-
1 σταφυλοβολείον
-
2 σταφυλοβολεῖον
-
3 σταφυλοβολεῖον
A vat or basket in which grapes are put for pressing.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταφυλοβολεῖον
-
4 πατητήριον
πατ-ητήριον, τό,A place where grapes are trodden, CIG 2694a10 ([place name] Mylasa), Androtion or Philippus ἐν τῷ Γεωργικῷ ap.Harp. s.v. σταφυλοβολεῖον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατητήριον
См. также в других словарях:
σταφυλοβολεῖον — vat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλοβολείον — και σταφυλοβόλιον, τὸ, Α [σταφυλοβόλος] ο ληνός, το πατητήρι … Dictionary of Greek