Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

ἀστήρ

  • 1 Star

    subs.
    P. and V. ἀστήρ, ὁ, ἄστρον, τό.
    Constellation: V. σῆμα, τό, σημεῖον, τό.
    Dog star: V. κυών, ὁ (Soph., frag.), Σείριος κυών, ὁ (Soph., frag.).
    For reference to stars: see Eur., Ion, 1147-1158).
    Falling star: V. διοπετὴς ἀστήρ, ὁ (Eur., frag.).
    Reaching the stars, adj.: V. ἀστρογείτων.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Star

  • 2 Fall

    v. intrans.
    P. and V. πίπτειν, καταπίπτειν (Eur., Cycl.), V. πίτνειν.
    Falling star: V. διοπετὴς ἀστήρ, ὁ (Eur., frag.).
    Fall in ruins: P. and V. συμπίπτειν, Ar. and P. καταρρεῖν, καταρρήγνυσθαι, P. περικαταρρεῖν, V. ἐρείπεσθαι;
    met., be ruined: P. and V. σφάλλεσθαι, πίπτειν (rare P.); see under Ruin.
    Die: P. and V. τελευτᾶν; see Die.
    Fall in battle: V. πίπτειν.
    Drop, go down: P. and V. νιέναι; see Abate.
    Of price: P. ἀνίεναι, ἐπανίεναι.
    The price of corn fell: P. ἐπανῆκεν (ἐπανίεναι) ὁ σῖτος (Dem. 889).
    Fall against: P. and V. πταίειν πρός (dat.)
    Fall asleep: V. εἰς ὕπνον πίπτειν, or use v. sleep.
    Fall away: P. and V. πορρεῖν, διαρρεῖν.
    Stand aloof: P. and V. φίστασθαι, ποστατεῖν (Plat.).
    Fall back: P. and V. ναπίπτειν; of an army: see Retire.
    Fall back on, have recourse to: P. and V. τρέπεσθαι πρός (acc.).
    Fall behind: P. and V. ὑστερεῖν, λείπεσθαι.
    Fall down: P. and V. καταπίπτειν (Eur., Cycl.), or use fall.
    Fall down or before: Ar. and V. προσπίπτειν (acc. or dat.) (also Xen. but rare P.), V. προσπίτνειν (acc. or dat.), see Worship.
    Fall foul of: P. συμπίπτειν (dat. or πρός, acc.), προσπίπτειν (dat.), προσβάλλειν (πρός, acc.); see dash against. met., P. προσκρούειν (dat. or absol.).
    Fall from (power, etc.): P. and V. ἐκπίπτειν (gen. or ἐκ, gen.).
    Fall in, subside: P. ἱζάνειν (Thuc. 2, 76).
    Collapse: P. and V. συμπίπτειν, πίπτειν, Ar. and P. καταρρήγνυσθαι, καταρρεῖν.
    Of debts: P. ἐπιγίγνεσθαι.
    Fall in love with: P. and V. ἐρᾶν (gen.), V. εἰς ἔρον πίπτειν (gen.); see Love.
    Fall in with, meet: P. and V. τυγχνειν (gen.), συντυγχνειν (dat.; V. gen.), ἐντυγχνειν (dat.), παντᾶν (dat.); see meet, light upon; met., accept: P. and V. δέχεσθαι, ἐνδέχεσθαι.
    Fall into: P. and V. εἰσπίπτειν (P εἰς, acc.; V. acc. alone or dat. alone), πίπτειν (εἰς, acc.), ἐμπίπτειν (εἰς, acc.); met., fall into misfortune, etc.: P. and V. περιπίπτειν (dat.), εμπίπτειν (εἰς, acc.). πίπτειν εἰς (acc.), V. συμπίπτειν (dat.); of a river: see discharge itself into.
    Fall off: T. ἀποπίπτειν; see tumble off.
    Slip off: P. περιρρεῖν.
    Fall away: P. and V. διαρρεῖν, πορρεῖν;
    met., stand aloof: P. and V. φίστασθαι, ποστατεῖν (Plat.).
    Deteriorate: P. ἀποκλίνειν, ἐκπίπτειν, ἐξίστασθαι.
    Become less: P. μειοῦσθαι.
    Fall on: see fall upon.
    Fall out: P. and V. ἐκπίπτειν, P. ἀποπίπτειν; met., see Quarrel, Happen.
    Fall over, stumble against: P. and V. πταίειν (πρός, dat.).
    Fall overboard: P. and V. ἐκπίπτειν.
    Fall short: see under Short.
    Fall through: P. and V. οὐ προχωρεῖν; see Fail.
    Fall to ( one's lot): P. and V. προσγίγνεσθαι (dat.), συμβαίνειν (dat.), λαγχνειν (dat.) (Plat. but rare P.), V. ἐπιρρέπειν (absol.), P. ἐπιβάλλειν (absol.).
    Fall to ( in eating). — Ye who hungered before, fall to on the hare: Ar. ἀλλʼ ὦ πρὸ τοῦ πεινῶντες ἐμβάλλεσθε τῶν λαγῴων ( Pax, 1312).
    Fall to pieces: Ar. and P. διαπίπτειν; see fall away, collapse.
    Fall to work: P. and V. ἔργου ἔχεσθαι; see address oneself to.
    Fall upon a weapon: Ar. and P. περιπίπτειν (dat.), V. πίπτειν περ (dat.).
    Fall on one's knees: Ar. and V. προσπίπτειν (also Xen. but rare P.), V. προσπίτνειν; see under Knee.
    Attack: P. and V. προσπίπτειν (dat.). εἰσπίπτειν (πρός, acc.), ἐπέχειν (ἐπ, dat.), ἐπέρχεσθαι (dat., rarely acc.), προσβάλλειν (dat.), εἰσβάλλειν (εἰς or πρός, acc.). ἐμπίπτειν (dat.) (Xen., also Ar.), ἐπεισπίπτειν (dat. or acc.) (Xen.), V. ἐφορμᾶν (or pass.) ( dat) (rare P.), P. προσφέρεσθαι (dat.), ἐπιφέρεσθαι (dat.), Ar. and P. ἐπιτθεσθαι (dat.), ἐπιχειρεῖν (dat.).
    Night fell upon the action: P. νὺξ ἐπεγένετο τῷ ἔργῳ (Thuc. 4, 25).
    ——————
    subs.
    P. and V. πτῶμα, τό (Plat.), V. πέσημα, τό.
    met., downfall: P. and V. διαφθορά, ἡ, ὄλεθρος, ὁ; see Downfall.
    Capture ( of a town): P. and V. λωσις, ἡ, P. αἵρεσις, ἡ.
    In wrestling: P. and V. πλαισμα, τό.
    Fall of snow. — It was winter and there was a fall of snow: P. χειμὼν ἦν καὶ ὑπένιφε (Thuc. 4, 103).
    Fall of rain: Ar. and P. ὑετός, ὁ, δωρ, τό; see Rain.
    Fall of the year, autumn: P. μετόπωρον, τό. φθινόπωρον, τό, Ar. and V. ὀπώρα, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fall

См. также в других словарях:

  • ἀστήρ — star masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστήρ — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γίγαντας που τον σκότωσε η Αθηνά. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Λακεδαιμόνιος (6ος αι. π.Χ.). Ο γιος του Αρχιμόλιος σκοτώθηκε και ενταφιάστηκε στην Αττική όταν, ως αρχηγός των στρατευμάτων της Σπάρτης, προσπαθούσε να… …   Dictionary of Greek

  • Αστήρ Βρετανικός — Εβδομαδιαίο ελληνικό περιοδικό, το πρώτο εικονογραφημένο στην ελληνική βιβλιογραφία των περιοδικών εντύπων (19ος αι.). Ιδρυτής και διευθυντής του υπήρξε ο Στέφανος Ξένος …   Dictionary of Greek

  • Αστήρ της Ανατολής — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εντύπων. Τα πλέον αξιόλογα ήταν μία εβδομαδιαία εφημερίδα της Σμύρνης (1841 42) και μία επίσης εβδομαδιαία, αθηναϊκή εφημερίδα (1858 85) καθώς και ένα περιοδικό με έδρα τη Σύρο (1924 25) και διευθυντή τον Μ. Παντελούρη …   Dictionary of Greek

  • Αιγυπτιακός Αστήρ — Διμηνιαίο περιοδικό του 19ου αι. με έδρα την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (1886 88). Ιδρύθηκε από τον Βασίλειο Ματθαίο …   Dictionary of Greek

  • Αιολικός Αστήρ — Δεκαπενθήμερο περιοδικό (1911 14). Εκδιδόταν στο Αϊβαλί (Κυδωνίες) αρχικά από τους Χαρ. Βαφειάδη και Δημ. Ψωμόπουλο και έπειτα από τον Χ. Κοντέλλη. Η ύλη του ήταν κυρίως λογοτεχνική …   Dictionary of Greek

  • Πολικός Αστήρ — Το πρώτο χρονολογικά ελληνικό ναυτικό περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1842 από τον Γεράσιμο Ζωχιό και αριθμεί ζωή 9 τευχών. Μεταξύ των συνεργατών του ήταν και ο Ανδρέας Μιαούλης …   Dictionary of Greek

  • ἀστρά — ἀστήρ star masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστράσι — ἀστήρ star masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστράσιν — ἀστήρ star masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρός — ἀστήρ star masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»