Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συγκόπτω

См. также в других словарях:

  • συγκόπτω — ΝΜΑ, και συγκόβ(γ)ω και συγκόφτω Ν [κόπτω] 1. κόβω σε μικρά τεμάχια 2. μικραίνω λέξη ή ήχο με συγκοπή νεοελλ. 1. κόβω, κυρίως ύφασμα, για να φτειάξω φόρεμα («η μια συγκόβγει, σα θωρώ, κι η άλλη τά τροπώνει», Ερωτόκρ.) 2. φρ. α) «συγκόβ(γ)ει ο… …   Dictionary of Greek

  • συγκόπτω — 1. παθαίνω συγκοπή: Στη γενική του «πατήρ» συγκόπτεται το ε, και έτσι έχουμε «πατρός». 2. κατακόβω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκεκομμένα — συγκόπτω chop up perf part mp neut nom/voc/acc pl συγκεκομμένᾱ , συγκόπτω chop up perf part mp fem nom/voc/acc dual συγκεκομμένᾱ , συγκόπτω chop up perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκόψει — συγκόπτω chop up aor subj act 3rd sg (epic) συγκόπτω chop up fut ind mid 2nd sg συγκόπτω chop up fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκόψουσι — συγκόπτω chop up aor subj act 3rd pl (epic) συγκόπτω chop up fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συγκόπτω chop up fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκόψουσιν — συγκόπτω chop up aor subj act 3rd pl (epic) συγκόπτω chop up fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συγκόπτω chop up fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκόψω — συγκόπτω chop up aor subj act 1st sg συγκόπτω chop up fut ind act 1st sg συγκόπτω chop up aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεκομμέναι — συγκόπτω chop up perf part mp fem nom/voc pl συγκεκομμένᾱͅ , συγκόπτω chop up perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεκομμένον — συγκόπτω chop up perf part mp masc acc sg συγκόπτω chop up perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεκομμένων — συγκόπτω chop up perf part mp fem gen pl συγκόπτω chop up perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοπτομένων — συγκόπτω chop up pres part mp fem gen pl συγκόπτω chop up pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»