-
1 αρχιτεκτων
- ονος ὅ1) зодчий, строитель(τῆς γεφύρας Her.; sc. οἰκίας Plut.)
2) устроитель, руководитель(ἀ. ἐργατῶν ἄρχων ἐστίν Plat.; τοῖσιν ἀρχιτέκτοσι πείθεσθαι Eur.)
τοῦ τέλους ἀ. Arst. — устанавливающий цель3) ( в Афинах) арендатор театра Dem. -
2 διαβαλλω
1) перебрасывать, переводить, переправлять2) просовывать(δάκτυλον τῆς θύρας Diog.L.)
3) проходить, переходить, проезжать(γεφύρας Eur.)
4) переправляться, переплывать(τὸν Ἰόνιον Thuc., Plut.; πρὸς τέν ἀντιπέρας ἤπειρον Thuc.)
φυγῇ πρὸς Ἄργος διαβαλεῖν Eur. — бежать в Аргос5) сеять рознь, ссорить(τινὰ καί τινα Plat. и τινὰς ἀλλήλοις Arst.)
διαβεβλῆσθαί τινι Plat. — быть во вражде с кем-л.;6) клеветать, оговаривать, чернить(τινὰ πρός τινα Her., Isocr., Xen., τινά τινι Soph., Plat. и τινὰ ἔς τινα Thuc.)
7) обвинять, упрекать, порицать(τινα Thuc.; πρός и εἴς τι Luc.)
8) покрывать позором, порочить(κάλλιστον ἔργον τῷ μισθῷ Plut.)
9) отвергать ( как подложное), отбрасывать(τὸ ἔπος καὴ τέν μυθολογίαν Plut.)
10) тж. med. вводить в заблуждение, обманывать(τινά Her., Arph.)
11) med. перебрасыватьсяδ. πρός τινα τοις κύβοις Plut. — играть с кем-л. в кости
-
3 διαβιβαζω
(fut. διαβιβάσω и διαβιβῶ)1) переводить(στρατὸν κατὰ γεφύρας Her.)
2) переправлять(ὁπλίτας ἐς τέν νῆσον Thuc.)
3) перен. приводить, сводить(ἐπὴ τὰ ὁμοειδῆ τι Plut.)
-
4 διαλυσις
- εως ἥ1) разложение, распадение(ἥ δ. καὴ πάλιν ἥ σύνθεσις Arst.; σώματος Plat.)
2) прекращение, расторжение(φιλίας Arst.; γάμου Plut.)
3) прекращение, окончание(κακῶν Eur.; πολέμου Thuc., Isocr.)
4) разрушение, слом(γεφύρας Thuc.; οἴκου Plut.)
5) разделение(τῆς ψυχῆς καὴ τοῦ σώματος Plat.)
6) погашение, уплата(χρεῶν Plat.; δανείων Plut.)
7) ( о собрании или армии) роспуск(τοῦ στρατεύματος Xen.; σύλλογοι καὴ διαλύσεις Plat.; διαλύσεις καὴ πάλιν συνδρομαὴ τῶν ἀνθρώπων Plut.)
ἀγορῆς δ. Her. — время закрытия рынка8) преимущ. pl. прекращение враждебных действий(βουλεύεσθαι περὴ διαλύσεως Arst.)
; заключение мира, примирение(πρός τινα Dem., Plut.)
-
5 εντεινω
(fut. ἐντενῶ, pf. ἐντέτᾰκα; pf. pass. ἐντέτᾰμαι)1) натягивать(τόξον Aesch., Plat., med. Eur., Xen.; τὸξα ἐντεταμένα Her.; νεάτη ἐντεταμένη Arst.; τὰς μηχανάς Plut.)
ναῦς ἐνταθεῖσα Eur. — корабль с поднятыми парусами2) тянуть, подтягивать(ἵππον τῷ ἀγωγεῖ Xen.)
3) обтягивать, обвязывать(δίφρος ἱμᾶσιν ἐντέταται Hom.; θρόνον, sc. ἱμᾶσιν Her.)
4) связывать(λέοντα βρόχοις Eur.)
5) протягивать, наводить(γεφύρας Her.)
6) мат. включать, вписывать7) напрягатьτὰ ἐντεινόμενα καὴ τὰ ἀνιέμενα ἐν τοῖς σώμασι Xen. — напряженные и расслабленные мышцы тела;
8) med. (тж. ἐ. φωνήν Aesch. и τῇ φωνῇ Plut.) напрягать, повышать голосμᾶλλον ἐντεινάμενος εἶπον Plat. — повысив голос, он сказал
9) возбуждать, поощрять, подбодрять10) досл. настраивать, перен. приводить в равновесие(τὸ ἐντεταμένον σῶμα Plat.)
11) med. запевать, петь или играть(ἁρμονίαν τινά Arph.)
12) (тж. ἐ. εἰς ἔπος Plut.) перелагать стихами(τοὺς τοῦ Αἰσώπου λόγους Plat.)
ποιήματα εἰς τὰ κιθαρίσματα ἐ. Plat. — класть стихотворения на музыку13) тж. med. прилагать усилияἐ. τέν πολιορκίαν Plut. — усиленно вести осаду;
ἐντεταμένος εἰς τὸ ἔργον Xen. — усердный в труде;τῇ διανοίᾳ περί τι ἐντεταμένος Polyb. — напряженно обдумывающий что-л.14) с размаху наносить(πληγὰς ἀλλήλοις Xen.)
15) досл. бить, перен. карать(τινά Plat.)
16) упорствовать(ἐντείνοντι ὑπείκειν Eur.)
17) усиливаться(πήδησις ἐντείνουσα Plut.)
-
6 κεδαννυμι
1) рассеивать, разгонять(Ἀχαιούς, Τρώων φάλαγγας Hom.)
κεδασθέντες κατὰ νῆας Hom. — (ахейцы), разойдясь к своим кораблям;κεδασθείσης ὑσμίνης Hom. — в рассыпном бою2) разламывать, разбивать, сносить(γεφύρας Hom.)
3) накидывать -
7 οπιπτευω
1) подсматривать, разглядывать(τινά Hom.)
2) (со страхом) осматривать(πολέμοιο γεφύρας Hom.)
3) высматривать, подстерегать(λάθρῃ τινά Hom.)
-
8 συγκοπτω
1) разрубать, изрезывать(κόσμον Xen.)
2) уничтожать, сносить, разрушать (sc. τὰς γεφύρας Her.)3) избивать, сечь(τινά Lys., Plat., Arst.)
συγκεκομμένος τοῖς νάρθηξιν Xen. — избитый палками4) изматывать, изнурять -
9 ανάπτυξη
-
10 ζευκτό(ν)
το стропило; ферма;ζευκτό(ν) γέφυρας — ферма моста
-
11 ζευκτό(ν)
το стропило; ферма;ζευκτό(ν) γέφυρας — ферма моста
См. также в других словарях:
γεφύρας — γεφύ̱ρᾱς , γέφυρα b fem acc pl γεφύ̱ρᾱς , γέφυρα b fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
σαμποτάζ — Ο όρος προέρχεται από τη γαλλική λέξη sabotage που έχει γίνει διεθνής και αποδίνεται στα ελληνικά με τον όρο «δολιοφθορά». Στην αρχή ο όρος σήμαινε την καταστροφή ή τη βλάβη που προξενούσαν οι απεργοί (εργάτες βιομηχανίας) για να εμποδίσουν τη… … Dictionary of Greek
Γοργοπόταμος — I Ποταμός του νομού Φθιώτιδος. Πηγάζει από την Οίτη, από δύο τοποθεσίες της, τη μία ανάμεσα στη θέση Καταβύθρας και Γρεβενούς και την άλλη στη θέση Πυρά. Ο Γ. εξέβαλε άλλοτε στον Μαλιακό κόλπο, αλλά σήμερα με τις προσχώσεις ενώνεται με τον… … Dictionary of Greek
γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
γεφυρόζευγμα — το ο σύνδεσμος δύο διαδοχικών βάθρων μιας γέφυρας, το τμήμα τής γέφυρας το οποίο στηρίζεται σε δύο διαδοχικά βάθρα … Dictionary of Greek
θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… … Dictionary of Greek
κατάστρωμα — το (AM κατάστρωμα) [καταστρώννυμι] 1. η ενέργεια και, κυρίως, το αποτέλεσμα τού καταστρώνω, μέρος τεχνητά επιστρωμένο 2. ναυτ. επίστρωμα οριζόντιο μικρής καμπυλότητας το οποίο καλύπτει το κοίλο τού σκάφους σε όλο το μήκος του με σκοπό να… … Dictionary of Greek
βολόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ακτινοβολούμενης ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας. Η αρχή στην οποία βασίζεται το β. είναι απλή: η ακτινοβολούμενη ενέργεια, καθώς απορροφάται τελείως από ένα λεπτότατο έλασμα (πλατίνη ή μαγκανίνη) καλυμμένο από αιθάλη,… … Dictionary of Greek
Alpha impurum — Als Alpha purum (lat. „reines Alpha“) bezeichnet man im Altgriechischen einen a Laut, dem ein e (Epsilon), i (Iota) oder r (Rho) vorangeht. Entsprechend heißt ein a, bei dem dies nicht der Fall ist, Alpha impurum („unreines Alpha“). Diese… … Deutsch Wikipedia
Alpha purum — Als Alpha purum (lat. „reines Alpha“) bezeichnet man im Altgriechischen einen a Laut, dem ein e (Epsilon), i (Iota) oder r (Rho) vorangeht. Entsprechend heißt ein a, bei dem dies nicht der Fall ist, Alpha impurum („unreines Alpha“). Diese… … Deutsch Wikipedia