-
1 συγκοπτω
1) разрубать, изрезывать(κόσμον Xen.)
2) уничтожать, сносить, разрушать (sc. τὰς γεφύρας Her.)3) избивать, сечь(τινά Lys., Plat., Arst.)
συγκεκομμένος τοῖς νάρθηξιν Xen. — избитый палками4) изматывать, изнурять -
2 συγκόπτω
(αόρ. συνέκοψα) μετ.1) уст. разрывать, прерывать; 2) грам., муз. синкопировать -
3 συγκόπτω
[синкопто] ρ сокращать, укорачивать.
См. также в других словарях:
συγκόπτω — ΝΜΑ, και συγκόβ(γ)ω και συγκόφτω Ν [κόπτω] 1. κόβω σε μικρά τεμάχια 2. μικραίνω λέξη ή ήχο με συγκοπή νεοελλ. 1. κόβω, κυρίως ύφασμα, για να φτειάξω φόρεμα («η μια συγκόβγει, σα θωρώ, κι η άλλη τά τροπώνει», Ερωτόκρ.) 2. φρ. α) «συγκόβ(γ)ει ο… … Dictionary of Greek
συγκόπτω — 1. παθαίνω συγκοπή: Στη γενική του «πατήρ» συγκόπτεται το ε, και έτσι έχουμε «πατρός». 2. κατακόβω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκεκομμένα — συγκόπτω chop up perf part mp neut nom/voc/acc pl συγκεκομμένᾱ , συγκόπτω chop up perf part mp fem nom/voc/acc dual συγκεκομμένᾱ , συγκόπτω chop up perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκόψει — συγκόπτω chop up aor subj act 3rd sg (epic) συγκόπτω chop up fut ind mid 2nd sg συγκόπτω chop up fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκόψουσι — συγκόπτω chop up aor subj act 3rd pl (epic) συγκόπτω chop up fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συγκόπτω chop up fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκόψουσιν — συγκόπτω chop up aor subj act 3rd pl (epic) συγκόπτω chop up fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συγκόπτω chop up fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκόψω — συγκόπτω chop up aor subj act 1st sg συγκόπτω chop up fut ind act 1st sg συγκόπτω chop up aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκομμέναι — συγκόπτω chop up perf part mp fem nom/voc pl συγκεκομμένᾱͅ , συγκόπτω chop up perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκομμένον — συγκόπτω chop up perf part mp masc acc sg συγκόπτω chop up perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκομμένων — συγκόπτω chop up perf part mp fem gen pl συγκόπτω chop up perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκοπτομένων — συγκόπτω chop up pres part mp fem gen pl συγκόπτω chop up pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)