-
1 φαλλαγωγία
φαλλαγωγίᾱ, φαλλαγωγίαcarrying of the phallus: fem nom /voc /acc dualφαλλαγωγίᾱ, φαλλαγωγίαcarrying of the phallus: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————φαλλαγωγίᾱͅ, φαλλαγωγίαcarrying of the phallus: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 φαλλαγώγια
φαλλαγώγιαneut nom /voc /acc pl -
3 φαλλαγωγίᾳ
Βλ. λ. φαλλαγωγία -
4 φαλλαγωγία
φαλλ-ᾰγωγία, ἡ,A carrying of the phallus, IG22.673b7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαλλαγωγία
-
5 φαλλαγώγια
A = φαλληφόρια, Corn.ND30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαλλαγώγια
См. также в других словарях:
φαλλαγωγία — φαλλαγωγίᾱ , φαλλαγωγία carrying of the phallus fem nom/voc/acc dual φαλλαγωγίᾱ , φαλλαγωγία carrying of the phallus fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλλαγωγίᾳ — φαλλαγωγίᾱͅ , φαλλαγωγία carrying of the phallus fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλλαγώγια — neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλλαγωγία — ἡ, Α η περιαγωγή τού φαλλού κατά την διονυσιακή πομπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + αγωγία (< αγωγός < ἀγωγός), πρβλ. δημ αγωγία] … Dictionary of Greek
φαλλαγώγια — τὰ, Α τα φαλληφόρια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + αγώγια (< αγωγός < ἀγωγός)] … Dictionary of Greek
DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… … Hofmann J. Lexicon universale
PHALLUS — hesychio τὸ ξύλινον αἰδοῖον ἀνδρικὸν, ligneum virile: in Osiridisac Bacchi sacris sollemni pompâ gestari solitum, ut dictum in voce Phallica: et paulo hic infra. Imo unus ex quatuor Lasciviae Diis, quos, praeter Venerem, recenset Licetus, Priapum … Hofmann J. Lexicon universale
φαλλαγωγείον — τὸ, Α όχημα που χρησιμοποιούσαν κατά την φαλλαγωγια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + αγωγεῖον (< αγωγός < ἀγωγός), πρβλ. ὑδρ αγωγεῖον] … Dictionary of Greek
φαλληφορία — Έτσι ονομαζόταν η πομπή της οργιαστικής γιορτής των Kατ’ αγρούς Διονυσίων, που γινόταν με την ευκαιρία της χρήσης των νέων κρασιών. Στην αρχή της πομπής κάποιος από το πλήθος κρατούσε με κοντάρι έναν φαλλό, δηλαδή ένα δερμάτινο ομοίωμα αντρικού… … Dictionary of Greek
φαλληφόρια — Έτσι ονομαζόταν η πομπή της οργιαστικής γιορτής των Kατ’ αγρούς Διονυσίων, που γινόταν με την ευκαιρία της χρήσης των νέων κρασιών. Στην αρχή της πομπής κάποιος από το πλήθος κρατούσε με κοντάρι έναν φαλλό, δηλαδή ένα δερμάτινο ομοίωμα αντρικού… … Dictionary of Greek
φελλαγωγία — ἡ, Α πιθ. (κατά το λεξ. Σούδα) «πανήγυρις ἐπιτελουμένη παρὰ Ῥωμαίοις». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί φαλλαγώγια (τά)] … Dictionary of Greek