-
1 αἰσθητήριον
αἰσθ-ητήριον, τό,A organ of sense, Hp. Vict.4.86, Arist.de An. 421b32, etc.; τὰ αἰ., opp. ἡ διάνοια, Epicur. Ep.1p.12U.; ; τὰ αἰ. the faculties, LXX 4 Ma.2.22, cf. Ep.Heb.5.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσθητήριον
-
2 αὐλητήριον
αὐλ-ητήριον, τό, a place at Tarentum, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλητήριον
-
3 δειπνητήριον
δειπν-ητήριον, τό,A dining-room, Plu.Luc.41, Inscr. ap.PFay.p.33, J.BJ2.8.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δειπνητήριον
-
4 διαιτητήριον
δῐαιτ-ητήριον, τό, (Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαιτητήριον
-
5 εὐωχητήριον
εὐωχ-ητήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐωχητήριον
-
6 ζητητήριον
ζητ-ητήριον, τό,A = βασανιστήριον, Anon. ap. Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζητητήριον
-
7 θεωρητήριον
θεωρ-ητήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεωρητήριον
-
8 κατοικητήριον
κατοικ-ητήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατοικητήριον
-
9 κεντητήριον
κεντ-ητήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεντητήριον
-
10 κοιμητήριον
κοιμ-ητήριον, τό,A sleeping-room, IG7.235.43 (Oropus, iv B.C.), Dosiad. ap. Ath.4.143c (also [suff] κοιμ-ητηρία, ἡ, EM550.56).II burial-place, IG3.3545.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιμητήριον
-
11 κολλητήριον
κολλ-ητήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολλητήριον
-
12 κοσμητήριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοσμητήριον
-
13 λικμητήριον
λικμ-ητήριον, τό,A winnowing-fan, shovel, Sm. Je.15.7, Thd.Is.30.14, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λικμητήριον
-
14 μελετητήριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελετητήριον
-
15 μυρεψητήριον
μῠρεψ-ητήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυρεψητήριον
-
16 οἰκητήριον
οἰκ-ητήριον, τό,A dwelling-place, habitation, Democr.171, E.Or. 1114, Arist.Mu. 393a4, cf. Fr. 482, Str.12.5.3, Plu.Pomp.28, POxy.281.11 (pl., i A. D.), etc.2 Astrol., house, Thrasyll. in Cat.Cod.Astr. 8(3).100.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκητήριον
-
17 παρακεντητήριον
παρακεντ-ητήριον, τό,A instrument for tapping or couching, prob. in Gal.18(2).672.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακεντητήριον
-
18 πατητήριον
πατ-ητήριον, τό,A place where grapes are trodden, CIG 2694a10 ([place name] Mylasa), Androtion or Philippus ἐν τῷ Γεωργικῷ ap.Harp. s.v. σταφυλοβολεῖον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατητήριον
-
19 πολεμητήριον
πολεμ-ητήριον, τό,A head-quarters of a general, Plb.4.71.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμητήριον
-
20 προπολεμητήριον
προπολεμ-ητήριον, τό,A bastion, outwork,π. εἶναι τῆς Ἰταλίας D.S.14.100
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπολεμητήριον
См. также в других словарях:
œ — (in the earliest times, and now often, written separately oe) was in Early Old English the symbol of the i umlaut of ó, o, as in fœt, foet, soecan, œhtan, oehtan, doubtless originally sounded like Ger. ö, œ, but afterwards written (and sounded)… … Useful english dictionary