-
1 ενον
-
2 ένον
ἕνοςbelonging to the former of two periods: masc acc sgἕνοςbelonging to the former of two periods: neut nom /voc /acc sg -
3 ἕνον
ἕνοςbelonging to the former of two periods: masc acc sgἕνοςbelonging to the former of two periods: neut nom /voc /acc sg -
4 ενόν
-
5 ἐνόν
-
6 ενόν
-
7 ἔν-ειμι
ἔν-ειμι (s. εἰμί, u. vgl. über den Accent von ἔνεσαν Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 298), darin, dabei sein; absolut, wo der Zusammenhang die nähere Bestimmung angiebt, πολλοὶ δ' ἔνεσαν ὀιστοί Il. 21, 12, im Köcher; Od. 9, 164, im Schiffe; bes. = zu Hause sein; – mit dem dat., ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν Od. 10, 45; vgl. ὑμῖν οἴκοι ἔνεστι γόος Il. 24, 240; ἔνεστι τῇ τυραννίδι νόσημα Aesch. Prom. 224; τοῖς λόγοις ἔνεστι κέρδος Soph. El. 362; νοῠς ὑμῖν 1320; οἷς μὴ ἔνεστι ἔρως Plat. Conv. 186 d; ἐπιστήμη Prot. 352 b; πόλλ' ἔνεστι τῷ γήρᾳ κακά Ar. Vesp. 441; ἔν τινι, ἄλφιτ' οὐκ ἔν. ἐν τῷ ϑυλάκῳ, Plut. 763; Aesch. ἐν τῷ τολμᾶν τίν' ὁρᾷς ἐνοῠσαν ζημίαν Prom. 382; κἂν γυναιξὶν ὡς Ἄρης ἔνεστιν Soph. El. 1236; ἐν οἷς πολλαὶ νουϑετήσεις ἔνεισι Plat. Prot. 326 a; vgl. ὅπου γὰρ ἂν ἐνῆτον Phil. 24 c; αὐτόϑι Thuc. 1, 104; – ἐνῆν γάρ, es stand in dem Vertrage, sequ. acc. c. inf., Thuc. 2, 20, wie Ar. Av. 974 ἔνεστι καὶ τὰ πέδιλα, sie stehen im Orakel, sind darin erwähnt; vgl. Equ. 122. – Ἐνέσται χρόνος, wird dazwischen vergehen, Thuc. 1, 80, vgl. 5, 38. Uebh. = vorhanden sein; τὰ ἐνόντα, das Vermögen, Plat. Rep. VI, 488 c; λόγοις ἐκ τῶν ἐνόντων ὡς ἂν δύνωμαι μετριώτατα χρήσομαι Dem. 18, 256, so mäßig, wie es die Umstände zulassen; vgl. Luc. Phalar. 1, 5. – Imperf. ἔνεστι, es liegt in der Sache, geht an, ist möglich, wobei man von Verbindungen ausgehen muß wie ἔνεστιν τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν τὸν εὖ πράσσοντα Soph. Tr. 295, die wohlüberlegenden haben Furcht, können fürchten; ἐνούσης οὐδεμιᾶς ἔτι ἀποστροφῆς Dem. 24, 9, war nicht mehr vorhanden, nicht mehr möglich; οὐκ ἔνεστιν ἐν τῇ ἐμῇ ἐπιστήμῃ τὸ ποιεῖν, es liegt nicht in meiner Kenntniß, sie reicht nicht so weit, Xen. Mem. 2, 6, 31; νόμῳ χρῆσϑαι ἔνεστί σοι Soph. Ant. 213; οὔκουν ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι πάλιν Phil. 1254; bes. bei den Rednern, πῶς ἔνεστι ἢ πῶς δυνατὸν τούτους κατεσκευάσϑαι Dem. 57, 24; auch Sp., wie Pol. 12, 11, 5; ὡς ἐνῆν ἄριστα, so gut, als es nur anging, Luc. Tyrann. 17; als partic. absolut, wie ἐξόν, ὡς οὐκ ἐνὸν ἀπραγμόνως εὐπορῆσαι Luc. gymn. 9; vgl. Peregr. 25; ἐνὸν αὐτοῖς σώζεσϑαι Hdn. 8, 3, 5; πέρας οὐδὲν ἐνὸν ἡδονῶν ἐν αὐτοῖς, da in ihnen kein Ziel stattfindet, Plat. Phil. 26 b; aber auch πολλῶν ἐνόντων καὶ ἄλλων λέγειν, obwohl man noch viel Anderes sagen kann, Dion. Hal. 7, 41; κατὰ τὸν ἐνόντα τρόπον, nach Möglichkeit, Synes. Vgl. ἔνι.
-
8 ἔνειμι
ἔνειμι (εἰμί,A sum), [ per.] 3sg. and pl. ἔνι freq. for ἔνεστι, ἔνεισι (v. infr.): inf.ἐνεῖμεν IG22.1126.24
(Amphict.Delph.): [ per.] 3sg. ἔνι freq.for [tense] fut. ἐνέσομαι :—to be in,ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστι Od.10.45
; ἔνι (for ἔνεστι)κήδεα θυμῷ Il.18.53
;ἔνι τοι φρένες οὐδ' ἠβαιαί Od.21.288
;εἰ.. χάλκεον.. μοι ἦτορ ἐνείη Il.2.490
; εἴ τι ἐνέοι (sc. τοῖς χρησμοῖσι) Hdt.7.6; ; τοῖς λόγοις ἔ. κέρδος ib. 370;πόλλ' ἔ. τῷ γήρᾳ κακά Ar.V. 441
;πλήθη, ἐν οἷς τὸ ἓν οὐκ ἔνι Pl.Prm. 158c
;στάσιν ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ Th.2.20
; ;ἐνῆν ἄρ'.. κἀν οἴνῳ λόγος Amphis 41
; :ἔνι τις καὶ ἐν ἡμῖν παῖς Pl.Phd. 77e
; alsoἐν τοῖσιν οὔρεσι δένδρεα ἔνι ἄγρια Hecat.292
J.;ἐν [ὄρει] ἔνι μέταλλα Hdt.7.112
; , etc.b c. dat. pl., to be among, Thgn.1135, Hdt.3.81, al.;οὐκ ἔνι ἐν ὑμῖν οὐδεὶς σοφός 1 Ep.Cor.6.5
.c c. Adv.loci,οἴκοι ἔνεστι γόος Il.24.240
; ἔνεστιν αὐτόθι is in this very place, Ar.Eq. 119; , etc.2 abs., to be present in a place,οἶνος ἐνέην Od.9.164
; οὐδ' ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες ib. 126;οὐδ' ἔνι στάσις A.Pers. 738
(troch.);Ἄρης οὐκ ἔνι χώρᾳ Id.Ag.78
(anap.); σίτου οὐκ ἐνόντος as there was no corn there, Th.4.8; τὰ ἐνόντα ἀγαθά the good that is therein, ib.20; ἱερῶν τῶν ἐνόντων the temples that were in the place, ib.97;ἀμέλειά τις ἐνῆν καὶ διατριβή Id.5.38
;πόλεμος οὐκ ἐνῆν Pl.Plt. 271e
; .l.c.; also, to be mentioned in a treaty, Th.8.43, cf. Ar.Av. 974; χρόνος ἐνέσται time will be necessary, Th.1.80; ἡ βὴξ ἔνι the cough is persistent, Hp.Epid.7.12.II to be possible,ἄρνησις οὐκ ἔ. ὧν ἀνιστορεῖς S.OT 578
;τῶνδ' ἄρνησις οὐκ ἔ. μοι Id.El. 527
; τίς δ' ἔνεστί μοι λόγος; what plea is possible for me [to make]? E.IT 998;οὐκ ἐνῆν πρόφασις X.Cyr.2.1.25
;οὐκ ἐνέσται αὐτῷ λόγος οὐδὲ εἷς D.21.41
;εἴ τι ἄλλο ἐνῆν Id.18.190
;ἐνούσης οὐδεμιᾶς ἔτ' ἀποστροφῆς Id.24.9
.2 impers., c. dat. pers. et inf., it is in one's power, S.Tr. 296, Ant. 213, etc.: c. inf. only,οὔκουν ἔ. καὶ μεταγνῶναι; Id.Ph. 1270
; ;πῶς ἔ. ἢ πῶς δυνατόν; Id.57.24
, etc.; οὐκ ἔνεστι it is not possible, Anaxil.22.7; ὃ μὴ νεώς γε τῆς ἐμῆς ἔνι which it is not possible [to get] from my ship, S.Ph. 648 (sed leg. ἔπι): ἔνι is freq. in this sense, ἃ δὲ ἔνι [λέγειν] D.2.4;δι' ὀργήν γ' ἔνι φῆσαι πεποιηκέναι Id.21.41
; ὡς ἔνι ἥδιστα in the pleasantest way possible, X. Mem.4.5.9, cf. 3.8.4;ὡς ἔνι μάλιστα Plb.21.4.14
, Ph.1.465, Luc. Prom.6, Jul.Or.7.218c: [tense] impf.,ὡς ἐνῆν ἄριστα Luc.Tyr.17
.b ἔνεστιν ὑμᾶς εἰδέναι it is relevant, pertinent, BGU486.12 (ii A.D.).3 part. ἐνόν, abs., ἐνὸν αὐτοῖς σώζεσθαι since it was in them, was possible for them, Hdn.8.3.2, cf. Luc.Anach.9.4 τὰ ἐνόντα all things possible: τὸ πλῆθος τῶν ἐ. εἰπεῖν the possible materials for a speech, Isoc. 5.110, cf. 11.44;τῶν ἐ... ἐν τῷ πράγματι Pl.Phdr. 235b
;τῶν φαινομένων καὶ ἐ. τὰ κράτιστα ἑλέσθαι D.18.190
; ἐκ τῶν ἐ. as well as one can under the circumstances, ib.256;τὰ ἐ. καὶ τὰ ἁρμόττοντα Arist.Po. 1450b5
: in sg.,πᾶν τὸ ἐνὸν ἐκλέγων Th.4.59
. -
9 ἔνος [2]
ἔνος od. ἕνος, η, ον, jährig, vom vorigen Jahre her; ἔναι ἀρχαί, die Obrigkeiten vom vorigen Jahre, Dem. 25, 20, ταῖς νέαις entgeggstzt; vgl. Ath. III, 17 f. vom Pflanzentriebe; übh. veraltet, verjährt, Theophr. Zur Erkl. des ἔνη καὶ νέα (s. oben unter ἔνη) sagt Plat. Crat. 409 b νέον δέ που καὶ ἔνον ἀεί ἐστι τὸ φῶς, ἔνον δὲ ὑπάρχει τὸ τοῠ προτέρου μηνός.
-
10 ἔνος
ἔνος (A), ὁ,A year, Lyd.Mens.4.1, Hsch.------------------------------------ἔνος (B), η, ον, found only in oblique cases of fem., gen. ἔνης, [dialect] Ep. ἔνηφι, dat. ἔνῃ, acc. ἔνην, in the sense of εἰς τρίτην,A the day after tomorrow:ἔς τ' αὔριον ἔς τε ἔνηφιν Hes.Op. 410
(v.l. ἔς τ' ἔννηφι); gen. , [dialect] Dor.ἔνας Theoc.18.14
; ; ; ἐς ἔνης ἡ prob. l. (for ἐς ἔνης ἡ σή ) in D.C. 47.41; cf. ἔναρ· ἐς τρίτην ([dialect] Lacon.), Hsch., and v. ἐπέναρ. (Demonstr. stem eno- (ono-), cf. Umbr. enom 'tum', Slav. on[ucaron] 'he'.)------------------------------------ἕνος (C), η, ον (so [dialect] Att. Inscrr., Ar.Nu. 1134, Pl.Cra. 409b; in codd. freq. written [full] ἔνος, as Hes. Op. 770, etc.),A belonging to the former of two periods (τὸ ἕνον..· τὸ πρότερον καὶ παρεληλυθὸς δηλοῖ, Harp.; ἔνην· τὴν παλαιάν, Suid.), ὁ νόμος ἐπὶ Κρόνου ἕνος (opp. νεωστί) Dam. Pr. 348: hence, last year's, ἕναι ἀρχαί last year's magistrates, D.25.20, prob. in Arist.Pol. 1322a12;στρατηγοὶ ἕνοι Id.Ath.4.2
;Ἑλληνοταμίαι ἕνοι IG12.324.26
; ἕνης ἐπιφορᾶς ib.218i38; ἕνος [καρπός] last year's fruit, Thphr.HP3.4.6; also ἕνος ὄνος a year old, BGU 806: generally, old, by-gone,νέον δέ που καὶ ἕνον ἀεί ἐστι περὶ τὴν σελήνην τοῦτο τὸ φῶς Pl.Cra. 409b
:—in Ar.Ach. 610 ἤδη πεπρέσβευκας σὺ πολιὸς ὢν ἕνη, the Sch. takes ἕνη as an Adv. = ἐκ πολλοῦ, long ago; but the passage is prob. corrupt.2 ἕνη καὶ νέα (sc. ἡμέρα) the old and new day, i.e. the last day of the month, IG12.374.276, Ar.Nu. 1134sq., Lys.23.6: first used by Solon, acc. to D.L.1.57;Σκιροφοριῶνος ἕνῃ καὶ νέᾳ IG22.916.10
, cf. Decr. ap. D.18.29; ἕνη alone, Hes. Op. 770. (Cf. Lith. s[etilde]nas 'old', Lat. senex, etc.) -
11 περι-κατα-λαμβάνω
περι-κατα-λαμβάνω (s. λαμβάνω), rings umfassen, umschließen, ergreifen, zwingen; περικαταλαμβανόμενος τοῖς καιροῖς, Pol. 16, 2, 8; περικαταληφϑέντες ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσϑησαν, 14, 4, 10, u. öfter; vgl. Arist. περικαταληφϑέντων ὑπὸ τοῠ ῥεύματος, de mundo 6, 33; auch = fassen, einholen, ὁ νέος καρπὸς περικαταλαμβάνει ἀεὶ τὸν ἔνον, die neue Frucht holt immer die jährige ein, Theophr., der es auch intrans. braucht, περικαταλαβούσης τῆς ὥρας, sobald die Jahreszeit nach vollendetem Kreislaufe wiedergekehrt ist, den Kreislauf von Neuem begonnen hat.
-
12 ενειμι
[εἰμί] (impf. ἐνῆν, fut. ἐνέσομαι)1) (в чём-л.) быть, находиться, содержаться, заключаться(τινι Hom., Aesch., Soph., Plat. и ἔν τινι Aesch., Her., Arph., Plat., Arst., Plut.; αὐτόθι Arph.; πολλοὴ ἔνεσαν ὀϊστοί, sc. τῇ φαρέτρῃ Hom.)
οὔ νυ καὴ ὑμῖν οἴκοι ἔνεστι γόος ; Hom. — разве нет и в вашем доме печали?;ἔνεστι τοῦτο τῇ τυραννίδι νόσημα Aesch. — таков недуг самовластия;πόλλ΄ ἔνεστι τῷ γήρᾳ κακά Arph. — старости присущи многие страдания;τοῖς λόγοις ἔνεστι ἀμφοῖν κέρδος Soph. — в словах обеих есть польза;ἐν τῷ λόγῳ ἔνεστιν ἐναντίωσις Arst. — в словесной формулировке имеется противоположение;ἀπορίαι ἐνοῦσαι Arst. — внутренние трудности;τουτοίσι καὴ αὐτοὴ ἐνεσόμεθα Her. — мы сами войдем в их число;ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ Thuc. — возникнуть в сознании;ἐν τοῖς λογίοις ἔνεστιν Arph. — в прорицании сказано2) быть в наличии(οὐκ ἐξέφθιτο οἶνος, ἀλλ΄ ἐνέην Hom.)
Ἄρεως δ΄ οὐκ ἔνι (= ἔνεστι) χώρα Aesch. — это не область Арея, т.е. здесь нет воинственного пыла;σίτου οὐκ ἐνόντος Thuc. — ввиду отсутствия хлеба;πόλεμος οὐκ ἐνῆν οὐδὲ στάσις Plat. — не было ни войн, ни восстаний;τὰ ἐνόντα Plat. — собственность, Arst. существо дела, сущность3) находиться в промежуткеεἰ μελετήσομεν, χρόνος ἐνέσται Thuc. — если мы станем готовиться, пройдет время
τῶνδ΄ ἄρνησις οὐκ ἔνεστί μοι Soph. — я не могу отрицать этого;
εἴ τι ἄλλο ἐνῆν Dem. — если имелась другая возможность;τίς δ΄ ἔνεστί μοι λόγος ; Eur. — что могу я сказать?;νόμῳ χρῆσθαι παντὴ ἔνεστί σοι Anth. — ты можешь установить любой закон;ὡς ἐνῆν ἄριστα Luc. — как можно (было) лучше;ὡς ἔνι μάλιστα Luc. — как только возможно;οὐκ ἐνὸν ποιεῖν τι Luc. — невозможно сделать что-л.;ἐκ τῶν ἐνόντων Dem. — насколько возможно -
13 επεξειμι
[εἶμι] (inf. praes. ἐπεξιέναι, fut. ἐπέξειμι, impf. ἐπεξῄειν, part. ἐπεξιών)1) выходить (наружу)(οὐκ ἐᾶν τὸ ἐνὸν θερμὸν ἐ. Arst.)
2) (тж. ἐ. ἐς μάχην Thuc.) (против кого-л.) выходить, выступать, отправляться в поход(ἐ. τινί Thuc., Plut. или πρός τινα Xen.)
3) продвигаться, проникать4) (тж. ἐ. τῇ δίκῃ Plat.) преследовать в судебном порядке, привлекать к судебной ответственностиἐ. τῇ τοῦ τραύματος γραφῇ Aeschin. — подать в суд за нанесение раны5) карать, мститьἐ. τινί Plat. и τι Diod. — карать за что-л.
6) ( в речи)(тж. ἐ. τῷ λόγῳ Plat.) пробегать, перебирать, обозревать, рассматривать (σμικρὰ καὴ μεγάλα ἄστεα Her.; πάσας τὰς ἀμφισβητήσεις Plat.)
7) проводить (в жизнь) -
14 θλιβω
1) жать, давить, сжимать, сдавливать(τὸν ὄρρον Arph.; τοὺς ὄφεις Dem.; ἀντιθλίβεται τὸ θλίβων Arst.)
οὐδεὴς οἶδεν, ὅπου με θλίβει Plut. погов. — никто не знает, где жмет у меня (обувь), т.е. никто не знает моих забот;χείλεα θ. Theocr. — крепко целовать в губы2) вытеснятьτῷ πνεύματι θλιφθείς Plat. — теснимый воздухом, т.е. под давлением воздуха3) med. теретьсяφλιῇσι θλίβεσθαι ὤμους Hom. — тереться плечами о (чужие) косяки, т.е. ходить по миру
4) перен. сжимать, стеснять, ограничивать, уменьшатьθλιβομένα καλύβα Theocr. — тесная хижина;
μικρέ ζωέ τεθλιμμένη Anth. — короткая жизнь;τὰ θλιβόμενα τῆς μάχης Plut. — (самые) опасные места сражения;βίος τεθλιμμένος Anth. — бедное существование, скудные средства к жизни;τεθλιμμένη ὁδός NT. — узкая дорога5) угнетать, мучить(τοῖς οἰκέταις Luc.; ἐν παντὴ θλιβόμενοι NT.)
ὡς θλίβομαι! Arph. — как мне тяжело!;θλιβόμενοι διὰ τὸν πόλεμον Arst. — удрученные войной -
15 συντινασσω
-
16 ὀρνυω
ὀρνῠω, ὄρνυμι (ὀρνύει; ὀρνύντος: impf. ὤρνυεν: aor. ὦρσεν, ὦρσαν; ὄρσαι: med. ὀρνύμενοι, -ένων, -ενον: aor. ὦρτο; ὄρσο.)a act.I rouse, awaken met.κῦδος ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ O. 4.11
ὦρσεν πυρὶ καιόμενος ἐκ Δαναῶν γόον P. 3.102
οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.86
πότερόν νιν ἄρ' Ἰφιγένεἰ ἐπ Εὐρίπῳ σφαχθεῖσα τῆλε πάτρας ἔκνισεν βαρυπάλαμον ὄρσαι χόλον P. 11.23
Σίσυφον κέλοντο ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (v. l. ὦρσαι) fr. 5. 2. θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2.II incite, promptἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον ὦρσεν P. 2.29
Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
c. inf.,ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι θέμιτες ὦρσαν Διός O. 10.24
τόλμα τέ μοι εὐθεῖα γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν O. 13.12
Ἰάσων αὐτὸς ἤδη ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ (Boeckh: ὄρνυεν codd.) P. 4.170III send on one's way Ὀλυμ]πόθεν δέ οἱ χρυσόρραπιν ὦρσεν Ἑρμᾶν (sc. Ζεύς: ωσεν Π, corr. Π̆{s}) Δ. 4. 37. met., ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτεχαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν N. 7.71
b med.I rise up and go, sally outἔσχον δ' Ἀμύκλας ὄλβιοι Πινδόθεν ὀρνύμενοι P. 1.66
αἶψα δ' ἀπὸ κλισιᾶν ὦρτο σὺν κείνοισι P. 4.134
c. inf.,ὄρσο, τέκνον, δεῦρο ἴμεν O. 6.62
II speed, rush “ βέλος ἐξ ἀνικάτου φαρέτρας ὀρνύμενον” P. 4.91III met., start up, beginὀρνυμένων πολέμων O. 8.34
c in tmesis. ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (v. ἀνόρνυμι) N. 9.8d ]ν χρόνον ὀρνύει[ Pae. 4.11
-
17 ὄρνυμι
ὀρνῠω, ὄρνυμι (ὀρνύει; ὀρνύντος: impf. ὤρνυεν: aor. ὦρσεν, ὦρσαν; ὄρσαι: med. ὀρνύμενοι, -ένων, -ενον: aor. ὦρτο; ὄρσο.)a act.I rouse, awaken met.κῦδος ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ O. 4.11
ὦρσεν πυρὶ καιόμενος ἐκ Δαναῶν γόον P. 3.102
οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.86
πότερόν νιν ἄρ' Ἰφιγένεἰ ἐπ Εὐρίπῳ σφαχθεῖσα τῆλε πάτρας ἔκνισεν βαρυπάλαμον ὄρσαι χόλον P. 11.23
Σίσυφον κέλοντο ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (v. l. ὦρσαι) fr. 5. 2. θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2.II incite, promptἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον ὦρσεν P. 2.29
Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
c. inf.,ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι θέμιτες ὦρσαν Διός O. 10.24
τόλμα τέ μοι εὐθεῖα γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν O. 13.12
Ἰάσων αὐτὸς ἤδη ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ (Boeckh: ὄρνυεν codd.) P. 4.170III send on one's way Ὀλυμ]πόθεν δέ οἱ χρυσόρραπιν ὦρσεν Ἑρμᾶν (sc. Ζεύς: ωσεν Π, corr. Π̆{s}) Δ. 4. 37. met., ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτεχαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν N. 7.71
b med.I rise up and go, sally outἔσχον δ' Ἀμύκλας ὄλβιοι Πινδόθεν ὀρνύμενοι P. 1.66
αἶψα δ' ἀπὸ κλισιᾶν ὦρτο σὺν κείνοισι P. 4.134
c. inf.,ὄρσο, τέκνον, δεῦρο ἴμεν O. 6.62
II speed, rush “ βέλος ἐξ ἀνικάτου φαρέτρας ὀρνύμενον” P. 4.91III met., start up, beginὀρνυμένων πολέμων O. 8.34
c in tmesis. ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (v. ἀνόρνυμι) N. 9.8d ]ν χρόνον ὀρνύει[ Pae. 4.11
-
18 γεννόν
A = κοῖλον, Id. [full] γέννου· καὶ λάβε (cf. γέντο) καὶ κάθιζε (Cypr.), Id. -
19 περικαταλαμβάνω
2 overtake,περικαταλαμβάνει γὰρ ὁ νέος [καρπὸς] ἀεὶ τὸν ἔνον Thphr.HP4.2.5
, cf. 3.4.5, 3.16.1, D.S.4.54, 20.74, al.;θάλασσα π. τοὺς Αἰγυπτίους J.AJ2.16.3
:—[voice] Pass., Archyt.1, J. AJ20.4.1; π. τῇ ὥρᾳ to be overtaken by.., Thphr.CP 2.81 ; π. ὑπὸ τοῦ ῥεύματος, ὑπὸ τῆς φλογός, Arist.Mu. 400b1, Plb.14.4.10 ; περικαταλαμβανόμενος τοῖς καιροῖς compelled by circumstances, Id.16.2.8.II intr., περικαταλαβούσης τῆς ὥρας the season having come round or returned, Thphr.Od.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικαταλαμβάνω
-
20 ἔνειμι
ἔν-ειμι, darin, dabei sein; im Schiffe; bes. = zu Hause sein; ἐνῆν γάρ, es stand in dem Vertrage; ἔνεστι καὶ τὰ πέδιλα, sie stehen im Orakel, sind darin erwähnt; Ἐνέσται χρόνος, wird dazwischen vergehen. Übh. = vorhanden sein; τὰ ἐνόντα, das Vermögen; λόγοις ἐκ τῶν ἐνόντων ὡς ἂν δύνωμαι μετριώτατα χρήσομαι, so mäßig, wie es die Umstände zulassen. Imperf. ἔνεστι, es liegt in der Sache, geht an, ist möglich; Verbindungen wie: ἔνεστιν τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν τὸν εὖ πράσσοντα, die wohlüberlegenden haben Furcht, können fürchten; ἐνούσης οὐδεμιᾶς ἔτι ἀποστροφῆς, war nicht mehr vorhanden, nicht mehr möglich; οὐκ ἔνεστιν ἐν τῇ ἐμῇ ἐπιστήμῃ τὸ ποιεῖν, es liegt nicht in meiner Kenntnis, sie reicht nicht so weit; ὡς ἐνῆν ἄριστα, so gut, als es nur anging; πέρας οὐδὲν ἐνὸν ἡδονῶν ἐν αὐτοῖς, da in ihnen kein Ziel stattfindet; aber auch πολλῶν ἐνόντων καὶ ἄλλων λέγειν, obwohl man noch viel anderes sagen kann; κατὰ τὸν ἐνόντα τρόπον, nach Möglichkeit
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ενόν — το (AM ἐνόν) (ουδ. μτχ. τού ρήματος ένειμι που λαμβάνεται ως ουσ.) 1. δυνατόν («κατά το ενόν») 2. στον πληθ. τα ενόντα τα υπάρχοντα, τα πρόχειρα εφόδια («εκ τών ενόντων» απ όσα βρίσκονται πρόχειρα, από τα υπάρχοντα) αρχ. τὰ ἐνόντα 1. φορτίο ή… … Dictionary of Greek
ἐνόν — ἐν εἰμί sum pres part act masc voc sg ἐν εἰμί sum pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕνον — ἕνος belonging to the former of two periods masc acc sg ἕνος belonging to the former of two periods neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένειμι — ἔνειμι (Α) 1. υπάρχω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι («ὅσσος τις χρυσός τε καὶ ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν», Ομ. Οδ.) 2. (με δοτ.) είμαι, υπάρχω ανάμεσα σε πολλά («ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα», Ηρόδ.) 3. υπάρχω («σίτου οὐκ ἐνόντος», Θουκ.) 4. απρόσ.… … Dictionary of Greek
нельзя — укр. нельга, нiльга, нельзя; нельга холодная, сырая погода со снегопадом , блр. нельга, нiльга нельзя , др. русск. нельзѣ (Изб. Святосл. 1073 г.) наряду с нельга не дозволено , Илья Новгор. (см. Срезн. II, 64), нельзя, Румянц. псалт. (ХVI в.),… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
MYRRHA — I. MYRRHA Graece μυῤῤὶς, herba est, simillima cicutae, caule foliique et folre, minor tantum et exilior, cibo non insuavis, Plin. l. 24. c. 16. sic dicta, διὰ τὸ μυρίζον καὶ ἐυῷδες, ob suavem eius fragrantiam, quam radice praefert. Dioscorides,… … Hofmann J. Lexicon universale
κυώ — κυῶ, έω (Α) 1. έχω στην κοιλιά μου, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («ἡ δ ἐκύει φίλον υἱόν», Ομ. Ιλ.) 2. μένω έγκυος, συλλαμβάνω («κατακλίνεταί τε παρ αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα», Πλάτ.) 3. (για καρπό) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι («ἔχει δὲ ἅμα καὶ τὸν νέον … Dictionary of Greek
συντινάσσω — Α [τινάσσω] διασείω, ταρακουνώ συθέμελα («πῶς οἷον τε τῆς βάσεως τινασσομένης μὴ συντινάσσεσθαι τὸ ἐνόν;», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ԱՐԺԱՆ — (ի, ից.) NBH 1 0354 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ա.գ. τὸ ἅξιον, δέον, καθήκον, ἁνῆκον, ἕνον dignum, debitum, quod licet, officium, conveniens Որ ինչ երեւի արժել. որ ինչ պա՛րտն է.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)