-
1 γυναῖκες
женщиныжены Жены γυναῖκέςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γυναῖκες
-
2 γυναῖκές
женщиныγυναῖκεςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γυναῖκές
-
3 Στο σκοτάδι όλες οι γυναίκες είναι ίδιες
Άμα σβήσουν τα καντήλια, όλες οι γάτες είναι σταχτιές– Λυχνίας σβεσθήσεις πάση γύνη ομοία– Στο σκοτάδι όλες οι γυναίκες ( οι αγελάδες) είναι ίδιες ( μαύρες)• Ночью все кошки серыИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Στο σκοτάδι όλες οι γυναίκες είναι ίδιες
-
4 Δώδεκα γυναίκες, δεκατέσσερις κουβέντες
• Две женщины – базар, а три – уже ярмаркаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δώδεκα γυναίκες, δεκατέσσερις κουβέντες
-
5 γυνη
γῠναικός ἥ (pl. γυναῖκες, dat. γυναιξί(ν) Theocr. γύναικες и γύναιζιν)1) женщина(ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες Hom.; ἄνδρες καὴ γυναῖκες Arst.)
; часто описат.γ. ταμίη Hom. = ταμίη;
δμῳαὴ γυναῖκες Hom. = δμῳαί2) смертная женщина, т.е. человек(γ. εἰκυῖα θεῇσιν Hom.)
3) замужняя женщина, жена, супруга(γ. αἰδοίη Ὀδυσῆος Hom.; γυναῖκες καὴ παρθένοι Xen.; γ. μήτηρ, οὐκέτι κώρα Theocr.; γ. δὲ χρηστέ πηδάλιόν ἐστ΄ οἰκίας Men.)
θέσθαι γυναῖκά τινα Hom. — взять кого-л. в жены4) самка(ἄρρενες καὴ γυναῖκες Arst.)
-
6 θηλυς
θήλεια (ион. θήλεα, Luc. θηλέη), θήλυ (иногда f θῆλυς) compar. = posit.1) женский, женского пола(γένος Eur.)
ἄπαις θήλεος γόνου Her. — не имевший детей женского пола;θήλειαι γυναῖκες Eur. — женщины;θήλεια θεός Hom. — богиня;ὅ θῆλυς ἄνθρωπος Arst. — женщина;θήλειαι ἵπποι Hom. — кобылицы;ὄϊς θῆλυς Hom. — овца;θήλεα κάμηλος Her. — верблюдица;ὅ θῆλυς ὀρεύς Arst. — самка мула2) женский, свойственный или принадлежащий женщине(ἀϋτή Hom.; φύσις Plat.)
τὰ τῶν ὀνομάτων θήλεα Arph. — женские имена (ср. 8)3) совершенный женщиной(φόνος Eur.)
4) нежный, женственный, изящныйθηλύτεραι γυναῖκες Hom. — слабые женщины (ср. 1)
5) приятный, освежающий(ἐέρση Hom., Hes.; νύξ Soph.)
6) изнеженный(δίαιτα Plut.)
7) слабый, кроткий(φρήν Arph.)
8) грам. женский, женского рода(τὰ θήλεα ὀνόματα τελευτᾷ εἰς η καὴ ω Arst. - ср. 2)
9) ( у пифагорейцев) четный(οἱ Πυθαγορικοὴ τὸν ἄρτιον - sc. ἀριθμὸν - θῆλυν ἐνόμιζον Plut.). - см. тж. θῆλυ
-
7 αγοραζω
дор. ἀγοράσδω1) ходить на рынок или по рынку(αἱ γυναῖκες ἀγοράζουσι Her.)
εἰσελθόντες ἠγόραζον εἰς τέν πόλιν Thuc. — они вошли на рыночную площадь города2) тж. med. покупать на рынке(χιτώνιον Arph.; τὰ ἐπιτήδεια Xen., Dem.)
τὰ ἀγοράσματα ἠγορακέναι Arst. — закупить товары -
8 αλλοδαπος
I3иноземный, чужестранный(δῆμος, γαίη Hom., γυναῖκες Pind.; φῶτες Aesch., ξένος Plat.)
IIὅ иноземец, чужестранец Xen., Plut. -
9 αναβοαω
поэт. тж. ἀμβοάω (fut. ἀναβοήσομαι дор. ἀναβοάσομαι)1) издавать крик, вскрикивать Her., Eur., Thuc.2) выкрикивать, восклицать, кричать(τι Eur.)
3) криком, т.е. громко приказывать или просить(ποιεῖν τι Thuc., Xen., Polyb.)
4) громко оплакивать(ἄχη Aesch.; συμφοράν Eur.)
5) громко звать(τινα Eur., Arph.)
6) громко петь(παιᾶνα Plat.)
7) издавать крик одобренияταῦτα εἰπούσης, ἀνεβόησαν αἱ λοιπαὴ γυναῖκες Plut. — когда она сказала это, остальные женщины криком выразили свое согласие
-
10 ανασπαστος
или ἀνασπαστός 21) оттянутый назад, т.е. отворенный(πύλη Soph.)
2) приведенный насильноἀνασπαστόν τινα ποιεῖν εἴσω Arph. — силой притащить кого-л. в дом
3) силой уведенный, похищенный(θυγατέρες καὴ γυναῖκες Plut.)
4) переселенный, выселенный(ἀνάσπαστον ποιεῖν τινα ἐξ Αἰγύπτου и ἐς τέν Ἀσίην Her.)
-
11 αναυω
-
12 ανδροφονος
I21) человекоубийственный, губительный, смертоносный(Ἕκτωρ, χεῖρες, φάρμακον Hom.; μελίη Hes.)
2) убивающая мужа(γυναῖκες Pind.)
IIὅ человекоубийца Lys., Plat., Dem. -
13 ανηρ
I.1) мужчина(ἄνδρες γυναῖκες Soph., Arph.)
2) человек(ἄνδρες τε θεοί τε Hom.)
3) взрослый мужчина, муж(παῖς, μειράκιον, ἀ., πρεσβύτης Xen.)
4) истинный мужчина, настоящий, т.е. храбрый муж, доблестный человек(πολλοὴ μὲν ἄνθρωποι, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες Her.; ὅ ἀληθῶς ἀ. Plat.)
5) муж, супруг(ὅ ἑωυτῆς ἀ. Her.)
εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἥκειν Plat. — (о девушке) достигнуть брачного возраста6) возлюбленный, любовник Soph., Eur., Theocr.7) в знач. местоим.ἅττα εἶπεν ὅ ἀ. Plat. — то, что он сказал;
πᾶς ἀ. Plat. — всякий, каждый;παρεῖδες ἀνδρὴ τῷδε ἄχαρι οὐδέν Her. — ты не видел от меня никаких неприятностей;8) описательно (в переводе обычно опускается) с обознач. звания(ἀ. βασιλεύς Hom.)
, профессии (ἄνδρες δικασταί Lys.), народности или гражданстваἄνδρες Ἀθηναῖοι Thuc., Plat. — афиняне, афинские граждане, тж. афинские воины
II. -
14 ανθρωπος
I.ὅ, редко ἥ1) человек(θεοὴ τ΄ ἄνθρωποι Hom.)
κατ΄ ἄνθρωπον Aesch., Soph., Diod., ἀνθρώπῳ πεφυκότι Xen. и ἀνθρώπους ὄντας Polyb. — как свойственно человеку или людям;как — приложение обычно не переводится:ἄ. ὀδίτης Hom. — путник;иногда — с оттенком презрительности:ἄνθρωποι ὑπογραμματεῖς Lys. — какие-то там писари;тж. — с оттенком пренебрежительной указательности:οὕτω ἐκέλευσεν ὅ ἄ. Plat. — вот так он приказал;преимущ. — с superl.:ἄριστος ἔν ἀνθρώποις Plat. — лучший в мире;μάλιστα ἀνθρώπων Her. — больше, чем кто-л. ἥκιστα ἀνθρώπων Plat. нисколько (не);в выражениях:ἐν ἀνθρώποις и (ἐξ) ἀνθρώπων — среди людей, у людей, т.е. на свете, в мире;τὰ ἐξ ἀνθρώπων πράγματα Plat. — неслыханное множество хлопот;γραφὰς τὰς ἐξ ἀνθρώπων ἐγράφετο Lys. — он писал всевозможные жалобы2) мужчинаπρεσβῦται ἄνθρωποι, πρεσβύτιδες γυναῖκες Aeschin. — старики, старухи, но πρεσβῦτις ἄ. Lys. старуха
3) раб, слуга Her., Plat., Dem.ἡ ἄ. Isae., Dem. — рабыня
II. -
15 ασαομαι
1) досадовать, быть удрученным(τέν ψυχέν ἐπί τινι Her.; ἀσώμενος ἐν φρεσίν Theocr.)
2) испытывать боль, страдать(ἀσῶνται αἱ γυναῖκες κύουσαι Arst.)
-
16 βαθυστολμος
-
17 γαλακτουχεω
-
18 γνησιος
31) кровный, родной(ἀδελφός Arph.; θυγάτηρ Isae.; παῖδες Dem.; μήτηρ Luc.)
2) законный(υἱός Hom.; γυναῖκες Xen.)
3) благородный(φρόνημα Soph.)
γνήσια φρονεῖν Eur. — держаться благородного образа мыслей4) подлинный, истинный(ἀρετή Pind., Lys.; πολῖται Arph.)
γνῆσιοι τῆς Ἑλλάδος Dem. — коренные греки -
19 γονιμος
21) плодотворный, плодородный, производительный(φύσις Plat.; αἱ καλαὴ ὧραι Arst.)
2) плодовитый(τράγοι Arst.)
3) способный к деторождению4) плодный(ᾠά Arst.)
5) жизнеспособный(ἔμβρυον Arst.)
6) исполненный творческих сил, талантливый(ποιητής Arph.)
7) чреватый, обильный(ἔχθρας γονιμώτατα πάθη Plut.)
νέφος ὕδατος γόνιμον Arst. — дождевое облако8) истинный, настоящий, подлинный(γ. καὴ ἀληθής Plut.)
9) детородныйγονίμη φλέψ Anth. νενβςυν φιςιμε
10) ( по учению пифагорейцев) нечетный(ἀριθμός Plut.)
-
20 γραια
Iэп.-ион. γραίη ἥ1) старая женщина, старуха Hom., Soph., Arph., Plat.2) морщинистая пленка(τῶν ἑφθῶν ἀλεύρων Arst.)
IIadj. f1) старая, престарелая(γυναῖκες, μήτηρ, χείρ Eur.; ὕες Arst.)
2) древняяγραῖαι δαίμονες Aesch. = Εὐμενίδες
3) ветхая(πήρα Theocr.)
См. также в других словарях:
γυναῖκες — γυνή woman fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διὰ τί τοῦ Μαίου μηνὸς οὐκ ἄγονται γυναῖκες. — См. Кто в Мае женится, тот будет маяться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… … Dictionary of Greek