-
1 επιστημη
ἥ1) умение, искусство, опытность(τινός и περί τι Plat. и πρός τι Lys.)
2) знаниеἀνέρ ἐπιστήμης πλέως Soph. — просвещенный человек;
τῇ ἐπιστήμῃ σύ μου προὔχοις ἄν Soph. — это ты знаешь, пожалуй, лучше меня3) филос. ( в отличие от τέχνη и ἐμπειρία) научное знание, наука; ( в отличие от δόξα) достоверное знание Plat. etc.4) научная отрасль, дисциплина Plat. etc. -
2 ἐπιστήμη
ἡ ἐπιστήμη (по)знание (ср. эпистемология - наука о человеческом познании) (ant. δόξα) -
3 επιστήμη
η наука;φυσικές (ηθικές, θετικές) επιστήμες — естественные (гуманитарные, точные) науки;
απόκρυφες επιστήμες — оккультные науки
-
4 ἐπιστήμη
наука, (по)знание, (из)учение -
5 επιστήμη
[эпистими] ουσ θ наука, знание. -
6 διαλεκτικη
ἥ (sc. ἐπιστήμη или τέχνη) диалектика (искусство правильного расчленения бытия: τὸ κατὰ γένη διαιρεῖσθαι τῆς διαλεκτικῆς ἐπιστήμης ἐστίν Plat., т.е. ученое о познании общих начал бытия: τά κοινὰ ἁπάντων γνωρίζειν Arst. и, в связи с этим, ведущее к истинному знанию: ἐπιστήμη ἀληθῶν καὴ ψευδῶν καὴ οὐδετέρων Diog.L. через вопросы и ответы собеседников: ἐρωτᾶν τε καὴ ἀποκρίνεσθαι Plat. т.е. к философии)ἡ δ. πειραστικέ περὴ ὧν ἥ φιλοσοφία γνωριστική Arst. — диалектика есть стремление к тому знанию, обладательницей которого является философия
-
7 επιστημοσυνη
ἡ Diog.L. = ἐπιστήμη См. επιστημη -
8 ακριβης
21) точный(αἰσθητήριον Arst.)
ἀ. ὄμμασι Theocr. — зоркий;οὐκ ἔστ΄ ἀκριβὲς οὐδὲν εἴς τι Eur. — нет точных признаков для определения чего-л.2) исполнительный, тщательный, добросовестный(δικαστής Thuc.; ἰατρός Plat.)
3) строгий, совершенный(ἐπιστήμη, ἀλήθεια Plat.)
4) изысканный, тонкий, искусный(λόγοι Arph.)
5) узкий, тесный, ограниченный(εἶδος τῶν διαλόγων Plat.)
6) расчетливый, бережливый(ταμίας Plut.)
7) точно облегающий, хорошо прилаженный(θώρακες Xen.)
-
9 αμεταπτωτος
2непоколебимый, незыблемый, неизменный(λόγοι Plat.; ἐπιστήμη Arst.; φίλος, κρίσις, δόξα Plut.; καταλήψεις Luc.)
-
10 αναλυτικος
3аналитический(ἐπιστήμη Arst.)
Ἀναλυτικὰ πρότερα и Ἀναλυτικὰ ὕστερα 1-— ая и 2-ая Аналитики ( основное сочинение Аристотеля по логике) -
11 αντεχω
и ἀνίσχω1) тж. med. держать против (чего-л.) или перед (чем-л.)οὐκ ἀ. τὰ φῶτα αὑτῷ Plut. — находиться в темноте;
χεῖρα κρατὸς ἀ. Soph. — заслонять лицо рукой;ὄμμασι αἴγλαν ἀ. Soph. — защищать глаза от света;ἀντίσχεσθαι τραπέζας ἰῶν Hom. — защищаться столами от стрел;ἀ. τῇ πόλει πρὸς τὸν πόλεμον Plut. — не подпускать противника к городу2) реже med. сопротивляться, оказывать или выдерживать сопротивление(τινι Her., Thuc., Xen., Plat., Plut., Luc. или πρός τινα и πρός τι Thuc., Plut., реже τι Thuc., Anth.)
χρόνον ἐπὴ πλεῖστον ἀντέσχε πολιορκευμένη Σόλοι Her. — дольше всех выдерживал осаду (город) Солы;οἱ ἀντεχόμενοι τῶν φυλάκων Diod. — оказавшая сопротивление часть стражи;ἀ. τῷ ψύχει Plut. — (хорошо) переносить холод;ἀ. τινὴ πρός τι Plut. — устоять с помощью чего-л. перед чем-л.;ἀ. μέ ὑπακοῦσαι Plut. — отказываться подчиниться, отказать3) быть достаточным, хватать(ἀντέχει ὅ σῖτος Thuc.)
ὅ ποταμὸς οὐκ ἀντέσχε τὸ ὕδωρ παρέχων τῷ στρατῷ Her. — воды в реке не хватало для войска;ἐς ὅσον ἥ ἐπιστήμη ἀντέχοι Thuc. — насколько позволяло (военное) искусство4) длиться, продолжаться(ἐπὴ πολύ Thuc.; βραχὺν χρόνον Dem.)
ἔστ΄ ἂν αἰὼν οὑμὸς ἀντέχῃ Eur. — пока я буду жив5) med. держаться, придерживаться, перен. упорствовать(τινος Her., Xen., Plat., περί τινος Xen. и τινι Diod.)
ἀ. τῆς χειρός τινος Her. — хвататься за чью-л. руку;ἀ. τοῦ πολέμου Her. — упорно продолжать войну;ἀ. τῆς ἀρετῆς Her. — неуклонно следовать по пути добродетели;τῆς θαλάσσης ἀ. Thuc., Polyb.; — заниматься мореплаванием;τῆς σωτηρίας ἀ. Lys. — стремиться к спасению;ἀ. τινός τινος Arph. — упорно оспаривать что-л. у кого-л.;ταῖς ἐλπίσιν ἀ. Diod. — сохранять надежды;ἀνθεκτέον τινός Arst. — необходимо придерживаться чего-л.6) med. опираться(ἵστω τε καὴ ἀντέχου Soph.)
-
12 αριθμητικος
31) искусный в счете Plat., Plut.2) числовой, арифметический(ἀναλογία, μεσότης Arst.)
3) счетный(ἐπιστήμη Plut.)
-
13 αρχικος
31) царственный(πυθμήν Aesch.)
2) царствующий, правящий(γένος Thuc., Plat.)
ἄνθρωπος ἀ. Xen. — государственный деятель3) умеющий управлять(ἀνήρ Plat., Plut.)
4) высший, главный, руководящий(τινος Plat., Arst.; ἥ ἀρχικωτάτη ἐπιστήμη Arst.; δυνάμεις Plut.)
5) властолюбивый(ἀρχικώτατα τῶν γενῶν Isocr.)
-
14 αρχιτεκτονικος
I31) зодческий(ἐπιστήμη Plat.; τέχνη Arst.)
2) руководящий, направляющий(τέλη Arst.)
IIὅ Arst. = ἀρχιτέκτων См. αρχιτεκτων -
15 ατρεκης
21) истинный, подлинный, настоящий(αἷμα Hom.; ἀλάθεια Pind.; δόξα Eur.; ἐπιστήμη Polyb.)
2) уверенный, твердый(ἀτρεκέϊ ποδί Pind.)
3) точный(ἀριθμός Her.)
4) ревностный, усердный(βιότου ἐπιτηδεύσεις Eur.)
-
16 αυτοεπιστημη
-
17 γεωμετρικη
-
18 γνωριστικος
-
19 γραμματικη
ἥ1) (sc. τέχνη или ἐπιστήμη) учение о письме и чтении, словесность, грамматика ( в широком смысле) Plat., Arst.2) умение читать и писать, грамота(ἄπειρος γραμματικῆς Polyb.)
3) письмена, алфавит(τὰ γράμματα τῆς μετ΄ Εὐκλείδην γραμματικῆς Plut.)
-
20 γραμματικος
I31) касающийся чтения и письма, словесный, языковый(ἐπιστήμη Arst.)
2) владеющий искусством чтения и письма, грамотный Xen., Plat., Arst., Plut.3) украшенный письменами(ποτήρια Luc.)
IIὅ1) учитель грамоты Plut.2) грамматик, т.е. исследователь литературных текстов (преимущ. Гомера), филолог (в соврем. знач.) Polyb., Diog.L.
См. также в других словарях:
Επιστήμη — (episteme) (греч.) знание (точное); наука. Достоверное знание. см. Мнение и знание. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ἐπιστήμη — acquaintance with fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστήμῃ — ἐπιστήμη acquaintance with fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
επιστήμη — η 1. πλήρης και ακριβολογημένη γνώση ορισμένων θεμάτων. 2. σύνολο γνώσεων που αναφέρονται σε ορισμένο κύκλο φαινομένων και που υπάγονται σε γενικούς νόμους, καθώς και η μεθοδική έρευνα αυτών των φαινομένων: Θετικές επιστήμες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… … Dictionary of Greek
εικονολογία — Επιστήμη μελέτης της εικονογραφίας. Ο όρος ε. αναφέρεται για πρώτη φορά στο ομότιτλο βιβλίο του Τσέζαρε Ρίπα (Ρώμη, 1593), παρότι εκεί η λέξη έχει την έννοια της φανταστικής δημιουργίας συμβόλων, εικόνων ή προσωποποιήσεων. Η σύγχρονη επιστήμη της … Dictionary of Greek
φαρμακολογία — Επιστήμη που μελετά τις ουσίες που έχουν την ικανότητα να προκαλούν λειτουργικές μεταβολές στα κύτταρα και στους οργανισμούς. Η φ. δεν περιορίζεται στη μελέτη των θεραπευτικών ουσιών, αλλά επεκτείνει το ενδιαφέρον της και στα δηλητήρια και στις… … Dictionary of Greek