-
1 ανασπαστος
или ἀνασπαστός 21) оттянутый назад, т.е. отворенный(πύλη Soph.)
2) приведенный насильноἀνασπαστόν τινα ποιεῖν εἴσω Arph. — силой притащить кого-л. в дом
3) силой уведенный, похищенный(θυγατέρες καὴ γυναῖκες Plut.)
4) переселенный, выселенный(ἀνάσπαστον ποιεῖν τινα ἐξ Αἰγύπτου и ἐς τέν Ἀσίην Her.)
-
2 ανάσπαστος
η, ο [ος, ον ] вытащенный, вытянутый, вынутый
См. также в других словарях:
ανάσπαστος — ἀνάσπαστος, η, ον και ανασπαστός, ή, όν (Α) [ανασπώ] 1. αυτός που έχει ανασυρθεί 2. αυτός που εξαναγκάζεται να μετοικήσει από την πατρίδα του σε άλλη χώρα 3. (για πύλη) αυτός που ανοίγει προς τα μέσα 3. ως ουσ. οι ανάσπαστοι οι ιμάντες των… … Dictionary of Greek
ἀνασπαστός — drawn up masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάσπαστος — ἀνασπαστός drawn up masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασπαστόν — ἀνασπαστός drawn up masc/fem acc sg ἀνασπαστός drawn up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάσπαστον — ἀνασπαστός drawn up masc/fem acc sg ἀνασπαστός drawn up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασπαστοῖς — ἀνασπαστός drawn up masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασπαστοῦ — ἀνασπαστός drawn up masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασπαστούς — ἀνασπαστός drawn up masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασπαστά — ἀνασπαστός drawn up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασπάστοις — ἀνασπαστός drawn up masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασπάστους — ἀνασπαστός drawn up masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)