine, small,κονίη 23.506
; ; ;λεπτοῖς ἁλσί Alex.187.5
: freq. in Hp.,διατρήσεις λ. Loc.Hom.10
, al.; of soil, light, Thphr.HP1.8.1.3 thin, fine, delicate, freq. in Hom., mostly of garments and the like ,ὀθόναι Il.18.595
; πέπλοι, φᾶρος, Od.7.97, 10.544;ἀράχνια 8.280
;μήρινθος Il.23.854
; -ότατος χαλκός 20.275
;ἔβενος, ἐλέφας, σίδηρος BCH35.286
(Delos, ii B.C.);ῥινὸς βοός Il.20.276
([comp] Sup.); ([comp] Sup.); ([comp] Comp.); ;χαλκὸς καὶ δόνακες Pi.P.12.25
, cf. E.Med. 949, Th. 2.49, etc.; λεπτὰ τὰ πρῴραθεν ἔχειν, of ships, to have the bows thin and weak, Id.7.36.4 of the human figure, mostly in bad sense, thin, lean, Alc.39; opp. παχύς, Hp.Art.8 ([comp] Comp.);ἐγὼ δὲ λεπτὴ κἀσθενής Ar. Ec. 539
;σοφιστῶν λεπτῶν, ἀσίτων Antiph.122.4
;λ. καὶ αὐχμῶν Thphr. Char.26.5
, cf. Ceb.10;λ. χείρ Hes.Op. 497
; (anap.);τράχηλος X.Cyn.5.30
;λεπτὸς <ἐκ> τοῖν σκελοῖν Luc.Nav.2
;λ. ὑπὸ μεριμνῶν Pl.Amat. 134b
; of animals, X.Cyr.1.4.11; also, slender, taper (opp. παχύς), δάκτυλος Pl.R. 523d
; ἀπολήγειν εἰς λεπτόν, of the fingers of a statue, Luc.Im.6.5 of space, strait, narrow,εἰσίθμη Od.6.264
;ἀταρπός Alcm.81
; ἐπὶ λεπτὸν τετάχθαι in a thin line, X. Cyr.5.4.46, cf. Plb.3.115.6;οὔτε εὐρεῖαν οὔτε λεπτὴν.. ὁδόν Plu.2.964c
(ap.Porph.Abst.1.6).6 generally, small, weak, impotent,λεπτὴ μῆτις Il.10.226
, 23.590; , cf.ὀχέω 11.3
;ἀσφάλεια D.Ep.2.20
; λ. ἴχνη faint traces, X.Cyn.5.5; λ. οὖας, of a child's ear, tiny, Simon.37.14; τὰ λ. τῶν προβάτων small cattle, i.e. sheep and goats, Hdt.8.137; λ. πλοῖα small craft, Id.7.36; ἄκραι λ. small headlands, Id.8.107;λ. κλιμάκια Ar. Pax69
;τὸ -ότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος Plu.Cic.29
;λ. χαλκός OGI485.12
(Magn. Mae.): without χαλκός, Inscr.Perg. 374 D7;ἀργύριον Ῥόδιον λ. CIG2693e5
([place name] Mylasa), cf. TAM2(1).15 ([place name] Telmessus); v. infr. 111.2. Adv. -τῶς, ζῆν poorly, meanly, Men.Mon. 682: neut. pl. as Adv.,λεπτὰ λεύσσω κόραις E.Or. 224
.7 light, slight,λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος.. ῥιπαῖσι A. Ag. 892
; λ. πνοαί light breezes, E.IA 813; λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῇσιν on slight turns of fortune, S.Fr. 555.8 of size or quantity, λ. πυρίδια small, Ar.Lys. 1206;λ. κύλικες Pherecr.143.5
(but f.l.): neut. pl. as Adv., λ. τῖλαι 'pluck into small pieces', Theoc.3.21.9 of liquids, thin,γάλα Hp.Vict.2.46
;λεπτὰ ἀνεμέειν Id.Coac. 310
; λ. οἶνος light wine, Luc.Merc.Cond.18; also of food,λ. δίαιται Hp.Aph.1.4
;λ. ὀψάρια OGI484.16
(Pergam.). Adv. -τῶς, διαιτᾶσθαι, διαιτᾶν, Gal. 19.191, Paul.Aeg.3.43.10 = λεπτομερής, consisting of fine parts,ὅσῳ -ότερον ἀὴρ ὕδατος Arist.Ph. 215b4
, cf. Cael. 303b26, al.II metaph., subtle, refined, ; - ότεροι μῦθοι ib. 1082 (anap.); -ότατοι λῆροι Ar.Nu. 359
;πυκνῇ.. λεπτὰ μηχανᾷ φρενί Id.Ach. 445
;λ. λογιστά Id.Av. 318
;λ. καὶ ἀκριβής Antipho 3.4.2
;ἐς τὰς τέχνας παχέες, οὐ λεπτοί Hp.
Aër.24;λόγοι λ... τρέφουσ' ἐκείνους Alex.220.8
; cf. λεπτολόγος. Adv. -τῶς, μεριμνᾶν Lyr.Adesp.135
;λ. καὶ πυκνῶς ἐξετάζειν Amphis 33.5
: [comp] Comp. - οτέρως Anaxandr.36: also in detail,PPetr.
2p.118 (iii B.C.), Cic.Att.2.18.2, Phryn. PS p.83 B., Phot. s.v. νιφετός; cf. κατάλεπτον, καταλεπτολογέω: τὰ κατὰ λεπτόν, title of poems by Aratus, Ach.Tat.Intr.Arat.p.79 M., Str.10.5.3; also of minor poems of Virgil; τῶν κατὰ λεπτὸν πόρων ἀραίωσις, perh. small pores, Gal.15.201.2 rarely of the voice, fine, delicate, Arist.HA 545a7, Lyc.687;ἁρμονία E.Fr.773.23
(lyr.): neut. as Adv.,λεπτὸν ἀμφιτιττυβίζειν Ar.Av. 235
(lyr.); of sound,λ. ὑποτρύζουσα AP11.352.5
(Agath.); cf. λεπταλέος.3 of smell, Pl.Ti. 66e ([comp] Comp.).4 of persons, οἱ λ. the poor, Plb.24.7.3; λεπτὴν πλέκειν, prov. of poor people, Hsch.;λεπτὰ ξαίνεις Suid.
3 (sc. κεράμιον) jar, POxy.920.4 (ii/iii A.D.), PStrassb.40.48 (vi A.D.); cf. λεπτίον, λεπτοκεραμεύς. -
20 νῆστις
Aνήστει Hp. Acut.60
: pl.νήστεις Antiph.138
, D.H.Rh.9.16: ([etym.] νη-, ἔδω):—not eating, fasting, of persons,ἀνώγοιμι πτολεμίζειν υἷας Ἀχαιῶν νήστιας, ἀκμήνους Il.19.207
;νήστιες ἄχρι.. κνέφαος Od.18.370
, cf. Diocl.Fr.43, Ev.Matt.15.32, etc.;νήστισιν ἐπιθέντες οἱ πολέμιοι Onos.12.1
: c. gen.,νῆστις βορᾶς E.IT 973
: metaph., νῆστιν ἀνὰ.. ψάμμαν over the hungry sand, A.Pr. 573 (lyr.).2 with an abstract Subst., freq. in A., famine, Ag. (lyr.);ν. λιμός Ch. 250
; νήστισιν αἰκίαις the pains of hunger, Pr. 599 (lyr.);νήστιδες δύαι Ag. 1621
; also νῆστις ὀσμή the bad breath of one fasting, Phryn.PSp.91 B.3 [voice] Act., causing hunger, starving,πνοαὶ νήστιδες A.Ag. 193
(lyr.).II as Subst., νῆστις, ἡ, acc.νῆστιν Ar.Fr.318.3
, 506.4, Eub.110.1 the intestinum jejunum, from its always being found empty, Hp.Carn. 19, Ar.Fr.506.4, Eub.63.5 (anap.), cf. Arist.PA 675b33.2 ν. κεστρεύς, fish so called because its stomach was always found empty, Ar.Fr. 156, etc.: hence in Com., of 'empty bellies', , etc., cf. Ath.7.307d.3 Νῆστις, ἡ, = ὕδωρ, Emp.6.3, cf. Alex.322.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πνοαί — πνοή blowing fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνοᾶι — πνοᾷ , πνοή blowing fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνοή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πνοά, επικ. τ. πνοιή, λυρ. τ. πνοιά Α 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού πνέω, φύσημα 2. αύρα, άνεμος (α. «η θερμή πνοή τού ανέμου τής χάιδευε το πρόσωπο» β. «πνοαί δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι», Αισχύλ.) 3. αναπνοή (α. «είχεν πνοή… … Dictionary of Greek
ερείκω — ἐρείκω (Α) 1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.) 2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.) 3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῡς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» οι… … Dictionary of Greek
κακόσχολος — κακόσχολος, ον (Α) 1. αυτός που σπαταλά τον χρόνο τής σχόλης του κακώς 2. (κλητ. εν. αρσ.) κακόσχολε μηδαμινέ 3. φρ. «κακόσχολοι πνοαί» άνεμοι που ενισχύουν την τεμπελιά, τη ραθυμία 4. ράθυμος, οκνηρός, τεμπέλης. επίρρ... κακοσχόλως (Α) 1. χωρίς… … Dictionary of Greek
νήστις — (I) νῆστις, ἡ (Α) βλ. νήστιδα. (II) ο, η (Α νῆστις, γεν. ιος και ιδος) (για πρόσ.) αυτός που δεν τρώει, νηστικός αρχ. 1. αυτός που επιφέρει νηστεία («πνοαὶ δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι», Αισχύλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. (με… … Dictionary of Greek
aig-3 — aig 3 English meaning: to move swiftly, swing, vibrate Deutsche Übersetzung: “(sich) heftig bewegen, schwingen, vibrieren” Material: O.Ind. ējati “ stirs, moves, trembles “, ējathu ḥ ̣ “ the quake of the earth “, vic̨vamējaya “… … Proto-Indo-European etymological dictionary