-
1 αμάρακος
-
2 ἀμάρακος
-
3 ἀμάρακος
ἀμάρακον, ἀμάρακος, ein Zwiebelgewächs. Man unterschied das griechische und ein ausländisches, das eigtl. σάμψυχον hieß, unser Majoran -
4 amaracus
ămārăcus, i, m. f. (ămārăcum, i, n.) Plin. marjolaine. - [gr]gr. ἀμάρακος (ἀμάρακον).* * *ămārăcus, i, m. f. (ămārăcum, i, n.) Plin. marjolaine. - [gr]gr. ἀμάρακος (ἀμάρακον).* * *Amaracus, huius amaraci, masc. ge. vel Amaracum. n. g. pen. corr. Plin. Marjolaine. Galeno dicitur ea quam officinae vocant Matricariam, rustici autem Marone. -
5 amaracus
amāracus, ī, c., u. amāracum, ī, n. (ἀμάρακος u. ον), I) Majoran (Origanum Majorana, L.), eine wohlriechende Blume, Plin. 21, 37. Verg. Aen. 1, 693: zu Kränzen gebraucht, Catull. 61, 6 sq. – II) eine Pflanze = perdicium (nach Scheller zu Cels. 2, 33. not. 320 wahrsch. Matricaria Parthenium), Plin. 21, 176.
-
6 σάμψῡχον
-
7 ἀμάρακον
-
8 αμαρακον
-
9 amaracus
amāracus, ī, c., u. amāracum, ī, n. (ἀμάρακος u. ον), I) Majoran (Origanum Majorana, L.), eine wohlriechende Blume, Plin. 21, 37. Verg. Aen. 1, 693: zu Kränzen gebraucht, Catull. 61, 6 sq. – II) eine Pflanze = perdicium (nach Scheller zu Cels. 2, 33. not. 320 wahrsch. Matricaria Parthenium), Plin. 21, 176.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > amaracus
-
10 θαλερός
A stout, sturdy, buxom, in Hom. of persons, θ. αἰζηοί, πόσις, παρακοίτης, Il.3.26, 8.190, 6.430, cf. Pi.N. 1.71; ; .2 blooming, fresh, θ. γάμος the marriage of a youthful pair, Od.6.66, 20.74;Ὀϊκλῆος θ. λέχος εἰσαναβᾶσα Hes.Cat.Oxy.2075.25
;θαλερὸς ἥβης χρόνος E.El. 20
;πρωθήβης ἔαρος θαλερώτερος Alex.Aet.3.7
; of plants,ἀμάρακος Chaerem.14.16
;ἄνθεον IG12(7).410.17
([place name] Amorgos).II of parts of the body, stout, sturdy,μηρώ Il.15.113
; χαίτη luxuriant mane, 17.439; θ. ἀλοιφή rich fat, Od.8.476: hence generally, θ. κατὰ δάκρυ χέουσα shedding big tears, Il.6.496, cf. 24.9, 794, etc.;θ. δέ οἱ ἔκπεσε δάκρυ 2.266
;θαλερώτερα δάκρυα Mosch.4.56
(soθαλερώτερον ἔκλαεν Theoc.14.32
); θ. γόος the thick and frequent sob, Od.10.457; θ. φωνή strong voice, Il.17.696, al.; μῦθοι impassioned, torrential, A.R.4.1072; θαλερώτερον πνεῦμα a more genial wind, dub. in A.Th. 707 (lyr.); θαλερὸν πνεῦμα thick, i.e. laboured or rapid, breathing, v.l. for θολερὸν πν. in Hp.Prorrh.1.39, cf. Gal.16.596; θ. ὕπνος deep sleep, E.Ba. 692.2 later θ. πρόσωπον, glossed by εὐεκτικὸν καὶ εὔχρουν, Gal. 16.596; τὸ σῶμα τοῦ ζῴου, μέχρι μὲν ἔμπνουν ἐστὶ καὶ θ. Plu.2.955c, cf. E.Supp.62 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλερός
-
11 σάμψουχον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σάμψουχον
-
12 ἀμάρακον
A marjoram, Origanum Majorana, Pherecr.131.3 (gender uncertain); masc. in Chaerem.14.16; Thphr. has both, HP6.1.1 ([etym.] - ος), 1.9.4 ([etym.] - ον), cf. Nic.Th. 575, APl.4.188 ([place name] Nicias).II = σάμψουχον, Dsc.3.39, Gal.11.823.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμάρακον
-
13 ἀμάρακον
ἀμάρακον, ἀμάρακος, ein Zwiebelgewächs. Man unterschied das griechische und ein ausländisches, das eigtl. σάμψυχον hieß, unser Majoran -
14 σάμψῡχον
См. также в других словарях:
Αμάρακος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Κίναρου, θεού της Κύπρου, αδελφός του Κουρίου. Ήταν φημισμένος αρωματοποιός. Σύμφωνα με την παράδοση, κάποτε μετέφερε αλάβαστρο που περιείχε ένα από τα καλύτερα μυρωδικά του· του έπεσε όμως από τα χέρια και έσπασε·… … Dictionary of Greek
ἀμάρακος — ἀμά̱ρακος , ἀμάρακον marjoram masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμάρακος ο δίκταμνος — Επιστημονική ονομασία του φυτού δίκταμος. Λέγεται και ορίγανον ο δίκταμνος … Dictionary of Greek
майоран — майеран – пряное растение Origanum mаiоrаnа . Через нов. в. н. Маjоrаn из ср. лат. mаiоrаnа, которое восходит к лат. аmаrасus – то же, греч. ἀμάρακος (Феофраст); см. М. Любке 31; Клюге Гётце 371 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
amáraco — (del lat. «amarӑcus», del gr. «amárakos») m. *Mejorana (planta labiada). * * * amáraco. (Del lat. amarăcus, y este del gr. ἀμάρακος). m. mejorana … Enciclopedia Universal
ανθεμίς — η (ΑΝ) [άνθεμον] ονομασία για πολλά ποώδη φυτά (οικ. Σύνθετα), αγριοχαμομήλι, μαργαρίτα μσν. αμάρακος, ματζουράνα αρχ. (γενικά) το άνθος … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
ματζουράνα — Κοινή ονομασία πολυετούς θαμνώδους φυτού της οικογένειας των χειλανθών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι Origanum majorana ήMajorana hortensis. Πρόκειται για φρύγανο, το ύψος του οποίου φτάνει τα 30 60 εκ. Ο βλαστός του είναι… … Dictionary of Greek
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek
φλησκούνι — Φυτό γνωστό και με την επιστημονική ονομασία ηδύοσμας ο γλήχων. Τα φύλλα του φυτού αυτού χρησιμοποιούνται ως αφέψημα, κυρίως για τις διαταραχές του στομάχου. Ένα άλλο είδος, ο αμάρακος ή αγριοφλησκούνι, είναι πολυετές, μικρού μεγέθους φρύγανο,… … Dictionary of Greek