Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀρχιτέκτων

См. также в других словарях:

  • ἁρχιτέκτων — ἀρχιτέκτων , ἀρχιτέκτων chief artificer masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιτέκτων — chief artificer masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιτεκτόνων — ἀρχιτέκτων chief artificer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιτέκτονα — ἀρχιτέκτων chief artificer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιτέκτονας — ἀρχιτέκτων chief artificer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιτέκτονες — ἀρχιτέκτων chief artificer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιτέκτονι — ἀρχιτέκτων chief artificer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιτέκτονος — ἀρχιτέκτων chief artificer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιτέκτοσι — ἀρχιτέκτων chief artificer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιτέκτοσιν — ἀρχιτέκτων chief artificer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχιτέκτονας — ο (θηλ. αρχιτεκτόνισσα, η) (AM ἀρχιτέκτων) [τέκτων] 1. ο επιστήμονας που σχεδιάζει οικοδομήματα ή μνημεία και επιβλέπει την κατασκευή και τη διακόσμηση τους 2. ο πρωτεργάτης ή αυτός ο οποίος πρώτος επινόησε κάτι και φρόντισε για την εκτέλεση του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»