-
1 αρχιτεκτων
- ονος ὅ1) зодчий, строитель(τῆς γεφύρας Her.; sc. οἰκίας Plut.)
2) устроитель, руководитель(ἀ. ἐργατῶν ἄρχων ἐστίν Plat.; τοῖσιν ἀρχιτέκτοσι πείθεσθαι Eur.)
τοῦ τέλους ἀ. Arst. — устанавливающий цель3) ( в Афинах) арендатор театра Dem. -
2 ἀρχιτέκτων
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀρχιτέκτων
-
3 αρχιτέκτων
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αρχιτέκτων
-
4 ἀρχιτέκτων
строитель, руководитель постройки, архитектор.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀρχιτέκτων
-
5 ἀρχιτέκτων
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀρχιτέκτων
-
6 αρχιτεκτονικος
I31) зодческий(ἐπιστήμη Plat.; τέχνη Arst.)
2) руководящий, направляющий(τέλη Arst.)
IIὅ Arst. = ἀρχιτέκτων См. αρχιτεκτων -
7 εργατικος
31) (лично) работающий, занимающийся физическим трудом(οὐκ αὐτὸς ἐ. ἀρχιτέκτων Plat.)
2) трудолюбивый, деятельный(ἐ. καὴ ζητητικός Plat.; τὸ τῶν μυρμήκων γένος Arst.; δοῦλος Plut.)
ἐ. ποταμός Her. = ὅ Νεῖλος -
8 753
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 753
См. также в других словарях:
ἁρχιτέκτων — ἀρχιτέκτων , ἀρχιτέκτων chief artificer masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιτέκτων — chief artificer masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιτεκτόνων — ἀρχιτέκτων chief artificer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιτέκτονα — ἀρχιτέκτων chief artificer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιτέκτονας — ἀρχιτέκτων chief artificer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιτέκτονες — ἀρχιτέκτων chief artificer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιτέκτονι — ἀρχιτέκτων chief artificer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιτέκτονος — ἀρχιτέκτων chief artificer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιτέκτοσι — ἀρχιτέκτων chief artificer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιτέκτοσιν — ἀρχιτέκτων chief artificer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχιτέκτονας — ο (θηλ. αρχιτεκτόνισσα, η) (AM ἀρχιτέκτων) [τέκτων] 1. ο επιστήμονας που σχεδιάζει οικοδομήματα ή μνημεία και επιβλέπει την κατασκευή και τη διακόσμηση τους 2. ο πρωτεργάτης ή αυτός ο οποίος πρώτος επινόησε κάτι και φρόντισε για την εκτέλεση του… … Dictionary of Greek